Της Αννίτας Ελισσαίου,
Στις 8 Νοεμβρίου είναι προγραμματισμένες να πραγματοποιηθούν οι γενικές εκλογές στη Μυανμάρ, στη διάρκεια των οποίων σχεδόν 100 κόμματα διεκδικούν 1.171 θέσεις σε εθνικό, κρατικό και περιφερειακό επίπεδο. Πρόκειται για τη δεύτερη φορά που διεξάγονται ελεύθερες εκλογές μετά τη λήξη της στρατιωτικής κυριαρχίας το 2011. Οι τελευταίες εκλογές, το 2015, ανέδειξαν νικήτρια την Aung San Suu Kyi, αρχηγό του κόμματος “National League for Democracy” (NLD), που διεκδικεί αυτήν τη φορά την ανανέωση της θητείας της. Οι πρώτες δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι η Suu Kyi και το NLD έχουν εξασφαλίσει την επανεκλογή τους. Ωστόσο, ο δημοκρατικός χαρακτήρας των εκλογών τίθεται υπό αμφισβήτηση.
Οι εκλογές του Νοεμβρίου εγείρουν ανησυχίες για τον κίνδυνο στη δημόσια υγεία, εν μέσω του δεύτερου κύματος της πανδημίας COVID-19. Η χώρα μετράει χιλιάδες κρούσματα, ενώ το σύστημα υγείας βρίσκεται στα όριά του, με ειδικούς να προειδοποιούν ότι οι εκλογές ενδέχεται να προκαλέσουν έξαρση της υγειονομικής κρίσης. Παρά τις συμβουλές των ειδικών και την προτροπή αντίπαλων κομμάτων για αναβολή των εκλογών και μεταφορά τους σε αργότερη ημερομηνία, η κυβέρνηση αρνείται μέχρι και να εξετάσει το ενδεχόμενο. Επικαλούμενοι το σύνταγμα του 2008, το οποίο προβλέπει νέα κυβέρνηση μέχρι τον Φεβρουάριο το 2021, αντιπρόσωποι του NLD ισχυρίζονται ότι μια καθυστέρηση των εκλογών θα προκαλέσει σοβαρά προβλήματα, ακόμα και πολιτική ή συνταγματική κρίση. Μεταξύ της δημόσιας υγείας και της νίκης στις εκλογές, η κυβέρνηση φαίνεται να επιλέγει το δεύτερο, με την ίδια την Suu Kyi να δηλώνει ότι προέχουν οι εκλογές για τη διατήρηση της πολιτικής σταθερότητας.
Η εκλογική επιτροπή, υπεύθυνη για την παρακολούθηση και ασφαλή διεξαγωγή των εκλογών, Union Election Commission (UEC), δηλώνει ότι θα ληφθούν όλα τα απαραίτητα μέτρα προσωπικής προστασίας στα εκλογικά κέντρα, προκειμένου να αποφευχθεί η διασπορά του ιού. Ένα ακόμη μέτρο είναι οι αυστηροί περιορισμοί σε προεκλογικές καμπάνιες και η απαγόρευση συγκεντρώσεων, γεγονός που δυσαρέστησε ιδιαίτερα τα κόμματα της αντιπολίτευσης. Το συγκεκριμένο μέτρο φαίνεται να πλήττει δυσανάλογα τα αντίπαλα κόμματα του NLD, απαγορεύοντας πρακτικά τη διεξαγωγή του προεκλογικού τους αγώνα, όπως αυτά τον είχαν σχεδιάσει. Ως αποτέλεσμα, τα μικρότερα κόμματα, και ιδιαίτερα αυτά των εθνικών μειονοτήτων, στερούνται επαρκούς αντιπροσώπευσης. Οι πιθανότητές τους να αναδειχθούν στην πολιτική σκηνή της χώρας μειώνονται.
Παράλληλα, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης της χώρας έχουν υποστεί σοβαρή λογοκρισία για κάθε επικριτικό, προς την κυβέρνηση, ρεπορτάζ. Είτε πρόκειται για τα μέτρα εναντίον της πανδημίας είτε για τις συνθήκες ζωής των μειονοτικών ομάδων, οποιαδήποτε κριτική προς το NLD φαίνεται να αντιμετωπίζεται με ποινές και κατηγορίες για διασπορά “fake news”, ενώ έχουν αναφερθεί διώξεις ανεξάρτητων σταθμών και μέσων και συλλήψεις δημοσιογράφων και ακτιβιστών. Σε ό,τι αφορά την παρουσία και δράση των εκλογικών παρατηρητών, η UEC αρχικά τους απαγόρευσε την πρόσβαση στις εκλογικές λίστες, δίχως να δώσει εξήγηση. Αργότερα, όταν τους επιτράπηκε να εξετάσουν τα αρχεία, αποκαλύφθηκαν σημαντικά λάθη τόσο στις λίστες, όσο και στις προβλεπόμενες διαδικασίες που οδηγούν στην τελική ψηφοφορία.
Το χειρότερο ίσως φαινόμενο, όμως, είναι ο αποκλεισμός εκατομμυρίων πολιτών από την εκλογική διαδικασία. Οι μουσουλμάνοι Rohingya, θύματα εθνοκάθαρσης υπό το καθεστώς της Suu Kyi, δεν έχουν το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι. Σχεδόν δύο εκατομμύρια άνθρωποι δεν θα μπορέσουν να πάρουν μέρος στις φετινές εκλογές, με τη δικαιολογία ότι δεν είναι πολίτες της χώρας. Η πολιτική απομόνωση ενός τόσο μεγάλου μέρους του μουσουλμανικού πληθυσμού της χώρας αμαυρώνει την αξιοπιστία, το δημοκρατικό και ελεύθερο χαρακτήρα των εκλογών, προκαλώντας ανησυχία για το μέλλον των Rohingya.
Το ζήτημα ωστόσο δε σταματά εκεί. Σε κρατίδια της Μυανμάρ, όπου βρίσκονται σε εξέλιξη συγκρούσεις μεταξύ του στρατού και αντάρτικων κινημάτων, απαγορεύθηκαν επίσης οι εκλογές, εμποδίζοντας έτσι την άσκηση του εκλογικού τους δικαιώματος σε περίπου 1,5 εκατομμύρια πολίτες, κυρίως μέλη εθνικών μειονοτήτων. Η απαγόρευση τέθηκε σε ισχύ στα μέσα του Οκτωβρίου, χωρίς η εκλογική επιτροπή να μοιραστεί τα κριτήρια με τα οποία εξετάζεται ποιες περιοχές κρίνονται ως «προβληματικές» ή «ακατάλληλες». Η έλλειψη διαφάνειας προκάλεσε τις έντονες αντιδράσεις των διεθνών εκλογικών παρατηρητών, αλλά δεν ήταν αρκετές για να οδηγήσουν στην αναίρεση της απόφασης. Τέλος, δεν έχει εξασφαλιστεί τρόπος ψήφου για τους πολίτες του εξωτερικού.
Το κόμμα της Suu Kyi είχε πολύ αυξημένες πιθανότητες να κερδίσει τις εκλογές από την αρχή, οι τωρινές όμως συνθήκες και συγκυρίες αποτελούν μια σημαντική ώθηση προς τη νίκη. Παρά τα μαύρα στίγματα που άφησε η εθνοκάθαρση κατά των Rohingya στη διάρκεια της πρώτης θητείας της, η «Μητέρα Suu», όπως την αποκαλούν οι πιο πιστοί οπαδοί της, φαίνεται ότι θα παραμείνει στην εξουσία, έχοντας την υποστήριξη της βουδιστικής πλειοψηφίας της χώρας. Μια ακόμη πηγή στήριξης της Suu Kyi είναι ο στρατός, με τη βοήθεια του οποίου εξαπέλυσε τα αιματηρά εγκλήματα κατά των Rohingya. Ο στρατός κατέχει το ένα τέταρτο του εθνικού κοινοβουλίου, ενώ ασκεί παράλληλα σημαντική επιρροή σε όλους τους τομείς της εξουσίας, ακόμα και στις εκλογικές διαδικασίες. Απολαμβάνει επίσης ιδιαίτερα προνόμια, όπως τη δυνατότητα άσκησης βέτο σε συνταγματικές τροποποιήσεις, γεγονός που αποτρέπει οποιαδήποτε αλλαγή στο καθεστώς ώστε να αφαιρεθεί η εξουσία του. Για όσο καιρό ο στρατός εξακολουθεί να κατέχει ένα τόσο σημαντικό ποσοστό της νομοθετικής και συνταγματικής εξουσίας, είναι σχεδόν απίθανο να προκύψει οποιαδήποτε μεταρρύθμιση για την αλλαγή του καθεστώτος.
Με τις υφιστάμενες συνθήκες, οι επερχόμενες εκλογές απέχουν παρασάγγας από το να χαρακτηριστούν και να είναι επί της ουσίας δημοκρατικές. Αν η Suu Kyi κερδίσει, η αποξένωση και απογοήτευση των μειονοτικών ομάδων πιθανώς να οδηγήσει σε έξαρση των εθνικών εντάσεων και αναταραχών, ακόμα και σε περισσότερες ένοπλες συρράξεις. Το NLD θα έχει ως προτεραιότητα τη Βιρμανική πλειοψηφία, και μάλλον δε θα προσπαθήσει να επιλύσει τα πολιτικά, οικονομικά και κοινωνικά ζητήματα των μειονοτήτων. Όσο οι μειονοτικοί πληθυσμοί δεν αντιπροσωπεύονται επαρκώς στην τοπική αυτοδιοίκηση και την πολιτική σκηνή της χώρας, η κατάσταση θα παραμείνει η ίδια, ή θα χειροτερέψει. Θα κάνει η επόμενη κυβέρνηση τις αλλαγές στο πολιτικό σύστημα που χρειάζονται, για να αποφευχθεί μια εκ νέου σύγκρουση; Οψόμεθα.