13.7 C
Athens
Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου, 2024
ΑρχικήΡαντάρ Αναπτυσσόμενων ΧωρώνΟυγκάντα: Μια αργή αλλά σταθερή οικονομία

Ουγκάντα: Μια αργή αλλά σταθερή οικονομία


Του Χάρη Γαζή,

Η Ουγκάντα ​​είναι μια χερσαία χώρα στην Ανατολική-Κεντρική Αφρική. Βρίσκεται κυρίως σε ένα κεντρικό οροπέδιο που καλύπτεται από τροπικό δάσος. Έχει ψηλά ηφαιστειακά βουνά στα ανατολικά και δυτικά σύνορα. Βρίσκεται δίπλα στη λίμνη Βικτόρια και οι γείτονές της είναι το Νότιο Σουδάν στα βόρεια, η Κένυα ανατολικά, η Τανζανία και η Ρουάντα στα νότια και, τέλος, η Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (ΛΔΚ) στα δυτικά. Η Ουγκάντα ​​απέκτησε επίσημη ανεξαρτησία στις 9 Οκτωβρίου 1962, καθώς παλαιότερα υπήρξε αποικία των Άγγλων και για αυτό τον λόγο η μια από τις δυο επίσημες γλώσσες της είναι η αγγλική. Η δεύτερη είναι η Σουαχίλι, αν και οποιαδήποτε άλλη γλώσσα μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μέσο διδασκαλίας σε σχολεία ή άλλα εκπαιδευτικά ιδρύματα, καθώς και για νομοθετικούς, διοικητικούς ή δικαστικούς σκοπούς, όπως ορίζεται από τον νόμο. Τα σύνορά της, σχεδιασμένα με τεχνητό και αυθαίρετο τρόπο, στα τέλη του 19ου αιώνα περιελάμβαναν δυο ουσιαστικά διαφορετικούς τύπους κοινωνιών: τα συγκεντρωτικά βασίλεια Bantu του νότου αφενός και τους πιο αποκεντρωμένους λαούς Nilotic και Sudanic στον βορρά αφετέρου. Η πρωτεύουσά της είναι η Καμπάλα, η οποία αποτελεί μέρος των συνόρων με την Κένυα και την Τανζανία. Η χώρα έχει έκταση 241.038 τετραγωνικά χιλιόμετρα και ο πληθυσμός της φτάνει τα 42 εκατομμύρια. Το νόμισμά της είναι το Σελίνι, το οποίο ήρθε να αντικαταστήσει το Σελίνι της Ανατολικής Αφρικής το 1966. Η Τράπεζα της Ουγκάντα είναι η κεντρική τράπεζα της χώρας και αυτή που ασκεί νομισματική πολιτική σε αυτήν.

Η οικονομία της χώρας είναι βασικά γεωργική και καταλαμβάνει περίπου τα τέσσερα πέμπτα του εργατικού πληθυσμού. Το κλίμα της Ουγκάντα ​​είναι ιδιαίτερα ευνοϊκό για την εκτροφή ζώων και τη διενέργεια καλλιεργειών. Όπως συνέβη με τις περισσότερες αφρικανικές χώρες, η οικονομική ανάπτυξη και ο εκσυγχρονισμός παρεμποδίστηκαν από την πολιτική αστάθεια της χώρας αφενός και από τη σημαντική πτώση της εξαγωγικής αγοράς της χώρας μετά το ξέσπασμα των συγκρούσεων στο Νότιο Σουδάν αφετέρου. Ωστόσο, το δεύτερο ζήτημα λύθηκε σε κάποιο βαθμό πρόσφατα κυρίως λόγω του ρεκόρ στις συγκομιδές καφέ, που αντιπροσωπεύουν το 16% των εξαγωγών. Στη συνέχεια, προκειμένου να αποκατασταθεί η ζημιά που υπέστη η οικονομία από τις κυβερνήσεις του Idi Amin και του Milton Obote, ενθαρρύνθηκαν οι ξένες επενδύσεις στη γεωργία και τη βιομηχανία κυρίως από δυτικές χώρες και πρώην κατοίκους της Ασίας.

Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990 και στις αρχές της δεκαετίας του 2000, η οικονομία βελτιώθηκε ραγδαία σε σχέση με τα προηγούμενα έτη και η Ουγκάντα έχει αναγνωριστεί για την οικονομική της σταθερότητα και τους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης. Είναι μια από τις λίγες αφρικανικές χώρες που επαινέθηκαν από την Παγκόσμια Τράπεζα, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και τη διεθνή χρηματοπιστωτική κοινότητα για τις οικονομικές της πολιτικές και τις πολιτικές εκποίησης και ιδιωτικοποίησης, καθώς και μεταρρύθμισης του νομίσματος. Το 1997 επιλέχθηκε ως μία από τις λίγες χώρες που έλαβαν ελάφρυνση του χρέους για την επιτυχή υλοποίηση αυστηρών έργων οικονομικής μεταρρύθμισης και συνέχισε να πληροί τις προϋποθέσεις για σημαντική ελάφρυνση του χρέους από τότε. Εξαιτίας αυτού, η Ουγκάντα ​​κατάφερε να επικεντρωθεί στην εξάλειψη της φτώχειας έως έναν βαθμό.

Ωστόσο, η οικονομική ανάπτυξη της Ουγκάντα ​​έχει επιβραδυνθεί από το 2016 και έπειτα, καθώς οι κρατικές δαπάνες και το δημόσιο χρέος έχουν αυξηθεί. Ο προϋπολογισμός της χώρας κυριαρχείται από δαπάνες για την ενέργεια και τις οδικές υποδομές, ενώ βασίζεται επίσης στην υποστήριξη χορηγών για μακροχρόνιες κινητήριες δυνάμεις ανάπτυξης, συμπεριλαμβανομένης της γεωργίας, της υγείας και της εκπαίδευσης. Τα μεγαλύτερα έργα υποδομής χρηματοδοτούνται εξωτερικά μέσω ευνοϊκών δανείων, αλλά με διογκωμένο κόστος. Ως αποτέλεσμα, η εξυπηρέτηση του χρέους για αυτά τα δάνεια αναμένεται να αυξηθεί. Τα έσοδα και οι φόροι από το πετρέλαιο αναμένεται να καταστούν μεγαλύτερη πηγή κρατικής χρηματοδότησης, καθώς η παραγωγή πετρελαίου ξεκινά τα επόμενα 3 έως 10 χρόνια. Κατά τα επόμενα 3 έως 5 χρόνια, οι ξένοι επενδυτές σχεδιάζουν να επενδύσουν 9 δισεκατομμύρια δολάρια σε έργα εγκαταστάσεων παραγωγής, 4 δισεκατομμύρια δολάρια σε έναν αγωγό εξαγωγών, καθώς και σε ένα διυλιστήριο 2-3 δισεκατομμύρια δολάρια για την παραγωγή προϊόντων πετρελαίου για τις αγορές της χώρας και της ευρύτερης Ανατολικής Αφρικής. Επιπλέον, η κυβέρνηση επιδιώκει να κατασκευάσει έργα αυτοκινητοδρόμων αξίας αρκετών εκατοντάδων εκατομμυρίων δολαρίων στην περιοχή του πετρελαίου.

Το ποσοστό πληθωρισμού στην Ουγκάντα. Το 2020 βασίζεται σε προβλέψεις της Παγκόσμιας Τράπεζας. Πηγή:tradingeconomics.com

Πιο διεξοδικά, το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) στην Ουγκάντα ανήλθε σε 34,39 δισεκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ το 2019, σύμφωνα με επίσημα στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας και προβλέψεις από το Trading Economics. Η αξία του ΑΕΠ της Ουγκάντα ​​αντιπροσωπεύει το 0,03% της παγκόσμιας οικονομίας. Λόγω της σοβαρής επίδρασης της πανδημικής κρίσης COVID-19 η οικονομία της χώρας ήρθε αντιμέτωπη με μια αναπόφευκτη επιβράδυνση. Ο Ρυθμός Μεταβολής του Πραγματικού ΑΕΠ της Ουγκάντα ​​το 2020 αναμένεται να κυμανθεί μεταξύ 0,4 και 1,7% σε σύγκριση με το 5,6% του 2019.

Ο πληθωρισμός στη συνέχεια, όπως μετράται από τον δείκτη τιμών καταναλωτή, αντικατοπτρίζει την ετήσια ποσοστιαία μεταβολή του κόστους για τον μέσο καταναλωτή απόκτησης ενός καλαθιού αγαθών και υπηρεσιών που μπορεί να καθοριστεί ή να αλλάξει σε καθορισμένα διαστήματα, όπως για παράδειγμα στο ένα έτος. Σύμφωνα με πρόσφατα στατιστικά της Παγκόσμιας Τράπεζας, το επίπεδο πληθωρισμού της χώρας για το 2019 ήταν 2,87% με αύξηση 0,25% από το 2018. Το 2018 ήταν 2,62% με μείωση 3,02% από το 2017. Το 2017 σημειώθηκε ποσοστό 5,64% με αύξηση 0,2% σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά και, τέλος, ποσοστό 5,45% το 2016 με αύξηση 0,04% από το 2015. Ο πληθωρισμός αναμένεται να παραμείνει πάνω από τον στόχο 5 τοις εκατό στο εγγύς μέλλον, σύμφωνα με την πρόσφατη έκθεση νομισματικής πολιτικής (MPR) τον Οκτώβριο του 2020, που κυκλοφόρησε η Τράπεζα της Ουγκάντα. Πράγματι, ο βασικός πληθωρισμός αναμένεται να κορυφωθεί στο 7,0% το πρώτο τρίμηνο του 2021, πριν επιστρέψει σταδιακά στον μεσοπρόθεσμο στόχο του, ενώ ο βασικός πληθωρισμός εκτιμάται ότι θα κορυφωθεί στο 6,1% το δεύτερο τρίμηνο του 2021. Ωστόσο, υπάρχουν κίνδυνοι για αυτές τις προβλέψεις, συμπεριλαμβανομένου του υψηλότερου δημοσιονομικού ελλείμματος και μιας πιο υποτιμημένης συναλλαγματικής ισοτιμίας λόγω της αβεβαιότητας που θα μπορούσε να οδηγήσει σε αύξηση του πληθωρισμού.

Όσον αφορά τη συναλλαγματική ισοτιμία, είναι η τιμή των χρημάτων μιας χώρας σε σχέση με τα χρήματα μιας άλλης χώρας. Μια συναλλαγματική ισοτιμία είναι «σταθερή» ή «κλειδωμένη», όταν οι χώρες χρησιμοποιούν ένα συμφωνημένο πρότυπο και κάθε νόμισμα αξίζει ένα συγκεκριμένο μέτρο του προτύπου αυτού. Για παράδειγμα, κάποια νομίσματα είναι «κλειδωμένα» στο δολάριο. Μια συναλλαγματική ισοτιμία είναι «κυμαινόμενη», όταν η προσφορά και η ζήτηση ή η κερδοσκοπία καθορίζει τις συναλλαγματικές ισοτιμίες. Εάν μια χώρα εισάγει μεγάλες ποσότητες αγαθών, η ζήτηση θα αυξήσει τη συναλλαγματική ισοτιμία για τη χώρα αυτή, καθιστώντας τα εισαγόμενα αγαθά πιο ακριβά για τους αγοραστές σε αυτήν τη χώρα. Καθώς τα αγαθά γίνονται πιο ακριβά, η ζήτηση μειώνεται και τα χρήματα αυτής της χώρας γίνονται φθηνότερα σε σχέση με τα χρήματα άλλων χωρών. Στη συνέχεια, τα αγαθά της χώρας γίνονται φθηνότερα για αγοραστές στο εξωτερικό, αυξάνεται η ζήτηση και οι εξαγωγές από τη χώρα αυξάνονται. Η ισοτιμία αυτή μεταβάλλεται διαρκώς στις παγκόσμιες αγορές συναλλάγματος, στις οποίες κάθε είδος νομίσματος αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης (FOREX).

Οι κυριότερες χώρες από τις οποίες η Ουγκάντα εισάγει αγαθά. Πηγή: Εγκυκλοπαίδεια Britannica. 

Είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι οι συναλλαγματικές ισοτιμίες έχουν μεγάλο αντίκτυπο στη σταθερότητα των τιμών και την ανάπτυξη. Οι εισαγωγές και οι εξαγωγές μιας χώρας συνδέονται άμεσα με τη συναλλαγματική ισοτιμία. Στην περίπτωση της Ουγκάντα, η κεντρική της τράπεζα παρακολουθεί τις εμπορικές τράπεζες της χώρας και χρησιμεύει ως τράπεζα της κυβέρνησης η οποία παράλληλα εκδίδει το εθνικό νόμισμα, δηλαδή τα σελίνια. Η κυβέρνηση από τη μεριά της καθορίζει την επίσημη συναλλαγματική ισοτιμία των σελινιών έναντι ξένων νομισμάτων. Η Ουγκάντα ​​έχει συμμετάσχει σε αρκετούς περιφερειακούς οικονομικούς οργανισμούς, όπως η Κοινή Αγορά για την Ανατολική και Νότια Αφρική , η Σύμβαση του Κοτονού, ο Οργανισμός Λεκάνης Καγκέρα, η Διακυβερνητική Αρχή Ανάπτυξης και η Τελωνειακή Ένωση της Ανατολικής Αφρικής. Οι κύριες εξαγωγές της χώρας είναι ο καφές, ψάρια και προϊόντα ψαριών, ο χρυσός, ο καπνός, το βαμβάκι και το τσάι. Οι κύριες εισαγωγές είναι μηχανήματα και εξοπλισμός μεταφορών, βασικές κατασκευές, τρόφιμα και χημικές ουσίες. Οι κύριοι εμπορικοί της εταίροι, όπως απεικονίζεται στα διαγράμματα που αφορούν το εμπόριο της χώρας, είναι το Σουδάν, η Κένυα, η Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, η Κίνα, η Ινδία και η Ιαπωνία.

Οι κύριες χώρες προς τις οποίες εξάγει η Ουγκάντα. Πηγή: Εγκυκλοπαίδεια Britannica. 

Οι εξαγωγές, ο τουρισμός, τα εμβάσματα, οι άμεσες ξένες επενδύσεις και οι ροές χαρτοφυλακίου συρρικνώθηκαν κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2015 λόγω διαταραχών του διεθνούς εμπορίου και περιορισμού της ελεύθερης κυκλοφορίας προσώπων. Αυτό έχει δημιουργήσει σημαντική δημοσιονομική και εξωτερική ανισορροπία και επιβράδυνση της αύξησης των υπηρεσιών, κυρίως στις δραστηριότητες ακινήτων και στην τεχνολογία πληροφοριών και επικοινωνιών. Οι κρατικές δαπάνες συνεχίζουν να αυξάνονται, υποστηριζόμενες από δημόσιες υποδομές και επενδύσεις κεφαλαίου για τη νεοσυσταθείσα βιομηχανία πετρελαίου και φυσικού αερίου. Οι δαπάνες έχουν αυξηθεί ταχύτερα από τα εγχώρια έσοδα, διευρύνοντας το δημοσιονομικό έλλειμμα το 2019. Το έλλειμμα χρηματοδοτείται σε μεγάλο βαθμό μέσω εξωτερικού δανεισμού. Παρά την αύξηση του ελλείμματος, η Ουγκάντα κατατάσσεται σε χαμηλό κίνδυνο δυσφορίας χρέους. Ωστόσο, το χρέος έφτασε 43,6% του ΑΕΠ το 2019 από 25% το 2012, προκαλώντας μεσοπρόθεσμες ανησυχίες. Ο δανεισμός παραμένει εντός των ορίων του ΔΝΤ, αλλά οι κίνδυνοι έχουν αυξηθεί λόγω του υψηλότερου κόστους της εξυπηρέτησης του χρέους και των επενδύσεων σε υποδομές. Γενικότερα το Ποσοστό Χρέους προς ΑΕΠ για την Ουγκάντα είναι χαμηλό σε σχέση με άλλα ανεπτυγμένα κράτη. Εκείνο που προκαλεί ανησυχίες είναι το αν θα μπορέσει η χώρα να εξυπηρετήσει τα χρέη της, όσα κι αν είναι αυτά. Οι δυτικές χώρες μπορούν να εξυπηρετήσουν ευκολότερα μεγαλύτερα ποσοστά χρέους, ενώ οι χώρες της Αφρικής ενδεχομένως να αντιμετωπίζουν δυσκολίες λόγω του περιορισμένου εισοδήματός τους. Το Χρέος παρόλα αυτά αποτελεί βασικό συστατικό της ανάπτυξης.

Εν κατακλείδι, αρκετά χρήσιμη είναι μια σκοπιά στον τομέα της ανεργίας. Στην Ουγκάντα το εθνικό ποσοστό ανεργίας ​​είναι 9,2%, ενώ το ίδιο ποσοστό για νέους ηλικίας 18-30 ετών είναι 13,3%. Αν και υψηλά, αυτά τα ποσοστά δεν αφαιρούνται μέχρι στιγμής από τους παγκόσμιους μέσους όρους. Σκεφτείτε την Ευρωπαϊκή Ένωση, όπου το μέσο ποσοστό ανεργίας των νέων κυμαινόταν στο 14,3% τους τελευταίους μήνες του 2019.

Τα ποσοστά Ανεργίας για την Ουγκάντα από το 2010 μέχρι και το 2018. Πηγή: tradingeconomics.com

Ωστόσο, τα στατιστικά στοιχεία που αφορούν την ανεργία ​​είναι παραπλανητικά. Στην πραγματικότητα, οι κάτοικοι της χώρας, και ιδιαίτερα οι νέοι σε ηλικία, είναι πολύ πιθανό να είναι υποαπασχολούμενοι σε επισφαλή ή και μη αμειβόμενη εργασία ή σε θέσεις εργασίας που δεν μπορούν να προσφέρουν αξιοπρεπή εισοδήματα. Το 83,5% του πληθυσμού της Ουγκάντας ηλικίας μεταξύ 15 και 29 ετών εργάζεται σε άτυπες θέσεις εργασίας και το ποσοστό αυτό είναι 10% υψηλότερο για τις νέες γυναίκες.

Το 41% ​​του συνολικού πληθυσμού σε ηλικία εργασίας ασχολείται με τη γεωργία διαβίωσης, πράγμα που σημαίνει ότι ένα σημαντικό ποσοστό του εργατικού δυναμικού ούτε δημιουργεί εισόδημα ούτε ασχολείται με τις αγορές. Συνολικά, ο υψηλός επιπολασμός της παρατυπίας παρακωλύει το ποσοστό ανεργίας, με αποτέλεσμα την ανακρίβεια της πραγματικότητας της αγοράς εργασίας στην Ουγκάντα. Είναι, επομένως, απαραίτητο να εξετάσουμε την ποιότητα της απασχόλησης και να αναπτύξουμε παρεμβάσεις για την αντιμετώπιση της υποαπασχόλησης και της κακής ποιότητας εργασίας. Με την πλειοψηφία των κατοίκων που εργάζονται σε αγροτικές ή άτυπες οικιακές επιχειρήσεις χαμηλής παραγωγικότητας όπου οι θέσεις εργασίας είναι επισφαλείς και με χαμηλό μισθό, η κύρια πρόκληση της Ουγκάντα έγκειται στην αντιμετώπιση της αυξανόμενης έλλειψης αξιοπρεπών θέσεων εργασίας.

Ακόμη, ο προσφυγικός πληθυσμός της Ουγκάντα ​​έχει σχεδόν τριπλασιαστεί από τον Ιούλιο του 2016 και σήμερα είναι περίπου 1,4 εκατομμύρια. Είναι η χώρα που φιλοξενεί τον μεγαλύτερο αριθμό προσφύγων στην Αφρική, καθώς και η τρίτη σε σειρά χώρα παγκοσμίως. Ενώ η ανοιχτή πόρτα της προσφυγικής πολιτικής είναι μια από τις πιο προοδευτικές στον κόσμο, με τους πρόσφυγες να απολαμβάνουν πρόσβαση σε κοινωνικές υπηρεσίες, γη και ελευθερία μετακίνησης και απασχόλησης, η συνεχιζόμενη εισροή επιβαρύνει τις κοινότητες υποδοχής και την παροχή υπηρεσιών.

Τέλος, παρά τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν στο σύνολό τους οι αφρικανικές χώρες, η οικονομία της Ουγκάντα είναι η τρίτη μεγαλύτερη στην Ανατολική Αφρική, μετά την Κένυα και την Τανζανία. Έχει σημειώσει εκπληκτικές οικονομικές επιδόσεις τις τελευταίες δεκαετίες και, παρόλο που είναι αργή, η ανάπτυξη παραμένει σταθερή. Ξεπερνώντας τις δυσκολίες του 2015-2018, το 2019, η ανάπτυξη έφτασε στο 4,9% του ΑΕΠ, υποστηριζόμενη από δημόσιες επενδύσεις, κατανάλωση νοικοκυριού και καλές γεωργικές επιδόσεις. Η εκτέλεση του προϋπολογισμού, όμως, παρέμεινε δύσκολη λόγω της έλλειψης εσόδων και των ισχυρών πιέσεων δαπανών, καθώς και των καθυστερήσεων στην υλοποίηση έργων που χρηματοδοτήθηκαν εξωτερικά και, σε συνδυασμό με την πανδημία του COVID-19, το ποσοστό φτώχειας αναμένεται να αυξηθεί, καθώς, σύμφωνα με στατιστικά της Παγκόσμιας Τράπεζας, ένας στους πέντε ζει σε ακραία φτώχεια. Πέρα από τις δυσμενείς συνέπειες από την πανδημία του COVID-19, η Ουγκάντα αντιμετωπίζει μια σειρά οικονομικών προκλήσεων, που ταλανίζουν την οικονομία της μέχρι και σήμερα. Σε αυτές περιλαμβάνονται: κακή οικονομική διαχείριση, ενδημική διαφθορά και αποτυχία της κυβέρνησης να επενδύσει επαρκώς στην υγεία, την εκπαίδευση και τις οικονομικές ευκαιρίες για έναν αυξανόμενο νεαρό πληθυσμό. Επιπροσθέτως, η Ουγκάντα ​​έχει ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά ηλεκτροδότησης στην Αφρική, καθώς μόνο το 22% των κατοίκων ​​έχει πρόσβαση σε ηλεκτρικό ρεύμα. Το θλιβερό ιστορικό πολιτικών συγκρούσεων της χώρας, σε συνδυασμό με τα περιβαλλοντικά προβλήματα και τις καταστροφές της επιδημίας του AIDS σε όλη τη χώρα, εμπόδισε την πρόοδο και την ανάπτυξη για πολλά χρόνια.


Ενδεικτικές Πηγές:

  • Uganda-Economy, (2020) | Britannica, Retrieved from here
  • World Bank Group, (2020) , Uganda Overview, retrieved from  here
  • International Monetary Fund, 2017), Uganda and the IMF, Retrieved from  here
  • Trading Economics, (2020), Unemployment Rate in Uganda, Retrieved from here
  • The commonwealth (2018), Uganda Economy, Retrieved from here 
    Uganda GDP Growth Rate (2020), Tradingeconomics, 2008-2020 Data, Retrieved from  here 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Χάρης Γαζής
Χάρης Γαζής
Είναι απόφοιτος του τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιώς. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα και μιλάει αγγλικά και γερμανικά. Του αρέσει να ενημερώνεται για τις εξελίξεις στην διεθνή πολιτική και να είναι ενεργό μέλος στην κοινωνία. Αγαπάει τα ταξίδια, παίζει βόλεϊ από πολύ μικρή ηλικία και έχει λάβει πολλές διακρίσεις. Τέλος, φέρει έντονο ενδιαφέρον για τον εθελοντισμό και την παρακολούθηση συνεδρίων και σεμιναρίων σε ζητήματα που άπτονται των διεθνών οικονομικών, της διεθνούς ασφάλειας και των διαπραγματεύσεων.