Της Ερωφίλης Σμυρνιωτάκη,
Η Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (ή Κονγκό-Κινσάσα ή Κονγκό) είναι χώρα της Κεντρικής Αφρικής και συνορεύει με άλλα 9 κράτη: την Αγκόλα, τη Ζάμπια, την Κεντροαφρικανική Δημοκρατία, τη Δημοκρατία του Κονγκό (που δεν πρέπει να συγχέεται με τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό), το Νότιο Σουδάν, τη Ρουάντα, το Μπουρούντι, την Τανζανία και την Ουγκάντα. Είναι το μεγαλύτερο κράτος της υποσαχάριας Αφρικής, το μεγαλύτερο μέρος της καλύπτεται από τροπικό δάσος, το δεύτερο μεγαλύτερο στον κόσμο μετά τον Αμαζόνιο, και το ανατολικό τμήμα της χώρας είναι ορεινό. Διαθέτει μικρή ακτογραμμή στον Ατλαντικό. Το Κονγκό έχει 90,5 εκατομμύρια πληθυσμό σύμφωνα με τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών και είναι μέλος, μεταξύ άλλων, της Αφρικανικής ένωσης, της Αφρικανικής Τράπεζας Ανάπτυξης, των G24 και G77, του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας και του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου. Το επίσημο νόμισμα της χώρας είναι το κονγκολέζικο φράγκο και εκδίδεται από την Κεντρική Τράπεζα του Κονγκό. Η Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό συχνά λέγεται πως είναι η πλουσιότερη χώρα του κόσμου σε φυσικούς πόρους, με τα αποθέματά της να εκτιμάται πως αξίζουν 24 τρισεκατομμύρια δολάρια, ωστόσο η πολιτική αστάθεια, η έλλειψη υποδομών, η διαφθορά και αιώνες εκμετάλλευσης των πόρων χωρίς ουσιαστική ανάπτυξη συνεχίζουν να τη σαμποτάρουν.
Η επίσημη γλώσσα της χώρας είναι τα γαλλικά, ωστόσο αναγνωρισμένες γλώσσες είναι και τα Lingala, Kikongo, Swahili και Luba-Kasai. Από την δεκαετία του 1870, οι Βέλγοι άρχισαν να εξερευνούν το Κονγκό ενώ, το 1885, ο βασιλιάς Λεοπόλδος Β΄ του Βελγίου το μετέτρεψε σε ιδιόκτητη έκταση και απέκτησε τα δικαιώματά του. Το 1908 το βελγικό κοινοβούλιο υπερψήφισε την προσάρτηση του Κονγκό ως βελγική αποικία. Ενεπλάκη και στους δύο παγκόσμιους πολέμους ενώ, μέχρι το 1960, όταν και ανεξαρτητοποιήθηκε, είχε γίνει η 2η πιο εκβιομηχανισμένη χώρα της Αφρικής. Αμέσως μετά την ανεξαρτητοποίησή του και μέχρι το 1965, ακολούθησε μία περίοδος πολιτικής αναστάτωσης και συγκρούσεων. Μια σειρά εμφυλίων πολέμων, που επηρεάστηκε και από τους πρωταγωνιστές του Ψυχρού Πολέμου, τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής και τη Σοβιετική Ένωση, που υποστήριζαν αντίπαλες φυλές, οδήγησαν στον θάνατο 100.000 ανθρώπων. Το 1965 ο Mobutu Sese Seko ανέλαβε τη διοίκηση της χώρας μέσω πραξικοπήματος και το 1971 άλλαξε το όνομά της σε Ζαΐρ. Η δικτατορική του κυβέρνηση, που υποστηρίχθηκε σε σημαντικό βαθμό από τις Η.Π.Α. ως αντικομμουνιστικό μέτωπο, ήρθε στο τέλος της το 1996 με την εισβολή επαναστατών, με την υποστήριξη της Ρουάντα, στη χώρα, που εξελίχθηκε στον Πρώτο Πόλεμο του Κονγκό. Νέος πρόεδρος της χώρας ήταν ο Laurent-Désiré Kabila, όμως η θητεία του διακόπηκε γρήγορα από τον Δεύτερο Πόλεμο του Κονγκό το 1998 και τη δολοφονία του, το 2001. Ο πόλεμος επισήμως σταμάτησε το 2003, ωστόσο συνεχίστηκαν οι συγκρούσεις σε διάφορες περιοχές, ειδικά στα ανατολικά της χώρας. Μέσα σε μία δεκαετία, ως το 2008, οι συγκρούσεις αυτές είχαν ως αποτέλεσμα 5,4 εκατομμύρια θανάτους. Ο πόλεμος άφησε επίσης πίσω μία εκτενή ανθρωπιστική κρίση, 2 εκατομμύρια πρόσφυγες και τοπικές συγκρούσεις που παραμένουν ενεργές μέχρι και σήμερα.
Αυτή τη στιγμή, το πολίτευμα της χώρας είναι η προεδρική δημοκρατία και το 2006 έγιναν οι πρώτες πολυκομματικές εκλογές στη χώρα μετά το 1960. Πρόεδρος εξελέγη ο γιος του Laurent Kabila, Joseph, που είχε αναλάβει ήδη ως πρόεδρος μετά τον φόνο του πατέρα του, και παρέμεινε στην εξουσία μέχρι και το 2018. Από το 2019, πρόεδρος της χώρας είναι ο Félix Tshisekedi, με την πρώτη δημοκρατική μετάβαση εξουσίας μετά από δεκαετίες, υποσχόμενος να επαναφέρει την ειρήνη και την ασφάλεια στο σύνολο της χώρας. Το αποτέλεσμα των εκλογών αμφισβητήθηκε από τους πολιτικούς του αντιπάλους, αλλά και την Καθολική εκκλησία, ενώ οι εκλογές καθυστέρησαν να διεξαχθούν σε ορισμένες περιοχές, με πρόφαση εξελισσόμενη στρατιωτική σύγκρουση και υγειονομικό κίνδυνο, γεγονός που κατακρίθηκε, καθώς οι περιοχές αυτές είναι προπύργια της αντιπολίτευσης.
Κάτι που πρέπει να παραμένει στο μυαλό μας, όσο αναλύουμε την οικονομία της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό, είναι ότι πρόκειται για μία χώρα, όπου η διαφθορά και η παραοικονομία είναι ισχυρά παγιωμένες, γεγονός που επηρεάζει διάφορους οικονομικούς δείκτες της χώρας. Συγκεκριμένα για τον τομέα της διαφθοράς, αξίζει να αναφερθεί ότι το transparency.org αξιολογεί τη χώρα με 18/100, με το 0/100 να σημαίνει το μέγιστο επίπεδο διαφθοράς, ενώ το 79% των πολιτών πίστευε το 2019 πως όλα τα μέλη του κοινοβουλίου εμπλέκονται σε σκάνδαλα διαφθοράς.
Το ΑΕΠ του Κονγκό είχε, κυρίως, πτωτική τάση τη δεκαετία του 1990 εξαιτίας της μακροχρόνιας οικονομικής δυσλειτουργίας, της αποτυχίας του να αποπληρώσει τα δάνειά του προς το Βέλγιο και των 2 πολέμων που έλαβαν χώρα σε αυτό. Ομοίως, και οι πτώσεις μετά το 2000 συμπίπτουν με περιόδους πολιτικών αναταραχών και ενόπλων συγκρούσεων, αλλά και με διακυμάνσεις στις τιμές μεταλλευτικών προϊόντων. Η οικονομία του Κονγκό είναι εξαρτημένη σε μεγάλο βαθμό από τα μεταλλεύματα, έναν τομέα με ιδιαίτερα ασταθείς τιμές, γεγονός που αντικατοπτρίζεται στους οικονομικούς της δείκτες. Γενικότερα, όμως, παρατηρείται μία ανοδική τάση που ξεκίνησε ουσιαστικά με την αποχώρηση των ξένων δυνάμεων από τη χώρα, μετά το 2002, και τις κυβερνητικές μεταρρυθμίσεις του προέδρου Kabila που ενισχύθηκαν και με τη βοήθεια του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και της Παγκόσμιας Τράπεζας, που με αποστολές τους προσπάθησαν να αποκτήσει το Κονγκό ένα συνεπές οικονομικό πρόγραμμα. Ωστόσο, η πρόοδος στις οικονομικές μεταρρυθμίσεις παραμένει αργή εξαιτίας της διαφθοράς, της γραφειοκρατικής αναποτελεσματικότητας, της πολιτικής αστάθειας και της έλλειψης ανταγωνιστικότητας.
Το Κονγκό είχε ρυθμό ανάπτυξης 4,4% για το 2019, σύμφωνα με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, ενώ εκτιμάται, όπως είναι λογικό, με βάση τις τρέχουσες οικονομικές συνθήκες παγκοσμίως, να έχει αρνητικό ρυθμό ανάπτυξης για το 2020, περίπου στο -2,2%. Ο μεταλλευτικός τομέας ενίσχυσε τη δημοσιονομική κατάσταση και την ανάπτυξη μέχρι και το 2015, όμως οι χαμηλές τιμές οδήγησαν σε χαμηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης, υποβάθμιση του εθνικού νομίσματος, άνοδο του πληθωρισμού και αύξηση του κρατικού ελλείμματος. Η τιμή του χαλκού, που αποτελεί κύριο εξαγωγικό προϊόν του κράτους, κατακρημνίστηκε το 2015 και παρέμεινε σε πολύ χαμηλά επίπεδα μέχρι και το 2017, με επιπτώσεις στα κυβερνητικά έσοδα και τα αποθέματα ξένου συναλλάγματος, με τον πληθωρισμό να φτάνει το 50% στα μέσα του 2017. Ευτυχώς, ο πληθωρισμός, με την άσκηση κατάλληλων νομισματικών πολιτικών, επανήλθε σε χαμηλά επίπεδα ως το 2019.
Ένα πολύ σημαντικό μέρος του πληθυσμού της χώρας (73% το 2018, σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα) ζει κάτω από το όριο της φτώχειας, με λιγότερα από 2 δολάρια την ημέρα, περίπου το 40% των παιδιών στη χώρα εργάζεται, ενώ η χώρα δεν κατάφερε να πετύχει κανένα από τα Millennium Development Goals. Παράλληλα, το 2019, το ποσοστό ανεργίας στη χώρα ήταν 4,3%. Η ανάπτυξη στη χώρα είναι ανομοιογενής, με τις βόρειες και ανατολικές περιφέρειες να βρίσκονται σε σταθερά δυσχερέστερη θέση εξαιτίας της επιδημίας του ιού Ebola στην περιοχή και των ένοπλων συγκρούσεων. Για το 2019, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ δεν ξεπερνούσε τα $510 αμερικανικά δολάρια, ενώ, το ίδιο έτος, στον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης το κατά κεφαλήν ΑΕΠ ήταν $46.691. Στο παρακάτω διάγραμμα, βλέπουμε το κατά κεφαλήν ΑΕΠ του Κονγκό σε σύγκριση με το κατά κεφαλήν ΑΕΠ του συνόλου των χωρών του ΟΟΣΑ, στο οποίο είναι ολοφάνερη η απόκλιση μεταξύ των δύο.
Η βιομηχανία είναι η κινητήριος δύναμη του Κονγκό. Αποτελούσε το 46% του ΑΕΠ της για το 2018, ενώ ο τομέας των ορυκτών είναι ο σημαντικότερος οικονομικά για τη χώρα, καθώς απέφερε το 90% των εσόδων από τις εξαγωγές. Το Κονγκό είναι ο μεγαλύτερος παραγωγός κοβαλτίου παγκοσμίως και ένας από τους μεγαλύτερους παραγωγούς χαλκού και διαμαντιών. Διαθέτει το 70% των παγκοσμίων αποθεμάτων κολτανίου και το 30% των παγκοσμίων αποθεμάτων διαμαντιών. Σημαντικός για την οικονομία είναι, επίσης, και ο πετρελαϊκός τομέας, που αποτελεί περίπου το 16% των εξαγωγών. Αντίστοιχα, ο πρωτογενής τομέας αποτελεί περίπου το 20% του ΑΕΠ, ενώ ο τομέας των υπηρεσιών αποτελεί το 34%, με κορυφαίο υπο-τομέα το εμπόριο. Όπως έχει ήδη αναφερθεί, ενδέχεται τα ποσοστά αυτά να διαφέρουν σημαντικά, καθώς η παραοικονομία ανθίζει στη χώρα, ιδιαίτερα στον τομέα των μεταλλευμάτων.
Ο πλούτος από τους ορυκτούς πόρους της χώρας συγκεντρώνεται σε λίγα χέρια. Το μεγαλύτερο μέρος των πόρων ελέγχεται από τοπικούς πολέμαρχους και παραστρατιωτικές ομάδες, που χρηματοδοτούνται από τις παράνομες εξαγωγές. Συγκεκριμένα, το λαθρεμπόριο κολτανίου και κασσιτερίτη στα ανατολικά διαιωνίζει τις ένοπλες συρράξεις στα ανατολικά της χώρας, με στόχο τον έλεγχο των αποθεμάτων. Υπάρχουν, επίσης, αρκετά ορυχεία που λειτουργούν με πολλούς ανεξάρτητους εργάτες, που εργάζονται με εργαλεία χειρός, σε ανεπίσημο και εποχιακό επίπεδο, ενώ σημειώνονται σε αυτά υψηλά ποσοστά παιδικής εργασίας και τραυματισμών, καθώς, επίσης, συνδέεται με πλήθος ασθενειών, ειδικότερα στις γυναίκες και τα παιδιά. Η εργασία στα ορυχεία συνδέεται, επίσης, με την έλλειψη τροφίμων στη χώρα, με τη μετάβαση εργατών από τη γεωργία στις εξορυκτικές εργασίες, και τη διαιώνιση κοινωνικών ζητημάτων, όπως η σκλαβιά, καθώς αρκετοί εργάτες οδηγούνται σε αυτήν από παραστρατιωτικές επαναστατικές ομάδες ή από τους εργοδότες τους για να αποπληρώσουν τα χρέη τους, καθώς και τον βιασμό και τη σεξουαλική εκμετάλλευση γυναικών και παιδιών, με ταυτόχρονη συνέπεια την περαιτέρω εξάπλωση του HIV στη χώρα. Παράλληλα, ο τομέας αυτός μαστίζεται από ένα ασταθές νομικό πλαίσιο και την κυβερνητική διαφθορά, έλλειψη διαφάνειας στην άσκηση πολιτικών, αλλά και την αδύναμη εφαρμογή του νομοθετικού πλαισίου για τα ωράρια, τους μισθούς, τις ηλικίες των εργατών κ.λπ..
Είναι σαφές πως το Κονγκό είναι μια χώρα που ασθενεί, με την οικονομική δυσλειτουργία και την κακή διαχείριση, σε συνδυασμό με τις ασταμάτητες ένοπλες διαμάχες στο εσωτερικό, να έχουν φτάσει μία χώρα πάμπλουτη σε φυσικούς πόρους να είναι μία από τις φτωχότερες χώρες του κόσμου. Σίγουρα, η αποικιοκρατία είχε ένα μερίδιο ευθύνης, ωστόσο οι μετέπειτα κυβερνήσεις απέτυχαν να φροντίσουν για την ευημερία των πολιτών του κράτους, με την κατασπατάληση του δημόσιου χρήματος και τη διαφθορά να μετατρέπουν το Κονγκό σε ένα καθεστώς κλεπτοκρατίας. Ιδανικά, μετά την αλλαγή κυβέρνησης, θα μπορούσε κανείς να ελπίζει σε δομικές αλλαγές, στα πλαίσια των δυνατοτήτων της, που θα βελτίωναν την κατάσταση της χώρας, όπως αύξηση της διαφάνειας και αυστηρά μέτρα κατά της διαφθοράς, βελτίωση στη διαχείριση του, μικρού ομολογουμένως σε σχέση με τον πληθυσμό, κρατικού προϋπολογισμού, επενδύσεις στις υποδομές και σε κοινωνικές παροχές και διατήρηση ενός υψηλού ρυθμού ανάπτυξης, ωστόσο, είναι τουλάχιστον αισιόδοξο σενάριο το να καταφέρει η χώρα να σπάσει μία «παράδοση» δεκαετιών στο άμεσο μέλλον.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- United Nations Conference on Trade and Development Statistics. Διαθέσιμο εδώ
- Data Commons. Congo [DRC] Economics. Διαθέσιμο εδώ
- Societe Generale. 2020. Country Risk Of The Democratic Republic Of Congo: Economy. Διαθέσιμο εδώ
- Transparency.org. 2020. CPI 2019: Sub-Saharan Africa. Διαθέσιμο εδώ
- African Development Bank Group. Democratic Republic Of Congo Economic Outlook. Διαθέσιμο εδώ
- International Monetary Fund. 2014. Democratic Republic of the Congo 2014 Article IV consultation—staff report; press release; and statement by the executive director for the Democratic Republic of the Congo. Διαθέσιμο εδώ
- Worldometers.info. DR Congo Population (2020). Διαθέσιμο εδώ
- BBC News. 2013. DR Congo: Cursed By Its Natural Wealth. Διαθέσιμο εδώ
- International Monetary Fund. 2020. Report for Selected Countries And Subjects: October 2020. Διαθέσιμο εδώ
- Coface for Trade. 2020. The Democratic Republic Of The Congo / Economic Studies. Διαθέσιμο εδώ