16.7 C
Athens
Τρίτη, 5 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΟι ένορκες βεβαιώσεις υποκαθιστούν πλέον τους μάρτυρες

Οι ένορκες βεβαιώσεις υποκαθιστούν πλέον τους μάρτυρες


Της Δήμητρας Κουφωλιά,

Οι αλλαγές που επέφερε στην πολιτική δίκη ο Ν. 4335/2015 έχουν δεχθεί διαφορετικές κριτικές. Σκοπός των μεταρρυθμίσεων αυτών ευθύς εξαρχής ήταν η οικονομία της δίκης, την οποία μια μερίδα νομικών υποστήριξε, ωστόσο οι περισσότεροι έχουν εκφράσει τις αμφιβολίες τους σε συγκεκριμένα σημεία των αλλαγών αυτών. Μάλιστα, στη σύσταση και συγκρότηση ειδικής νομοπαρασκευαστικής επιτροπής με αντικείμενο την τροποποίηση διατάξεων του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, προχώρησε πρόσφατα το Υπουργείο Δικαιοσύνης, προκειμένου να προβεί σε αξιολόγηση των αποτελεσμάτων εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (ΚΠολΔ) που επέφερε ο Ν. 4335/2015, κάτι που δείχνει ότι σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα μετά τις τροποποιήσεις εμφανίσθηκαν ξανά προβλήματα στην πράξη.

Μία από τις αλλαγές του συγκεκριμένου νόμου (του 2015) είναι ότι στην τακτική διαδικασία οι ένορκες βεβαιώσεις υποκαθιστούν πλέον τους μάρτυρες, αφού οι τελευταίοι θα ακουσθούν μόνο αν το δικαστήριο κρίνει απολύτως αναγκαία την εξέτασή τους στο ακροατήριο, και μάλιστα ενός από κάθε πλευρά από εκείνους που ήδη έδωσαν ένορκη βεβαίωση. Η παράγραφος 6 του άρθρου 237 ΚΠολΔ είναι ρητή: «αν από τη μελέτη του φακέλου της δικογραφίας κρίνεται απολύτως αναγκαία η εξέταση μαρτύρων στο ακροατήριο […]». Τότε και μόνον τότε εξετάζονται μάρτυρες, όταν δηλαδή το δικαστήριο δεν έχει σχηματίσει πλήρη δικανική πεποίθηση, ενώ τη θέση τους παίρνουν στην πράξη οι ένορκες βεβαιώσεις. Αυτό οφείλεται και στο ότι ο νομοθέτης τους έβλεπε πάντοτε με δικαιολογημένη (;) δυσπιστία.

Οι μάρτυρες είναι τρίτα πρόσωπα σε σχέση με τους διαδίκους κι έτσι δεν ανήκουν στην τριμερή σχέση που διαπλάσσεται μεταξύ ενάγοντος, εναγομένου και Πολιτείας. Είναι εκείνοι που καταθέτουν τα πραγματικά περιστατικά, που έχουν αντιληφθεί με τις αισθήσεις τους, μπορούν όμως να καταθέσουν και για γεγονότα, για τα οποία δεν έχουν άμεση αντίληψη, αλλά τα πληροφορήθηκαν από τρίτα πρόσωπα βάσει του άρθρου 409 παρ. 2 ΚΠολΔ. Συγκεκριμένα πρόσωπα είναι ανίκανα για μαρτυρία, εξαιρετέα και κάποιες φορές μάλιστα η εμμάρτυρη απόδειξη αποκλείεται.

Από την άλλη, οι ένορκες βεβαιώσεις αποτελούν δηλώσεις, τις οποίες προσκομίζουν προαποδεικτικώς οι διάδικοι, εφόσον αυτές έχουν ληφθεί ενώπιον Ειρηνοδίκη ή Συμβολαιογράφου της έδρας του δικαστηρίου ή της κατοικίας της διαμονής του μάρτυρα ή ενώπιον του προξένου της κατοικίας ή της διαμονής του μάρτυρα. Ο διάδικος που επιδιώκει τη λήψη ένορκης βεβαίωσης οφείλει να κλητεύσει τον αντίδικο δύο τουλάχιστον εργάσιμες μέρες πριν από τη βεβαίωση. Στη σχετική κλήση, πρέπει να αναφέρεται η αγωγή, το ένδικο βοήθημα ή μέσο που αφορά η βεβαίωση, ο τόπος, η ημέρα και η ώρα που αυτή θα δοθεί, το ονοματεπώνυμο, το επάγγελμα και η διεύθυνση της κατοικίας του μάρτυρα. Σημειώνεται πως, αφού οι ένορκες βεβαιώσεις υποκαθιστούν τους μάρτυρες, οι περιορισμοί που ισχύουν για τους μάρτυρες ισχύουν και για εκείνους που καταθέτουν ενόρκως (άρθρο 423 ΚΠολΔ).

Οι ένορκες βεβαιώσεις διαδραματίζουν, κατά την αιτιολογική έκθεση του Ν. 4335/2015, βασικό ρόλο στην αποδεικτική διαδικασία, αφού ως μάρτυρας καλείται ένας από κάθε πλευρά από τους ενόρκως βεβαιώσαντες. Με αυτόν τον τρόπο, προσδοκάται ότι θα αναβαθμιστεί παράλληλα και το ουσιαστικό περιεχόμενο των ενόρκων βεβαιώσεων και θα μειωθούν οι περιπτώσεις ψευδορκίας, αφού πλέον αυτός που την παρέχει γνωρίζει ότι η αξιοπιστία της μαρτυρίας του ενδέχεται να υποβληθεί σε προφορικό έλεγχο εκ μέρους του δικαστή.

Η κριτική κατά των ενόρκων βεβαιώσεων στηρίζεται στην κατάργηση της αμεσότητας της δίκης που αυτές έχουν ως αποτέλεσμα. Παλαιότερα, μπροστά στον δικαστή εκτυλισσόταν ζωντανά η όλη αποδεικτική διαδικασία κι έτσι μπορούσε να σχηματίσει πιο εύκολα και σίγουρα την πεποίθησή του. Πλέον, ο δικαστής έχει μπροστά του δύο ένορκες βεβαιώσεις, εκ των οποίων η μία αναφέρει το Α και η άλλη αναφέρει όχι απλώς το Β, αλλά το -Α. Προκειμένου να εξυπηρετηθεί η οικονομία της δίκης με αυτόν τον τρόπο, θίγεται ένα σημαντικό της στοιχείο, κάτι το οποίο είτε τώρα είτε αργότερα θα πρέπει να ληφθεί υπόψη.


Πηγές
  • Πολιτική Δικονομία, Σ. Κατράμης
  • Πολιτική Δικονομία, ΚΛΑΜΑΡΗΣ-ΚΟΥΣΟΥΛΗΣ-ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Δήμητρα Κουφωλιά
Δήμητρα Κουφωλιά
Βρίσκεται στο τρίτο έτος της Νομικής Σχολής Αθηνών κι από πάντα την γοήτευε ο κόσμος της συγγραφής και των κειμένων. Παράλληλα με την αφοσίωση στη νομική επιστήμη και το διάβασμα λογοτεχνικών κειμένων, λατρεύει τον χορό και θεωρεί πως συνδέεται άμεσα με την πνευματική καλλιέργεια, εφόσον αποτελεί κι αυτός έκφραση της ανθρώπινης ψυχής. Πιστεύει πως ό,τι κι αν επιλέξει κάποιος να κάνει στη ζωή, πρέπει να επιδεικνύει ζήλο, να στοχεύει ψηλά, έχοντας όμως πάντα στο νου του από πού ξεκίνησε κι τηρώντας πάντα τον «αξιακό» κώδικα.