Της Κωνσταντίνας Κασούμη,
Τα πάντα στην ζωή είναι συναλλαγές. Οι άνθρωποι δεν «επιβιώνουν» μόνοι τους αλλά σχετίζονται τόσο με το κράτος, όσο με τους λοιπούς ιδιώτες. Στο πλαίσιο του ιδιωτικού βίου τους, συνάπτουν διαφόρων ειδών συμβάσεις. Σύμβαση είναι η σύμπτωση αντιτιθέμενων δηλώσεων βουλήσεως μεταξύ δύο ή περισσοτέρων ανθρώπων με σκοπό την επίτευξη ενός κοινού αποτελέσματος.
Η σύμβαση της πώλησης αποτελεί την κορωνίδα της συναλλακτικής ζωής των ανθρώπων. Κατοχυρώνεται μάλιστα στο άρθρο 513 του Αστικού Κώδικα σύμφωνα με το οποίο «Με την σύμβαση της πώλησης, ο πωλητής έχει την υποχρέωση να μεταβιβάσει την κυριότητα του πράγματος ή το δικαίωμα ,που αποτελούν το αντικείμενο της πώλησης, και να παραδώσει το πράγμα, και ο αγοραστής έχει την υποχρέωση να πληρώσει το τίμημα που συμφωνήθηκε».
- Δύο υποχρεώσεις για τον πωλητή. Μία ενοχική, η υποχρέωση υλικής παράδοσης του πράγματος και μία εμπράγματη, η υποχρέωση μεταβίβασης της κυριότητας του πράγματος ή του δικαιώματος
- Μία υποχρέωση για τον αγοραστή. Υποχρέωση καταβολής του συμφωνηθέντος τιμήματος.
Ωστόσο, ο πωλητής πολλές φορές με σκοπό να εξασφαλίσει την χρηματική ικανοποίησή του από τον αγοραστή, προβαίνει στην υλική παράδοση του πράγματος αλλά την μεταβίβαση της κυριότητας την εξαρτά από μία αναβλητική αίρεση. Από έναν όρο δηλαδή, μέχρι την πλήρωση του οποίου τα αποτελέσματα της δικαιοπραξίας αναβάλλονται. Πρακτικώς, ο πωλητής προβαίνει σε υλική παράδοση του πράγματος προς τον αγοραστή, κρατά όμως για τον ίδιο την κυριότητα μέχρι να προβεί ο αγοραστής στην αποπληρωμή του τιμήματος. Πρόκειται για τον λεγόμενο όρο παρακράτησης της κυριότητας ο οποίος ορίζεται στο άρθρο 532 του Αστικού Κώδικα.
Ειδικότερα, δυνάμει του ανωτέρω κανόνα, σε περίπτωση αμφιβολίας, λογίζεται, ότι η μεταβίβαση της κυριότητας στον αγοραστή επέρχεται μόλις πληρωθεί η αίρεση της αποπληρωμής του τιμήματος. Επιπλέον, επί υπερημερίας του αγοραστή (υπαίτια καθυστέρηση καταβολής του τιμήματος) ο πωλητής έχει δικαίωμα είτε να απαιτήσει το τίμημα -με την είσπραξη του οποίου επέρχεται η μεταβίβαση της κυριότητας- είτε να ασκήσει τα δικαιώματά του από την κυριότητα, αφού πρώτα υπαναχωρήσει από τη σύμβαση.
Η άσκηση του δικαιώματος της υπαναχώρησης (αρ.389 ΑΚ) επιφέρει απόσβεση της υποχρέωσης του πωλητή προς παροχή. Έτσι, ο πωλητής αφού υπαναχωρήσει από την σύμβαση της πώλησης μπορεί να ασκήσει κατά του αγοραστή την διεκδικητική αγωγή του αρ.1094 ΑΚ η οποία ορίζει ότι «Ο κύριος πράγματος δικαιούται να απαιτήσει από το νομέα ή τον κάτοχο την αναγνώριση της κυριότητάς του και την απόδοση του πράγματος». Επίσης ο πωλητής μπορεί να υπαναχωρήσει σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις για τις αμφοτεροβαρείς συμβάσεις ( αρ389 ΑΚ και επόμενα) και έπειτα να ασκήσει αγωγή αδικαιολογήτου πλουτισμού (αρ.904 ΑΚ).
Από την άλλη πλευρά, το πράγμα το οποίο παρέδωσε υλικά ο πωλητής στον αγοραστή μπορεί να παρουσιάζει πραγματικό ελάττωμα ή να μην έχει τις συμφωνημένες ιδιότητες. Σε αυτήν την περίπτωση, ο αγοραστής έχει δικαίωμα να αρνηθεί να προβεί στην αποπληρωμή του τιμήματος και να παρακρατήσει το πράγμα μέχρι ο πωλητής να αντικαταστήσει το ελαττωματικό.
Καθίσταται φανερό ότι σε περίπτωση που πωλητής και αγοραστής δεν τηρήσουν τις διατυπώσεις τις οποίες ο νόμος προβλέπει στις μεταξύ τους σχέσεις, γεννώνται δικαιώματα και υποχρεώσεις του ενός έναντι του άλλου. Για την αποφυγή της καταστρατήγησης των δικαιωμάτων του πωλητή από τον αγοραστή ο νόμος δίνει την δυνατότητα να τεθεί στην σύμβαση πώλησης ο όρος παρακράτησης της κυριότητας. Η κυριότητα είναι ένα απόλυτο δικαίωμα το οποίο προβάλλεται ενώπιον οποιοδήποτε τρίτου. Για να μην δημιουργηθεί σύγχυση για την κυριότητα επί του πράγματος σε περίπτωση που ο αγοραστής δεν καταβάλλει το τίμημα, αλλά και για λόγους ασφάλειας των συναλλαγών, κύριος παραμένει ο πωλητής ως την πλήρωση της αιρέσεως. Ο νόμος λοιπόν, έχει περιπτωσιολογία προκειμένου να ρυθμίζει όλες τις πραγματικές καταστάσεις.
ΠΗΓΕΣ
- Εγχειρίδιο Ειδικού Ενοχικού Δικαίου, Απόστολος Σ. Γεωριάδης