Της Γεωργίας Δέδε,
Το θέμα της δημόσιας εκπαίδευσης αποτελούσε και συνεχίζει να τοποθετείται στην κορυφή της λίστας των προβλημάτων της εκάστοτε κυβέρνησης. Ενδεχομένως, η ρίζα της «προβληματικής» δημόσιας εκπαίδευσης δεν έγκειται στην φύση της, ότι είναι δηλαδή δημόσια, όπως πολλοί πιστεύουν. Αντίθετα, το ζήτημα ίσως να εντοπίζεται στο ότι καμία κυβέρνηση δεν κατάφερε να μην συγκαταλέξει το Υπουργείο Παιδείας στα πολιτικά του παιχνίδια. Έτσι, το Υπουργείο Παιδείας, και κατά συνέπεια η δημόσια εκπαίδευση, ανά τετραετία, ανάλογα βέβαια και με τους απαραίτητους ανασχηματισμούς και τις απαιτούμενες αναδιανομές της κερδοφόρας πίτας, καλείται να χορέψουν τον χορό που ορίζει ο εκάστοτε Υπουργός, και να προωθήσουν την πολιτική ατζέντα και την εκπαιδευτική ασχετοσύνη του εκάστοτε Υπουργού.
Η τωρινή περίπτωση της ηγεσίας του Υπουργείου Παιδείας δεν αποτελεί εξαίρεση στο σισύφειο μαρτύριο της ελληνικής εκπαίδευσης. Ίσα-ίσα που κάθε κίνησή της μαρτυρά μια νέα αποτυχία, ένα ακόμη πισωπάτημα, ένα ακόμη λάθος. Το ερώτημα είναι ποιος το χρεώνεται. Γιατί σε κάποιους τα λάθη αυτά κοστίζουν μια καρέκλα ή την πολιτική καριέρα, όμως κάποιους στοιχειώνουν μια ζωή ολόκληρη. Και φυσικά μιλώ για μαθητές, εκπαιδευτικούς και γονείς, που είναι οι αιώνιοι δέκτες του εμπαιγμού των επικεφαλής των Υπουργείων Παιδείας.
Κι ας εστιάσουμε στο σήμερα! Από το φιάσκο των μασκών προστασίας που ακόμη εκκρεμεί η επαναδιανομή τους σε σωστές διαστάσεις, στην διανομή των παγουριών για την ατομική υγιεινή των μαθητών, στα υπερπλήρη τμήματα των 25 μαθητών, στα υπερπληθή προαύλια, μέχρι το φιάσκο της τηλεκπαίδευσης των μαθητών της δευτεροβάθμιας και τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, καθίσταται σαφές πως η πορεία της τωρινής Υπουργού μόνο δαφνοστεφανωμένη δεν είναι, αλλά αντίθετα είναι γεμάτη αντιφάσεις και επαναλαμβανόμενα ολισθήματα. Το τελευταίο αφορά το θέμα της τηλεκπαίδευσης. Ο δεύτερος γύρος τηλεκπαίδευσης μας βρίσκει και πάλι απροετοίμαστους. Πέραν των προβλημάτων σχετικά με την κάκιστη συνδεσιμότητα, με το φορτωμένο δίκτυο, και τον ταυτόχρονο αποκλεισμό άλλων λειτουργικών μέσων τηλεδιάσκεψης, το ερώτημα που (ξανά)τίθεται είναι, πόσοι μαθητές έχουν την υλικοτεχνική πρόσβαση σε αυτού του τύπου εκπαίδευση.
Είναι εμφανές πως η συζήτηση για την τηλεκπαίδευση, στην δεύτερη επιτυχή αποτυχία της, δεν (ξανά)εστιάζει στην δομή της τηλεκπαίδευσης. Σε ποιο βαθμό, η πρόσβαση στην τηλεκπαίδευση είναι ισότιμη; Σε ποιο βαθμό, η παρεχόμενη εξ αποστάσεως εκπαίδευση αποτρέπει την διαμόρφωση σχολείων πολλαπλών ταχυτήτων, ακόμη κι εντός της δημόσιας εκπαίδευσης (δεν μιλώ καν για την ιδιωτική εκπαίδευση), μεταξύ σχολικών περιφερειών και δήμων;
Είναι ξεκάθαρο πως η εφαρμογή της τηλεκπαίδευσης είναι μεν απαραίτητη, αλλά παραμένει ακατόρθωτη, κρίνοντας εκ του αποτελέσματος. Κι αυτό, γιατί οι ελλείψεις δεν αφορούν μόνο το διάτρητο σύστημα της Cisco, την ελλιπή συνδεσιμότητα των ψηφιακών πλατφορμών του Πανελλήνιου Σχολικού Δικτύου (ΠΣΔ), την κατάρτιση των εκπαιδευτικών, την συμμετοχή ή μη των μαθητών σε αυτήν. Το ζήτημα αφορά την διαπραγμάτευση της εκπαίδευσης ως δημόσιο αγαθό.
Η ψηφιακή ανισότητα και ο ψηφιακός αποκλεισμός είναι φαινόμενα που πλήττουν τον κοινωνικό ιστό στην Ελλάδα. Σύμφωνα με τον δείκτη ψηφιακής οικονομίας και κοινωνίας (DESI) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το 2020, η Ελλάδα υπολείπεται κατά πολύ του μέσου όρου της Ε.Ε στην χρήση διαδικτυακών υπηρεσιών, καθώς μόλις 73% του πληθυσμού της Ελλάδας έχει πρόσβαση στο internet, ενώ 3 εκ. πολίτες δεν διαθέτουν καμία πρόσβαση σε wifi. Ταυτόχρονα, μόνο 63% του πληθυσμού διαθέτει φορητό ή σταθερό υπολογιστή, ενώ μόνο το 52% του πληθυσμού διαθέτει βασικές ψηφιακές δεξιότητες (DESI, 2020). Η ψηφιακή ανισότητα φαίνεται να συνδέεται με την κοινωνική ανισότητα, και κατά συνέπεια, το ζήτημα που τίθεται επί τάπητος, είναι κατά πόσο οι μαθητές που ανήκουν σε μη προνομιούχες οικογένειες, που δεν απολαμβάνουν σύνδεση σε internet, πρόσβαση σε κατάλληλο εξοπλισμό, ή και απαραίτητες δεξιότητες, δύνανται να αποκλειστούν από την εκπαιδευτική διαδικασία. Πώς μπορεί ένας πρόσφυγας μαθητής, που καθημερινά μεταφέρεται από την δομή όπου φιλοξενείται σε δημόσιο σχολείο, να έχει πρόσβαση σε υπολογιστή, σε e-mail, σε δίκτυο; Και για τους δύσπιστους, ακόμη και να πληρούνται οι παραπάνω συνθήκες, ποιος μπορεί να εγγυηθεί, στην περίπτωση της σύγχρονης εκπαίδευσης, την ύπαρξη ενός χώρου όπου ο μαθητής θα μπορεί να συγκεντρωθεί; Πώς μπορεί ένας μαθητής, οι γονείς του οποίου εργάζονται μέσω τηλεργασίας, να έχει πρόσβαση σε έναν ακόμη υπολογιστή στην μέση ελληνική οικογένεια;
Με λίγα λόγια, πόσο ευάλωτοι είναι οι μαθητές μας μπρος στον κίνδυνο του εκπαιδευτικού αποκλεισμού; Και σε ποιο βαθμό μπορεί αυτός ο κίνδυνος να παρακαμφθεί, όταν βρισκόμαστε στην αρχή του δευτέρου κύματος της πανδημίας και στην αρχή της σχολικής χρονιάς, ενώ παράλληλα το Υπουργείο Παιδείας τελεί εν υπνώσει;
Το ζήτημα της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης και της κρίσης της πανδημίας είναι παγκόσμιο φαινόμενο. Πολλές ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Αγγλία, η Ολλανδία, η Γαλλία πήραν μέτρα υπέρ της ισότιμης πρόσβασης στην εκπαίδευση με παροχή laptops ή και δρομολογητών 4g σε μαθητές που στερούνται βασικών αγαθών. Αντίθετα, στην Ελλάδα η συζήτηση περιστρέφεται γύρω από την προσπάθεια λειτουργίας ενός διάτρητου συστήματος τηλεκπαίδευσης που θέτει «λειτουργικά» εκτός μερίδα μαθητών, αποκλείοντάς τους από το αναφαίρετο δικαίωμα στην εκπαίδευση. Η δημόσια παιδεία πλήττεται, είναι γεγονός, αλλά πλήττεται εκ των έσω, από το καταρχήν αρμόδιο όργανο που θεσμικά διαφυλάσσει την ομαλή λειτουργία του.