Της Χάρις Γιαννοπούλου,
Στις απαρχές του 20ου αιώνα, πραγματοποιήθηκαν στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής εκλογές για την ανάδειξη του 25ου Προέδρου, ενώ διακυβευόταν ένα καθόλα ιμπεριαλιστικό ζήτημα. Τον Μάρτιο του 1898, δύο χρόνια μετά την πρώτη θητεία του Προέδρου των Η.Π.Α. William McKinley, δόθηκε τελεσίγραφο στους Ισπανούς, οι οποίοι βρίσκονταν εν μέσω μιας βάναυσης εκστρατείας καταστολής στην Κούβα. Η Ισπανία συμφώνησε στα περισσότερα από τα αιτήματα του McKinley, συμπεριλαμβανομένης της παύσης των εχθροπραξιών εναντίον των Κουβανών, αλλά απέκλεισε το ενδεχόμενο να εγκαταλείψει την τελευταία μεγάλη αποικία του Νέου Κόσμου. Στις 25 Απριλίου, το Κογκρέσο εξέδωσε επίσημη δήλωση πολέμου προς υπεράσπιση της εξασφάλισης της κουβανικής ανεξαρτησίας. Στον σύντομο Ισπανοαμερικανικό Πόλεμο, οι Ηνωμένες Πολιτείες επικράτησαν εύκολα απέναντι στις ισπανικές δυνάμεις στις Φιλιππίνες, την Κούβα και το Πουέρτο Ρίκο. Η μεταγενέστερη Συνθήκη του Παρισιού, που υπογράφηκε τον Δεκέμβριο του 1898 και επικυρώθηκε από τη Γερουσία τον Φεβρουάριο του 1899, παραχώρησε στις Ηνωμένες Πολιτείες το Πουέρτο Ρίκο, το Γκουάμ και τις Φιλιππίνες, ενώ η Κούβα διατήρησε και εν συνεχεία διακήρυξε την ανεξαρτησία της.
Τον Ιούνιο του 1900, στη Φιλαδέλφεια, ο William McKinley διατήρησε εύκολα την υποψηφιότητά του, για να διεκδικήσει το χρίσμα του Προέδρου ξανά με το κόμμα των Ρεπουμπλικάνων, συνεχίζοντας να δίνει έμφαση σε μια επεκτατική εξωτερική πολιτική και υποστηρίζοντας ότι η αντιαμερικανική εξέγερση που πραγματοποιήθηκε στις Φιλιππίνες έπρεπε να κατασταλεί. Ο McKinley χρησιμοποίησε την τυπική λογική οικοδόμησης αυτοκρατορίας, για να δικαιολογήσει τη συνεχιζόμενη στρατιωτική επέμβαση στο αρχιπέλαγος των Φιλιππίνων, ισχυριζόμενος ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν ηθική και θρησκευτική υποχρέωση να «εκπολιτίσουν και να εκχριστιανίσουν» τους κατοίκους τους. Η θέση του ενισχύθηκε από την επιλογή ως Αντιπροέδρου του τότε κυβερνήτη της Νέας Υόρκης, Theodore Roosevelt, ο οποίος, παρά την απροθυμία του να παραιτηθεί από τη διοίκηση της Νέας Υόρκης, αποδέχθηκε την υποψηφιότητα του Αντιπροέδρου κερδίζοντας όλες εκτός από μία ψήφο στην πρώτη ψηφοφορία.
Στον αντίποδα, ο William Jennings Bryan, ο Δημοκρατικός αντίπαλος του McKinley το 1896, ψηφίστηκε και πάλι στη συνέλευση του κόμματος, τον Ιούλιο, στην Πολιτεία του Kansas. Ο Adlai Stevenson, ο οποίος είχε υπηρετήσει ως Αντιπρόεδρος του Grover Cleveland, επιλέχθηκε ως Αντιπρόεδρος. Οι Δημοκρατικοί απέρριψαν την επιδίωξη διαμόρφωσης μίας αυτοκρατορίας και την επέμβαση στις Φιλιππίνες και ανέστησαν το αμφιλεγόμενο ζήτημα του ελεύθερου νομίσματος του αργύρου με αναλογία 16:1 προς το χρυσό.
Στο τέλος του Ισπανοαμερικανικού Πολέμου, η πίεση στον Πρόεδρο McKinley για προσάρτηση των Φιλιππίνων ήταν έντονη. Αφού, αρχικά, δήλωσε ότι θα ήταν εγκληματική πράξη των Ηνωμένων Πολιτειών να προσαρτήσουν το αρχιπέλαγος, η πίεση της κοινής γνώμης τον ανάγκασε να διεξαγάγει τον πόλεμο, που θα έκανε αργότερα τις Ηνωμένες Πολιτείες διεθνή δύναμη. Οι εκδότες εφημερίδων, όπως ο William Randolph Hearst και ο Joseph Pulitzer, δημιούργησαν κλίμα πολέμου στο κοινό, με αναφορές για ισπανικές φρικαλεότητες εναντίον Κουβανών ανταρτών. Στη συνέχεια, το περιοδικό Hearst της Νέας Υόρκης δημοσίευσε μια επιστολή, στην οποία ο επικεφαλής Ισπανός διπλωμάτης στην Ουάσιγκτον, Enrique Duby de Lome, περιέγραψε τον Πρόεδρο McKinley ως «αδύναμο» και ασήμαντο πολιτικό.
Επομένως, το μείζον ζήτημα των δύο πλευρών επικεντρώθηκε στο κατά πόσον οι Ηνωμένες Πολιτείες έπρεπε να παραχωρήσουν ανεξαρτησία στα εδάφη που προσάρτησαν στον πόλεμο με την Ισπανία. Ο Bryan ζήτησε άμεση ανεξαρτησία. Ο Roosevelt, ο οποίος πραγματοποίησε το μεγαλύτερο μέρος της εκστρατείας, ισχυρίστηκε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν καθήκον να διατηρήσουν αυτά τα εδάφη.
Ο βιομήχανος του Ohio, Mark Hanna, ο οποίος είχε διευθύνει την εκστρατεία του McKinley κατά τη διάρκεια της πρώτης προεδρικής του προσπάθειας το 1896 και τον οποίο ο McKinley είχε διορίσει σε μια κενή έδρα στη Γερουσία το 1897, έπαιξε ξανά σημαντικό ρόλο. Φυσικά, την κυριότερη επίδραση στην εκστρατεία είχε η ηγετική μορφή του Theodore Roosevelt, ο οποίος αποδείχθηκε ότι ήταν δεινός ρήτορας και κατάφερε να διαφωνήσει ενάντια στις επικρίσεις του Bryan για την προσάρτηση των Φιλιππίνων στις Η.Π.Α. Οι δύο άνδρες ήταν τα κύρια πρόσωπα του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, καθώς ο McKinley απουσίαζε από την εκστρατεία.
Εκτός από την υπεράσπιση και την ενθάρρυνση της πολιτικής του επεκτατισμού, οι Ρεπουμπλικάνοι ζήτησαν τη διατήρηση του δασμολογίου Dingley, που θεσμοθετήθηκε υπό τον McKinley το 1897 και ήταν το υψηλότερο προστατευτικό τιμολόγιο που καθιερώθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες μέχρι εκείνο το σημείο. Επιπλέον, οι Ρεπουμπλικάνοι, παρ’ όλο που εξακολουθούσαν να είναι υπέρ της δημιουργίας ενός καναλιού, που θα διέσχιζε την Κεντρική Αμερική, αρνήθηκαν κατηγορηματικά ότι θα έπρεπε να περνά από τη Νικαράγουα. Αντίθετα, προτιμούσαν μια διαδρομή μέσω του Παναμά, μια θέση που επηρεάστηκε από μεγάλες δωρεές από την εταιρεία New Panama Canal.
Αν και ο Bryan συμμετείχε πυρετωδώς σε εκστρατείες και επισκέφτηκε πάνω από τις μισές από τις 45 πολιτείες πραγματοποιώντας πάνω από 600 ομιλίες, καταπνίγηκε από τις προσπάθειές του για την καταπολέμηση του ιμπεριαλιστικού συναισθήματος. Οι εκκλήσεις του για ανεξαρτησία των Φιλιππίνων δεν ήταν δημοφιλείς. Πολλοί Αμερικανοί είδαν τη χώρα να βρίσκεται σε θέση ηθικής κηδεμονίας των νεοαποκτηθέντων εδαφών.
Στο τέλος, ο William McKinley υπερίσχυσε, λαμβάνοντας το 51,7% των λαϊκών ψήφων και 292 ψήφους από το εκλογικό σώμα. Ο Bryan κέρδισε το 45,5% των λαϊκών ψήφων και συγκέντρωσε μόνο 155 εκλογικές ψήφους. Οι υποψήφιοι από μικρότερα κόμματα, συμπεριλαμβανομένων των Σοσιαλιστών και του Κόμματος Απαγόρευσης, είχαν μικρή επίδραση στον αγώνα.
Έξι μήνες μετά τη δεύτερη θητεία του ως Πρόεδρος, ο William McKinley δολοφονήθηκε από τον αναρχικό Leon Czolgosz, ο οποίος πιθανώς εμπνεύστηκε από τις ενέργειες των αναρχικών στην Ευρώπη την ίδια εποχή. Στις 6 Σεπτεμβρίου 1901, καθώς ο McKinley συναντούσε μέλη του κοινού στο Buffalo, στη Νέα Υόρκη, πυροβολήθηκε δύο φορές στο στομάχι. Η επίθεση δεν ήταν άμεσα θανατηφόρα και ο McKinley κατάφερε να διατάξει το πλήθος να σταματήσει να επιτίθεται στον Czolgosz. Στη συνέχεια, ο Πρόεδρος μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο, και παρά τη βελτίωση της κατάστασής του την ερχόμενη εβδομάδα, μια από τις σφαίρες στην κοιλιά του δεν εντοπίστηκε ποτέ, με αποτέλεσμα η μόλυνση να εξαπλωθεί στο σώμα του. Στις 13 Σεπτεμβρίου 1901, ο Πρόεδρος McKinley απεβίωσε και ο Θεόδωρος Ρούσβελτ ορκίστηκε 26ος Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών. Ο Leon Czolgosz, στη συνέχεια, δικάστηκε και εκτελέστηκε με τη θανατική ποινή εντός δύο μηνών από τη δολοφονία του προέδρου.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- United States presidential election of 1900, Britannica, διαθέσιμη εδώ
- Distribution of votes in the 1900 US presidential election, Statista, διαθέσιμη εδώ
- Decision on the Philippines, Digital History, διαθέσιμη εδώ