17.1 C
Athens
Παρασκευή, 22 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΙστορίαΠολιορκία και μάχη του Δορύστολου, 971 μ.Χ.: Οι Ρώσοι εκδιώκονται πέραν του...

Πολιορκία και μάχη του Δορύστολου, 971 μ.Χ.: Οι Ρώσοι εκδιώκονται πέραν του Δούναβη


Του Νίκου Μελιτσιώτη,

Το επόμενο έτος μετά τη μάχη της Αρκαδιούπολης, ο αυτοκράτορας Ιωάννης Τσιμισκής διέταξε τη μεταφορά δυνάμεων από τη Δύση στην Ανατολή προκειμένου να εκπαιδευτούν και να διαχειμάσουν εκεί, όντας έτσι έτοιμοι την επόμενη άνοιξη να εκστρατεύσουν εναντίον των Ρως. Την άνοιξη λοιπόν του 971 μ.Χ., μπροστά στην πόλη του Δορύστολου, ο αυτοκράτορας αναμετρήθηκε με τον Ρώσο ηγεμόνα με στόχο την εκδίωξή του πέρα από τον Δούναβη.

Μετά την επικράτηση των Βυζαντινών στην Αρκαδιούπολη, ο Ιωάννης Τσιμισκής συγκέντρωσε δυνάμεις από τα θέματα της Ανατολής, της Μακεδονίας και της Θράκης, καθώς οι δυνάμεις που είχε στη μάχη της Αρκαδιούπολης δεν επαρκούσαν για μια αποφασιστική εκστρατεία. Βέβαια, ο χειμώνας του 970 μ.Χ. επιφύλασσε εσωτερικές αναταραχές, καθώς ο Βάρδας Φωκάς, συγγενής του δολοφονημένου από τον Ιωάννη αυτοκράτορα Νικηφόρου Β΄ Φωκά, ανακηρύχτηκε αυτοκράτορας και ξεκίνησε να συγκεντρώνει στρατό και συμμάχους προκειμένου να εκδιώξει τον αυτοκράτορα και να επιστρέψει την εξουσία στην οικογένεια των Φωκάδων. Ο Ιωάννης, δρώντας αστραπιαία, συνέλαβε και τιμώρησε όλους όσους συμπαρατάχθηκαν με αυτόν, ανάμεσά τους τον πατέρα και τον αδελφό του στασιαστή, τους οποίους τύφλωσε και εξόρισε. Παράλληλα απέστειλε τον ικανότατο στρατηγό του, Βάρδα Σκληρό, να τον αντιμετωπίσει, δίνοντάς του διαταγή να εξαντλήσει πρώτα τα διπλωματικά μέσα, αποφεύγοντας την αιματοχυσία. Όταν οι διαπραγματεύσεις ναυάγησαν, ο Βάρδας Σκληρός κατεδίωξε τον αντίπαλό του, φροντίζοντας να αποσκιρτήσουν αρκετοί από τις δυνάμεις του Φωκά. Ο τελευταίος, αφού οχυρώθηκε με 300 άνδρες σε ένα φρούριο με αρκετές προμήθειες, πολιορκήθηκε από τον Σκληρό και εντέλει παραδόθηκε, αφού έλαβε διαβεβαιώσεις για την ασφάλεια του ιδίου και της οικογένειάς του.

Χρυσό νόμισμα με τον Ιωάννη Τσιμισκή

Μετά την επιστροφή του Βάρδα Σκληρού στη Θράκη, όπου θα προετοιμαζόταν για την εκστρατεία κατά των Ρώσων, ο αυτοκράτορας ξεκίνησε τις προπαρασκευαστικές ενέργειες. Κατασκεύασε, επισκεύασε και εξόπλισε πλοία, δρόμωνες και χελάνδια με σίφωνες υγρού πυρός, συγκέντρωσε προμήθειες στην Αδριανούπολη, ενώ εξασφάλισε τον απαραίτητο οπλισμό προκειμένου να μην λείψει στους στρατιώτες του το παραμικρό.

Με την άφιξη της άνοιξης του 971 μ.Χ., ο αυτοκράτορας ξεκίνησε από την Κωνσταντινούπολη με κατεύθυνση την Αδριανούπολη, ενώ ο στόλος διετάχθη να αποκλείσει τον Δούναβη, αποτρέποντας το ενδεχόμενο διαφυγής του εχθρού. Μόλις έφτασε στη Ραιδεστό, ο Ιωάννης δέχτηκε δύο Ρώσους πρεσβευτές, οι οποίοι είχαν σταλεί προκειμένου να κατασκοπεύσουν τον στρατό των Βυζαντινών. Ο Ιωάννης, έχοντας πίστη στις δυνάμεις του, έδειξε το στρατόπεδό του σε αυτούς, ενημερώνοντάς τους για το μέγεθος των δυνάμεών του. Μόλις έφτασε στην Αδριανούπολη, χώρισε το στράτευμά του σε τρία μέρη. Ως εμπροσθοφυλακή έστειλε το σώμα θωρακισμένου ιππικού των Αθανάτων, ο ίδιος ακολούθησε με επίλεκτα σώματα πεζών και ιππέων, ενώ πιο πίσω έμεινε ο Βασίλειος Λεκαπηνός με τον κύριο όγκο του στρατού και τις πολιορκητικές μηχανές.

Φθάνοντας έξω από τα τείχη της Πρεσλάβας, πρωτεύουσας του καταβληθέντος βουλγαρικού κράτους, ο Ιωάννης επιτέθηκε στον στρατό των Ρως, οι οποίοι είχαν παραταχθεί εκτός των τειχών. Παρά τη μαχητική ικανότητα των αντιπάλων τους, το βαρύ ιππικό των Βυζαντινών τους κατατρόπωσε, αναγκάζοντάς τους να υποχωρήσουν εντός των τειχών. Οι Ρώσοι, με αρχηγό τον Σφάγγελο, υψηλόβαθμο αξιωματούχο του ηγεμόνα Σβιατοσλάβου, είχαν υψηλό ηθικό και αμύνονταν σθεναρά στις επιθέσεις των πολιορκητών. Σύντομα όμως η άμυνα κατέρρευσε, καθώς οι Βυζαντινοί έστησαν κλίμακες και κατάφεραν να ανέλθουν στα τείχη, ενώ σύντομα άνοιξαν και τις πύλες της πόλης, με τον στρατό να εισέρχεται μαινόμενος στην πόλη. Όσοι από τους αμυνόμενους γλίτωσαν οχυρώθηκαν στην αυλή των βουλγαρικών ανακτόρων, απ’ όπου όμως εξαναγκάστηκαν σε έξοδο, κατόπιν πυρκαγιάς που προκλήθηκε απ’ τους επιτιθέμενους. Ο Ιωάννης, μετά την είσοδό του στην πόλη, δέχτηκε την παράδοση του εκπεσόντος βασιλιά των Βουλγάρων, Βορίση, τον οποίο υποδέχτηκε με τιμές, λέγοντας πως είχε έρθει για να ελευθερώσει το κράτος τους και να διώξει τους Ρως. Με αυτή τη δήλωση προκάλεσε αναταραχή στις τάξεις των Ρως, από τις οποίες λιποτάκτησαν τις επόμενες μέρες πολλοί Βούλγαροι στρατιώτες.

Μετά την κατάληψη της Πρεσλάβας στις 13 Απριλίου 971 μ.Χ., ανήμερα του Πάσχα, και αφού την μετονόμασε σε Ιωαννούπολη και την οχύρωσε, κατευθύνθηκε προς το βασικό λιμάνι του Δούναβη, τον Δορύστολο, στο οποίο βρισκόταν οχυρωμένος ο Σβιατοσλάβος, ενώ εκεί είχε καταφύγει και ο Σφάγγελος. Την επομένη της γιορτής του Αγίου Γεωργίου, ο Ιωάννης έφτασε έξω από τον Δορύστολο, όπου τον περίμεναν οι ρωσικές δυνάμεις, παραταγμένες σε ένα συμπαγές μέτωπο, δημιουργώντας ένα τείχος με τις ανδρομήκεις ασπίδες τους. Ο αυτοκράτορας παρέταξε το βαρύ πεζικό του σε μέτωπο ίσο με αυτό του αντιπάλου του, τοποθέτησε το σιδηρόφρακτο ιππικό στο δεξιό και αριστερό κέρας της παράταξης, ενώ οι ψιλοί και οι τοξότες έλαβαν θέση πίσω από το πεζικό, με εντολή να σφυροκοπούν αδιάκοπα τους αντιπάλους τους. Οι δυνάμεις των Ρως αριθμούσαν περίπου 60.000, ενώ ο στρατός των Βυζαντινών αποτελείτο από 30.000 άνδρες.

Η πρώτη επίθεση, την οποία εξαπέλυσαν οι Ρώσοι, απέδειξε την ισότητα των αντίπαλων μονάδων πεζικού. Τόσο οι Ρως όσο και οι Βυζαντινοί κρατούσαν το μέτωπο σταθερό, χωρίς κάποιο σημάδι υποχώρησης. Στο διάστημα που οι δυνάμεις των δύο πλευρών αποσύρθηκαν για να ανασυνταχθούν, ο αυτοκράτορας έδωσε εντολή να προελάσει το ιππικό σε στήριξη του πεζικού. Έτσι, στην επανέναρξη της μάχης, οι κατάφρακτοι ιππείς έδωσαν το πλεονέκτημα στις αυτοκρατορικές δυνάμεις, καθώς διέσπασαν τις γραμμές των Ρως, αναγκάζοντάς τους να υποχωρήσουν εντός της οχυρωμένης πόλης. Μετά από αυτή τη νίκη, δόθηκε εντολή να κατασκευαστεί γύρω από το στρατόπεδο των βυζαντινών μια τάφρος, της οποίας το χώμα θα ορθωθεί γύρω της και στο οποίο θα τοποθετηθούν ασπίδες και δόρατα προκειμένου να δημιουργηθεί ένα τείχισμα.

Οι επιθέσεις το επόμενο διάστημα είχαν τον ίδιο χαρακτήρα, με το πεζικό των βυζαντινών να συγκρατεί την ορμή των Ρως και το αποφασιστικό χτύπημα να δίνεται από το βαρύ βυζαντινό πεζικό. Αξίζει να σημειωθεί πως μια απόπειρα των Ρως να επιτεθούν έφιπποι στους Βυζαντινούς κατέληξε σε πανωλεθρία για τους πρώτους, καθώς η εμπειρία τους ήταν μηδαμινή. Βέβαια, η θέση των πολιορκημένων επιδεινώθηκε, μόλις έφτασε στον Δούναβη ο στόλος των πολιορκητών, ο οποίος απέκοψε τον ανεφοδιασμό, καθώς και οι πολιορκητικές μηχανές, οι οποίες σφυροκοπούσαν τα τείχη. Μια προσπάθεια των Ρως να πυρπολήσουν τις πολιορκητικές μηχανές απέτυχε, αν και κατάφεραν να σκοτώσουν τον διοικητή. Επίσης, στερούμενοι προμηθειών και τροφών, αποφάσισαν την έξοδο μιας ομάδας 2.000 ανδρών πάνω σε πλοιάρια με στόχο να διασχίσουν τον Δούναβη και να προμηθευτούν τα απαραίτητα από τις γύρω περιοχές. Παρά τη διαρκή επαγρύπνηση των βυζαντινών πλοίων, τα κατάφεραν, εξοργίζοντας τον αυτοκράτορα.

Στις 24 Ιουλίου, μετά από πολυήμερη πολιορκία, οι Ρως εξήλθαν με όλες τους τις δυνάμεις στο πεδίο, αποφασισμένοι να δώσουν την τελική μάχη. Αυτή τη φορά παρατάχθηκαν πιο κοντά στα τείχη σε μικρότερο μέτωπο, καθώς στο σημείο εκείνο καλύπτονταν από τη μία πλευρά από τις απότομες όχθες του Δούναβη και από την άλλη από ένα δάσος. Επίσης, τοποθέτησαν εκατέρωθεν του κέντρου τους τοξότες τους ως αντίβαρο στις φονικές επελάσεις του ιππικού. Αντίθετα, οι Βυζαντινοί κράτησαν τον ίδιο σχηματισμό, με τους πεζούς να παρατάσσονται στο κέντρο στο ίδιο μήκος μετώπου, τους τοξότες να τους καλύπτουν στην πίσω γραμμή και το ιππικό στις πλάγιες πτέρυγες.

Την επίθεση ξεκίνησαν για άλλη μια φορά οι Ρως, με τον ίδιο τον Σβιατοσλάβο να ηγείται του στρατού του. Η στενότερη τοποθεσία σε συνδυασμό με τις πυκνές βολές των τοξοτών περιόρισαν την αποτελεσματικότητα των Βυζαντινών ιππέων, ενώ το πεζικό των Ρως σταδιακά υπερτερούσε των αντιπάλων του. Βλέποντας την έκβαση της μάχης, ο Ιωάννης διέταξε υποχώρηση σε έδαφος που θα ευνοούσε ελιγμούς. Η εντολή του εκτελέστηκε με υποδειγματική τάξη, όμως οι Ρως εξακολουθούσαν να κερδίζουν έδαφος.

Τότε ο αυτοκράτορας αποφάσισε να εισέλθει στη μάχη, ακολουθούμενος από την αυτοκρατορική φρουρά, την οποία είχε κρατήσει ως εφεδρεία. Στο σημείο αυτό της μάχης ξέσπασε μια δυνατή ανεμοθύελλα, η οποία είχε κατεύθυνση προς τους Ρως, τυφλώνοντάς τους για ένα διάστημα. Επίσης, αναφέρεται πως οι στρατιώτες είδαν έναν άνδρα με λευκό άλογο να ηγείται της επίθεσης, εικάζοντας πως ήταν ο προστάτης του αυτοκράτορα, Άγιος Θεόδωρος. Πιθανότατα ήταν ο ίδιος ο αυτοκράτορας, ο οποίος προήλασε στην κεφαλή της εφεδρείας, εμψυχώνοντας την κρίσιμη στιγμή τους άνδρες του. Παράλληλα, ο ικανότατος Βάρδας Σκληρός πραγματοποίησε έναν κυκλωτικό ελιγμό από την μια πλευρά, πλήττοντας τις δυνάμεις των Ρως από τα μετόπισθεν. Αυτές οι δύο κινήσεις έτρεψαν τους Ρως σε φυγή, εξαναγκάζοντάς τους σε δεινή ήττα. Οι απώλειές τους ανήλθαν σε 15.000, με τους Βυζαντινούς να μετρούν 350 νεκρούς αλλά πολλούς τραυματίες. Ως λάφυρα περιήλθαν στα χέρια των Βυζαντινών 10.000 ασπίδες και αμέτρητα σπαθιά.

Σβιατοσλάβος

Μετά από αυτή την ήττα, η παράδοση για τον Σβιατοσλάβο ήταν μονόδρομος. Έτσι, παρά το γεγονός ότι είχε πρόσφατα απορρίψει μια πρόταση για ειρήνη από τον Ιωάννη Τσιμισκή, επανήλθε ο ίδιος. Ο αυτοκράτορας δέχτηκε την ειρηνική απομάκρυνση των Ρως από τον Δορύστολο μέσω του Δούναβη, με την παράδοση της πόλης και των αιχμαλώτων, ενώ χορήγησε μια ποσότητα σιταριού για τον κάθε άνδρα, συμφωνώντας παράλληλα να συνεχίσουν τις εμπορικές συναλλαγές, μόλις ο Σβιατοσλάβος επιστρέψει. Βέβαια, αυτό δεν έγινε ποτέ, καθώς εξοντώθηκε μαζί με την πλειοψηφία των ανδρών που του απέμειναν από ενέδρα που είχαν στήσει οι πρώην σύμμαχοί τους, Πετσενέγκοι.

Αντίθετα, ο αυτοκράτορας γύρισε στην Κωνσταντινούπολη εν μέσω τιμών και επευφημιών, ενώ γιόρτασε τη νικηφόρο εκστρατεία του με μια θριαμβική πομπή. Δικαίως, καθώς μέσα σε μόλις 4 μήνες κατάφερε να κατατροπώσει έναν από τους φοβερότερους εχθρούς που είχε γνωρίσει η αυτοκρατορία.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  • Stephenson P. (2000) Byzantium’s Balkan Frontier: A Political Study of the Northern Balkans, 900–1204. New York: Cambridge University Press.
  • National Geographic (2010) (Επιμ. Μαρία Αλεξίου) Κ. Παπαρηγόπουλου Ιστορία του Ελληνικού Έθνους τ.13 867–976. Αθήνα: Εκδόσεις 4π
  • Σταυρίδου Ζ. Α. «Η χρυσή εποποιία των ευκλεών στραταρχών αυτοκρατόρων» σε Συλλογικό έργο (s.d.) Ιστορία των Ελλήνων τ.7 Βυζαντινός Ελληνισμός Μεσοβυζαντινοί Χρόνοι Αθήνα: Εκδ. Δομή
  • Haldon J. (2013) The Byzantine Wars. UK: The History Press

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Νίκος Μελιτσιώτης, Σύμβουλος Έκδοσης
Νίκος Μελιτσιώτης, Σύμβουλος Έκδοσης
Γεννήθηκε το 1997 στην Καλαμάτα και είναι επί πτυχίω φοιτητής στο τμήμα Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Διαχείρισης Πολιτισμικών Αγαθών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου. Συμμετείχε σε αρχαιολογικά και ιστορικά συνέδρια και ημερίδες ως εισηγητής και εθελοντής. Είναι ένθερμος μελετητής της Βυζαντινής Ιστορίας. Ασχολείται με τον παραδοσιακό χορό και τη συλλογή και μελέτη νομισμάτων.