Της Χριστίνας Σονούντα,
Η σπουδαιότερη αρμοδιότητα του ψυχολόγου, η κλινική συνέντευξη, είναι η ανταλλαγή λέξεων με τον άλλον, μια ασύμμετρη ανταλλαγή κατά την οποία ο ψυχολόγος πρέπει να ξέρει να ακούει και να διευκολύνει τον λόγο του άλλου πριν μιλήσει ο ίδιος.
Ο «κλινικός» παραδόξως προήλθε από την ιατρική: Κλινική πράξη εθεωρείτο οτιδήποτε γινόταν στο κρεβάτι του ασθενούς (κλίνη= κρεβάτι). Στη κλινική συνέντευξη αυτό που πρέπει να κάνει κανείς είναι να κοιτάει, να ακούει και να μιλάει για να μπορεί να βλέπει και να ακούει καλύτερα. Δεν αγγίζουμε το σώμα του άλλου. Είναι μια προφορική συνέντευξη και όχι σωματική εξέταση. Εν τούτοις, υπάρχει έντονο το κομμάτι της μη λεκτικής επικοινωνίας που συνοδεύει το λόγο, ο οποίος συχνά διακόπτεται από σιωπές.
Στη κλινική συνέντευξη υπάρχουν δύο συνομιλητές με άνισους ρόλους. Ο ένας έρχεται να ζητήσει κάτι από τον άλλον που δεν ζητάει τίποτα. Έρχεται εξαιτίας της θέσης που κατέχει, θέση που προϋποθέτει κάποια κατάρτιση και που θα επιτρέψει να πάρει την κύρια θέση στο διάλογο. Δεν πρέπει να θεωρηθεί ότι ο ασθενής περιορίζεται στο ρόλο ενός παθητικού αντικειμένου, όπως για παράδειγμα συμβαίνει σε ένα απλό ερωτηματολόγιο ή μία τεχνική εξέταση.
Τοποθετείται αρχικά σαν ένα ενεργό υποκείμενο, ικανό να οργανώσει το δικό του τρόπο επικοινωνίας με τον ψυχολόγο. Ο ψυχολόγος δεν είναι τίποτα παραπάνω από έναν δέκτη ή έναν μάρτυρα, ο οποίος ερμηνεύει έχοντας ακούσει το σύνολο του διαλόγου.
Στη κλινική συνέντευξη όμως υπάρχει ασυμμετρία διαλόγου ανάμεσα στους δύο συνομιλητές. Πρόκειται για συνέντευξη με έναν επαγγελματία και γι’ αυτό τον λόγο ο ασθενής δεν μιλά με τον ίδιο τρόπο που θα μιλούσε σε ένα φίλο, στους γονείς, στο γείτονα ή σε ένα συνάδελφο. Ο επαγγελματίας επίσης δεν τον ακούει σίγουρα με τον ίδιο τρόπο. Αυτή η διαφοροποίηση συχνά βιώνεται πολύ άσχημα από τον ασθενή, κυρίως επειδή ο ειδικός δεν απαντά σαν να κάνει ο ίδιος εξομολόγηση.
Η ασυμμετρία του διαλόγου βρίσκεται στην θέση που παίρνει ο κλινικός και φυσικά την θέση αυτή την παίρνει εξαιτίας της κατάρτισης του. Δεν αρκούν όμως μόνο οι σπουδές και οι κεκτημένες γνώσεις. Μεγάλη σπουδαιότητα έχουν η εμπειρία και η κουλτούρα. Η πρωτοτυπία της κατάρτισης στο τομέα μας προέρχεται από την δουλειά που πρέπει να έχει προηγηθεί στον ίδιο του τον εαυτό. Ο κλινικός θα πρέπει να αποκτήσει κυριαρχία στον εαυτό του και αυτογνωσία. Αυτό που προσφέρει δεν είναι μόνο άγνωστες στείρες γνώσεις, είναι ο ίδιος του ο ψυχισμός, η πνευματική του λειτουργία, η δυνατότητα να συναισθάνεται, να κατανοεί, να επεξεργάζεται.
Είναι λοιπόν η θέση που παίρνει ο κλινικός που κάνει την κλινική συνέντευξη διαφορετική από μία συνηθισμένη συνομιλία, μια εξομολόγηση, κ.λπ. Η κλινική συνέντευξη δεν πρέπει να κατευθύνεται. Στη κλινική συνέντευξη ο κλινικός είναι παρών, σαν συνομιλητής ζωντανός και καλοπροαίρετος, αλλά απών όσο μπορεί στην προσωπική του προβληματική. Σκοπός του είναι να αφήσει τον ασθενή του να μιλήσει, να του επιτρέψει να μπορέσει να μιλήσει για τις δυσκολίες του, να πει αυτό που είναι να πει και αυτό που πρέπει να πει. Φαίνεται όμως ότι της ελευθερίας του λόγου που του παρέχεται κάνει περιορισμένη χρήση. Ασυνείδητες αντιστάσεις δεν του επιτρέπουν να τα πει όλα. Ο κλινικός πρέπει να επεμβαίνει όσο το δυνατόν λιγότερο στο διάλογο, έτσι όπως αυθόρμητα οργανώνεται, δεν πρέπει να εμποδίζει τον λόγο, αλλά αντίθετα να τον διευκολύνει. Αυτό προϋποθέτει ότι δεν διακατέχεται από μία φοβερή περιέργεια ή επιθυμία να μάθει την αλήθεια. Αυτό που είναι σημαντικό, δεν είναι μόνο αυτό που λέγεται, αλλά η στιγμή και ο τρόπος που λέγεται. Δεν πρέπει να βιάζεται να επικοινωνεί αυτό που κατανοεί. Πρέπει να επικοινωνεί όταν πραγματικά είναι χρήσιμο για τον ασθενή.
Η σπουδαιότερη στάση σε μία κλινική συνέντευξη είναι αυτό που ο Freud ονόμασε «καλοπροαίρετη ουδετερότητα». Το να είναι κανείς ουδέτερος, δεν σημαίνει να μην αισθάνεται τίποτα, σημαίνει να μην επικοινωνεί σημάδια που προδίδουν αυτό που αισθάνεται. Έργο αρκετά δύσκολο, όταν η κλινική συνέντευξη γίνεται πρόσωπο με πρόσωπο.
Η ψυχανάλυση ονόμασε «μεταβίβαση» το σύνολο των συναισθημάτων που νιώθει ο ασθενής για τον αναλυτή του, συναισθήματα που προέρχονται από προηγούμενες εμπειρίες, από προβολή των γονεϊκών εικόνων στον αναλυτή. «αντιμεταβίβαση» δε, την μεταβιβαστική μετάθεση που ο αναλυτής κάνει σε απάντηση του υλικού που του μεταβιβάζει ο ασθενής.
Ο κλινικός προσκαλεί τον ασθενή να μιλήσει και δεν κάνει ερωτήσεις ή κάνει ελάχιστες. Όμως μερικές φορές μπορεί να φανεί χρήσιμο να θέσουμε μια ερώτηση. Πρέπει να φροντίσει να μην στριμώξει τον ασθενή με μία πολύ ακριβή και συστηματική ερώτηση. Ο ασθενής έχει δικαίωμα να αρνηθεί να απαντήσει ή να πει ψέματα. Μπορεί όμως να νιώσει υποχρεωμένος να μην απαντήσει και να μην το αντέξει. Μπορεί αυθόρμητα να αγγίξει ένα θέμα που του διακινεί έντονα συναισθήματα. Πολλές φορές με έκπληξη διαπιστώνουμε ότι ένας ασθενής που έδινε την εντύπωση ότι είχε δημιουργήσει μια ζεστή σχέση με τον κλινικό, διακόπτει.
«Το πρόβλημα των σιωπών»: Σπάνια αναφέρεται από τους συγγραφείς. Πρέπει όμως να μπορεί κανείς να υποφέρει τις σιωπές χωρίς ανυπομονησία. Ο ασθενής πρέπει να μιλά, γιατί έρχεται στην συνέντευξη για να μιλήσει. Η σιωπή αφήνει λίγα περιθώρια για ερμηνείες. Για τον λόγο αυτό πρέπει να γίνεται αρκετά σεβαστή. Υπάρχει η τάση να ερμηνεύεται η σιωπή σαν αμυντική, πολλές φορές μάλιστα σαν επιθετική. Τυγχάνει να είναι. Τότε όμως μεταφράζει μία ενδοψυχική σύγκρουση, ένα συγκινησιακό παρελθόν έντονο, αίσθημα αγωνίας και ενοχής ή μια επιθετική επιθυμία να γίνει ο αναλυτής αδύναμος. Μερικές φορές όμως η σιωπή αποτελεί στιγμή γόνιμης επεξεργασίας. Ένα λάθος ερμηνείας στη συγκεκριμένη στιγμή μπορεί να είναι καταστρεπτικό.
Μιλώντας γενικότερα για την κλινική συνέντευξη, θα λέγαμε ότι πρόκειται για ένα ερωτηματολόγιο αλλά κυρίως για ένα άκουσμα. Το υποκείμενο πρέπει να νιώθει όσο το δυνατόν περισσότερο άνετα. Οι συνθήκες υλικές (όπως: χρόνος, χρήμα, απόσταση, τόπος) ή συναισθηματικές (διαθεσιμότητα, αυθεντικότητα, εμπάθεια) έχουν τεράστια σημασία. Η διάρκεια κυμαίνεται από λίγα λεπτά ως και μία ώρα. Καλό είναι να μην ξεπερνάται αυτό το όριο. Η αμοιβή (άμεση ή έμμεση, ή μέσω ασφαλιστικού ταμείου) παρουσιάζει και πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα.
Ο ασθενής πρέπει να διαθέτει την ελευθερία να οργανώνει αυθόρμητα το δικό του τρόπο έκφρασης του είδους των σχέσεων που έχει (συμβιωτική, αναλυτική, οιδιποδειακή), το είδος του άγχους του (κατακερματισμός, απώλεια αντικειμένου, ευνουχισμός) και πρέπει να μπορεί να χρησιμοποιεί τους κυριότερους μηχανισμούς άμυνας (απώθηση για τον νευρωτικό, σχάση για τον ψυχωσικό, προβολή κ.λ.π.).
Ο ψυχολόγος πρέπει από την μεριά του να μπορεί να παρατηρεί τον τρόπο έκφρασης, το επίπεδο της συναισθηματικής εξέλιξης, το βαθμό της προσαρμογής στην πραγματικότητα, τη ροή του λόγου, την ελαστικότητα ή την ακαμψία της συμπεριφοράς, το ερωτοποιημένο ή μη κλίμα του διαλόγου, τις εκφράσεις.
Ο τρόπος που αυτές οι πληροφορίες συγκεντρώνονται από τον ψυχολόγο χρειάζεται μία συνεχή προσωπική επανεξέταση από τον ίδιο. Το άκουσμα των δικών του συναισθημάτων και η κατανόηση της δικής του αντιμεταβίβασης είναι σπουδαίες διεργασίες.
Πρέπει επίσης να παρατηρεί τον τόνο της φωνής του ασθενούς, τις σιωπές, τις παύσεις, την ανάγκη για απομόνωση του συνομιλητή να τον ελέγξει, την επιθετικότητα, την δυνατότητα ταυτίσεων, τις αναστολές, τις αμυντικές ή προσαρμοστικές ιδιότητες, σε μία νέα και απρόβλεπτη κατάσταση, την ευκολία της έκκλησης μνήμης, την ψυχική του λειτουργία (φαντασιώσεις, όνειρα, συμπεριφορά κ.λπ.), τις συγκρούσεις και τις άμυνες.
Προσέχει να σταματά κανείς ύστερα από 30 ή 50 λεπτά, ανάλογα με τους ασθενείς πριν δοθεί στον ασθενή η εντύπωση ότι έχει τελείως αδειάσει από ένα σαδιστικό ιεροεξεταστή.
Το τέλος της κλινικής συνέντευξης σημαίνει και τον χωρισμό των δύο συνομιλητών. Μια κλινική συνέντευξη δεν πρέπει φυσιολογικά να παίρνει τέλος. Ακόμα και αν ο κλινικός γνωρίζει εκ των προτέρων ότι δεν θα ξανασυναντήσει τον πελάτη του, η συνέντευξη πρέπει να μείνει ανοιχτή. Σκοπός του δεν είναι να θέτει στον ασθενή προβλήματα πιο αυθεντικά και πιο βαθιά από αυτά, τα οποία ήλθε ο ίδιος να μιλήσει.
Η κλινική συνέντευξη δεν πρέπει να αποτελεί ψυχοθεραπεία σε βάθος. Συνήθως από μία θεραπευτική ομάδα χρησιμοποιείται σαν στήριγμα για σκέψεις και τρόπους θεραπείας.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Τεχνική της κλινικής συνέντευξης S. A. ALBERTO (2008)
- Heiden, L.A. & Hersen, M. (1997). Eισαγωγή στην Kλινική Ψυχολογία. Αθήνα: Eλληνικά Γράμματα.
- Ivey, A., Gluckstern, N. & Bradford-Ivey, M. (1996). Συμβουλευτική μέθοδος πρακτικής προσέγγισης Vol 1. Αθήνα: Eλληνικά Γράμματα.
- Κaplan, H., Sadock, B. & Grebb, J. Ψυχιατρική. Αθήνα: Eκδ. I. Λίτσας.
- Mάνος, N. (1997). Bασικά στοιχεία Kλινικής Ψυχιατρικής. Θεσσαλονίκη: University Studio Press.
- Nέστορος, I.N. & Bαλλιανάτου, N.Γ. (1990/1996). Συνθετική Ψυχοθεραπεία με στοιχεία Ψυχοπαθολογίας. Aθήνα: Eλληνικά Γράμματα.
- Nietzel, M., Bernstein, D. & Milich, R. (1998). Introduction to Clinical Psychology. USA: Prentice Hall.
- Oken, D. (1984). The doctor-patient relationship: the diagnostic interview. In D. Oken & M. Lakoviks (Eds.), A clinical manual of Psychiatry. New York: Elsevier.
- Othmer, E. & Othmer, S.C. (1989). The clinical interview using DSM-III-R. Washington: American Psychiatric Press.
- Phares, E. & Trull, J. (1997). Clinical Psychology: concepts, methods and profession. USA: Books/Cole Publishing Company