Του Γιάννη Χουλιάρα,
Στις 23 Οκτωβρίου 2020, έλαβε χώρα ένα γεγονός που ίσως αποβεί καθοριστικό για την πορεία της σύγκρουσης στη Λιβύη και για τους γεωπολιτικούς συσχετισμούς στη Βόρεια Αφρική και τη Μεσόγειο, γενικότερα. Εκπρόσωποι των δύο αντιμαχόμενων παρατάξεων, της Κυβέρνησης Εθνικής Συμφωνίας (ΚΕΣ) της Τρίπολης και του Λιβυκού Εθνικού Στρατού (ΛΕΣ), κυρίαρχου στο ανατολικό τμήμα της χώρας, υπέγραψαν συμφωνία για κατάπαυση του πυρός. Η υπογραφή έλαβε χώρα στην Γενεύη, με διαμεσολάβηση της Stephanie Williams, ειδικής απεσταλμένου του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ) για τη Λιβύη.
Σύμφωνα με τον ΟΗΕ, η συμφωνία αυτή τίθεται μόνιμη και ισχύει για όλη τη χώρα. Οι στρατιωτικές δυνάμεις των δύο πλευρών θα αποσυρθούν, ενώ προβλέπεται η δημιουργία ενός μηχανισμού επιτήρησης της εφαρμογής της συμφωνίας. Η συμφωνία αποσκοπεί, επίσης, στην σταδιακή διαμόρφωση μιας κοινής στρατιωτικής δύναμης, στην οποία θα ενσωματωθούν οι διάφορες παραστρατιωτικές ομάδες που δρουν στη χώρα, αφού τεθούν υπό κρατικό έλεγχο. Ένα ιδιαίτερα κρίσιμο σημείο, αναφορικά με τη διεθνή διάσταση της σύγκρουσης, προβλέπει την αποχώρηση όλων των ξένων δυνάμεων, συμπεριλαμβανομένων των μισθοφόρων, από τη Λιβύη, εντός τριών μηνών. Δύο μέρες πριν, είχε συμφωνηθεί το εκ νέου άνοιγμα των οδικών και αεροπορικών συνδέσεων εντός της χώρας.
Η συμφωνία κατάπαυσης του πυρός αποτελεί «προθάλαμο» για τη σύγκλιση πολιτικής διάσκεψης στην Τυνησία το Νοέμβριο, η οποία θα έχει ως στόχο τη διαμόρφωση ενός πλαισίου για κυβερνητική ενοποίηση της Λιβύης και τη συναίνεση για διοργάνωση εθνικών εκλογών το συντομότερο δυνατόν.
Είναι προφανές, λοιπόν, πως ο πολιτικός διάλογος μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, υπό την αιγίδα του ΟΗΕ, έχει ανανεωθεί. Αυτό, κατά πάσα πιθανότητα, είναι αποτέλεσμα της διαπίστωσης των δύο παρατάξεων πως η επίλυση της σύγκρουσης μέσω μιας αποφασιστικής στρατιωτικής επικράτησης δεν είναι εφικτή. Η προσπάθεια του ΛΕΣ να καταλάβει την Τρίπολη, από τον Απρίλιο του 2019 έως το καλοκαίρι του 2020, κατέληξε σε αποτυχία, μετά τη δυναμική επέμβαση της Τουρκίας, στο πλευρό της ΚΕΣ. Το μέτωπο έχει πλέον σταθεροποιηθεί στη νευραλγικής σημασίας περιοχή της Σύρτης, η οποία αποτελεί το «κλειδί» για τον έλεγχο των πετρελαιοπηγών, στα ανατολικά της χώρας. Καθώς καμία από τις δύο πλευρές δεν είναι σε θέση να επικρατήσει στρατιωτικά, έχει επανέλθει η προθυμία για πολιτικές διαπραγματεύσεις.
Επιπλέον, φαίνεται πως ο ηγέτης του ΛΕΣ, Khalifa Haftar, εξακολουθεί να είναι σημαντικός παίκτης στο πολιτικό σκηνικό, παρά τις προσδοκίες που υπήρχαν στην Τρίπολη και την Τουρκία πως οι στρατιωτικές του ήττες σήμαιναν και τον πολιτικό του θάνατο. Ένα από τα ισχυρότερα «χαρτιά» του Haftar είναι ο έλεγχός του επί του μεγαλύτερου μέρους των πετρελαιοπηγών της Λιβύης. Η διατήρηση του κεντρικού ρόλου του στρατιωτικού ηγέτη κατέστη φανερή και νωρίτερα, εντός του Σεπτεμβρίου, όταν διαπραγματεύθηκε επιτυχώς συμφωνία για τη συνέχιση της παραγωγής πετρελαίου, την οποία είχε διακόψει τον Ιανουάριο, προκειμένου να ασκήσει πίεση στην κυβέρνηση. Η κίνηση του Haftar είχε ως συνέπεια απώλειες για τη λιβυκή οικονομία, που έφτασαν τα $10 δις. Πλέον, η παραγωγή έχει αυξηθεί ραγδαία, αγγίζοντας τα 300.000 βαρέλια ημερησίως. Οι συμφωνίες για την κατάπαυση του πυρός και τη συνέχιση της παραγωγής πετρελαίου κατέδειξαν, ιδίως στους εξωτερικούς παράγοντες, πως ο Haftar παραμένει πολιτικά ζωντανός.
Η κατάπαυση του πυρός αποτελεί σαφώς μια θετική εξέλιξη για την προσπάθεια σταθεροποίησης της χώρας και τον τερματισμό του πολυετούς εμφυλίου πολέμου. Παρ’ όλα αυτά, πολλά προβλήματα παραμένουν.
Είναι, καταρχάς, πρακτικά δύσκολο για τις δύο πλευρές να επιβάλλουν τους όρους της συμφωνίας στις διάφορες στρατιωτικές ομάδες από τις οποίες λαμβάνουν στήριξη, καθώς, στην πραγματικότητα, δεν ασκούν αποτελεσματικό έλεγχο επ’ αυτών. Ένα από τα χαρακτηριστικά του πολέμου στην Λιβύη είναι η διάχυση εξοπλισμού σε διάφορους στρατιωτικούς σχηματισμούς, οι οποίοι, εκμεταλλευόμενοι την ένοπλη ισχύ τους, ασκούν έλεγχο στις διάφορες περιοχές της χώρας. Η εμφάνιση των ομάδων αυτών υπήρξε αποτέλεσμα της διάλυσης των κρατικών δομών, μετά την πτώση του καθεστώτος του Muammar Gaddafi, το 2011. Η αποσάθρωση των κρατικών θεσμών της Λιβύης και η παρουσία τόσο πολλών ένοπλων μη κρατικών δρώντων δυσχεραίνει οποιαδήποτε προσπάθεια ειρήνευσης, καθώς δεν υφίσταται το κρατικό μονοπώλιο της βίας, μέσω του οποίου δύναται να επιβληθεί μια συμφωνία.
Ένα ακόμη σημείο έντονης διαφωνίας αποτελεί ο τρόπος καταμερισμού της εξουσίας, σε μια ενδεχόμενη μελλοντική ειρηνευτική συμφωνία. Επί του καθεστώτος Gaddafi, η οικονομική και πολιτική εξουσία ήταν συγκεντρωμένη στο δυτικό τμήμα της χώρας. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός πως η αντικαθεστωτική εξέγερση του 2011 ξεκίνησε στην ανατολή. Για τη δημιουργία συναίνεσης μεταξύ των δύο αντιμαχόμενων πλευρών, είναι αναγκαία η αναδιανομή της εξουσίας και των οικονομικών προνομίων, προκειμένου να τερματιστεί η περιθωριοποίηση των ανατολικών περιοχών. Ωστόσο, αναμένεται πως ισχυρές παρατάξεις στη δυτική Λιβύη θα προβάλλουν σθεναρή αντίσταση στο ενδεχόμενο μείωσης της πολιτικής και οικονομικής επιρροής τους. Οι παρατάξεις αυτές, επιπλέον, διατηρούν έντονη αντιπάθεια για τον ίδιο τον Haftar και αντιτάσσονται σε οποιοδήποτε ενδεχόμενο επίσημης αποδοχής του ως σημαίνοντα πολιτικού δρώντα, καθώς θεωρούν πως ο στρατηγός φιλοδοξεί να αναδειχθεί σε αδιαφιλονίκητο ηγέτη της Λιβύης.
Τέλος, η προοπτική απομάκρυνσης των ξένων δυνάμεων από τη χώρα επίσης φαίνεται μακρινό ενδεχόμενο, και είναι -ίσως- το πιο «προβληματικό» σημείο της συμφωνίας. Οι κύριες εξωτερικές δυνάμεις που εμπλέκονται στη σύγκρουση της Λιβύης είναι η Ρωσία, στο πλευρό του ΛΕΣ (αν και διατηρεί επαφές και με την κυβέρνηση) και η Τουρκία, στο πλευρό της ΚΕΣ. Σύμφωνα με αναφορές, η Ρωσία έχει αποστείλει περίπου 3.000 μισθοφόρους από την ιδιωτική στρατιωτική εταιρεία Wagner Group και άλλους 2.000 Σύριους μαχητές, αν και η Μόσχα επισήμως αρνείται την στρατιωτική εμπλοκή της στη Λιβύη. Η Τουρκία, από την άλλη πλευρά, έχει αποστείλει 5.000 μισθοφόρους από τη Συρία και εκατοντάδες μέλη των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων. Τον Αύγουστο, η Τουρκία και το Κατάρ υπέγραψαν με τη λιβυκή κυβέρνηση συμφωνία στρατιωτικής συνεργασίας, η οποία προβλέπει, μεταξύ άλλων, τη δημιουργία τουρκικής ναυτικής βάσης στην Λιβύη.
Τόσο για τη Μόσχα, όσο και για την Άγκυρα, η στρατιωτική παρουσία τους στη Λιβύη αποτελεί ένα πολύτιμο προγεφύρωμα στη Βόρεια Αφρική και τη Μεσόγειο, το οποίο είναι μάλλον απίθανο να εγκαταλείψουν οικειοθελώς. Ειδικά στην περίπτωση της ΚΕΣ, η εξάρτησή της από την Τουρκία δεν της επιτρέπει την άρνηση της τουρκικής στρατιωτικής στήριξης, τουλάχιστον όχι χωρίς αποτελεσματικές εγγυήσεις από άλλους διεθνείς παράγοντες. Πράγματι, λίγες μέρες μετά την υπογραφή της συμφωνίας, αξιωματούχοι της ΚΕΣ, συμπεριλαμβανομένου του Υπουργού Άμυνας, έσπευσαν να δηλώσουν πως η στρατιωτική συνεργασία με την Τουρκία δεν πρόκειται να επηρεαστεί.
Παρά το γεγονός πως στηρίζουν διαφορετικές παρατάξεις, η Ρωσία και η Τουρκία έχουν κοινό συμφέρον στο να συνεργαστούν για να περιορίσουν την επιρροή των ευρωπαϊκών δυνάμεων και των ΗΠΑ στη Λιβύη και να τις παραγκωνίσουν στην ειρηνευτική διαδικασία. Η επιρροή που η Μόσχα και η Άγκυρα ασκούν στην αφρικανική χώρα δυσχεραίνει οποιαδήποτε προσπάθεια επίλυσης της σύγκρουσης που δε λαμβάνει υπόψιν τα στρατηγικά συμφέροντά τους. Η απομάκρυνση των δυνάμεών τους από τη Λιβύη φαίνεται, επομένως, να είναι μια δύσκολη υπόθεση. Η συμφωνία προβλέπει πως η αποχώρηση θα επιτηρείται από τον ΟΗΕ, αλλά η Ρωσία διαθέτει δικαίωμα βέτο στο Συμβούλιο Ασφαλείας.
Συμπερασματικά, η συμφωνία κατάπαυσης του πυρός αποτελεί ένα θετικό βήμα για την σταθεροποίηση της Λιβύης, αλλά υπάρχουν πολλά ζητήματα που πρέπει να διευθετηθούν. Η πληθώρα ένοπλων μη κρατικών δρώντων και η αδυναμία των δύο πλευρών να τους επιβληθούν, η κατανομή της πολιτικής εξουσίας και των οικονομικών πόρων, μεταξύ δύσης και ανατολής, και ο ρόλος των εξωτερικών δυνάμεων αποτελούν ερωτήματα στα οποία δεν υπάρχουν εύκολες απαντήσεις. Τα αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα ενός μεγάλου αριθμού παραγόντων, τόσο εσωτερικών όσο και εξωτερικών, περιπλέκουν ιδιαίτερα τη διαχείριση της λιβυκής κρίσης.