Του Γιώργου Πασσά,
Στο “Plot Against America”, ο Philip Roth, ορμώμενος από ιστορικά γεγονότα, παρουσιάζει μία μυθοπλασία, που στις Η.Π.Α. του Μεσοπολέμου, ελέω των δημαγωγών, της εξελισσόμενης στην Ευρώπη κατάστασης και της οικονομικής κατάρρευσης, επικρατεί ο φασισμός. Ένας «αντισυστημικός» υποψήφιος, αμφίβολων δημοκρατικών πεποιθήσεων και με κύριο όπλο τον λαϊκισμό, καταλαμβάνει την εξουσία. Η άνοδος παρόμοιων λαοπλάνων με αυταρχικές τάσεις δεν υλοποιήθηκε στις πραγματικές Η.Π.Α. Αυτό, όμως, δεν οφείλεται ούτε στην έλλειψη τέτοιων προσωπικοτήτων από το αμερικανικό πολιτικό στερέωμα, αλλά ούτε και προφανώς στους φύσει ενάρετους Αμερικανούς πολίτες, που ουδέποτε έπεσαν και πρόκειται να πέσουν θύματα επίδοξων δημαγωγών. Αντιθέτως, παρ’ ότι το έδαφος ήταν απολύτως πρόσφορο για την κλιμάκωση τέτοιων φαινομένων, είτε η τύχη είτε το ίδιο το σύστημα της αμερικανικής δημοκρατίας μπόρεσαν να διασφαλίσουν πως η ουσία του πολιτεύματος θα προστατευθεί πάση θυσία στο ακέραιο.
Στους σκοτεινούς καιρούς της Μεγάλης Ύφεσης, ιδίως κατά τη δεκαετία του ’30, μεταξύ των πάνω από 800 ακροδεξιών οργανώσεων και προσωπικοτήτων, τεράστια απήχηση απέκτησε ο εξτρεμιστής αιδεσιμότατος, Charles Coughlin. Αντισημίτης μέχρι το μεδούλι, ο Cοughlin, γνωστός και ως “Radio Father”, είχε εβδομαδιαία εκπομπή στο ραδιόφωνο, την οποία παρακολουθούσαν σταθερά πάνω από 40.000.000 ακροατές. Τασσόμενος ανοιχτά κατά της δημοκρατίας, ζητούσε, μεταξύ άλλων, να καταργηθούν τα πολιτικά κόμματα και αμφισβητούσε την αξία των εκλογών. Στην εφημερίδα που εξέδιδε, τη Social Justice, φιλοξενούνταν φιλοφασιστικά κείμενα, αλλά και στήλες, όπως «προσωπικότητες της εβδομάδες», που είχε εμφανιστεί ο Μουσολίνι. Παρά τις ακραίες απόψεις του και παρά την ανοιχτή στήριξή του στο ναζιστικό καθεστώς και το φασιστικό σύστημα, ο Coughlin τύγχανε ευρείας αποδοχής, ενώ, στα στάδια και τα αμφιθέατρα, όπου εκφωνούσε τους πύρινους λόγους του, γνώριζε την αποθέωση. Την ίδια περίοδο, αναδύθηκε στην αμερικανική πολιτική σκηνή ο Huey Long, αυτοαποκαλούμενος και ως “Kingfish”, κυβερνήτης της Louisiana (1928-1932). Ξεσηκώνοντας τα πλήθη με το σύνθημα “Share Our Wealth”, ο Long υποσχόταν στον κόσμο την ανακατανομή του πλούτου. Κωφεύοντας στις συνταγματικές και νομοθετικές υπαγορεύσεις, ο Long θεωρούσε πως, όπως ο ίδιος είχε δηλώσει, αυτός είναι το Σύνταγμα. Όλοι συνομολογούσαν τα δημαγωγικά χαρίσματα του “Kingfish” και την αδιαφορία με την οποία αντιμετώπιζε τους νόμους. O ιστορικός Arthur M. Schlesinger Jr. τον θεωρούσε ως «τον πιο χαρισματικό δημαγωγό της εποχής του, έναν άνθρωπο που θύμιζε […] τον Βάργκας ή τον Περόν», ο Hodding Carter ΙΙ έγραφε πως είναι «ο πρώτος δικτάτορας που εμφανίστηκε στη χώρα», ενώ ο James A. Farley, υπεύθυνος της προεκλογικής εκστρατείας του Franklin D. Roosevelt, το 1932, δήλωνε εντυπωσιασμένος από τις ομοιότητες μεταξύ Long και Μουσολίνι, έπειτα από συνάντησή του με τον Ιταλό δικτάτορα, το 1933. Η απήχηση του Long ήταν, επίσης, ευρύτατη. Με πάνω από 27.000 πυρήνες πολιτικής προπαγάνδας σε όλη την αμερικανική επικράτεια, με εκπροσώπους του να βρίσκονται σε ταχυδρομική επικοινωνία με πάνω από 8.000.000 πολίτες και με τον ίδιο να λαμβάνει αλληλογραφία μεγαλύτερη από όλων των υπολοίπων γερουσιαστών μαζί, ο Long ήταν πεπεισμένος, όπως δήλωνε στους New York Times, πως θα κυριαρχήσει επί του Roosevelt στις εκλογές του 1936. Όλα του τα σχέδια, όμως, ανατράπηκαν τον Σεπτέμβριο του 1935, όταν και δολοφονήθηκε.
Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, σε δεκαετίες οικονομικής ευμάρειας, οι απειλές για τους δημοκρατικούς θεσμούς των Η.Π.Α. εξακολουθούσαν να δίνουν και να παίρνουν. Στις δεκαετίες του ’60 και του ’70, πρωταγωνιστούσε ο George Wallace, 45ος κυβερνήτης της Αλαμπάμα, πασίγνωστος για την πολιτική των φυλετικών διακρίσεων που υιοθετούσε στην πολιτεία του, ο οποίος είχε σημαντική απήχηση σε πανεθνική κλίμακα, φτάνοντας μία ανάσα από το χρίσμα των Δημοκρατικών το ’68 και το ’72. Ικανότατος στην εκμετάλλευση των «αισθημάτων οργής» του αμερικανικού λαού, ενθαρρυντικός προς τα φαινόμενα βίας και με συχνά πυκνά περιφρονητική στάση απέναντι στους συνταγματικούς κανόνες, ο Wallace εξέφραζε τις παλιές (ή, καθώς φαίνεται, σύγχρονες έως και σήμερα) καλές παραδόσεις «αντισυστημικότητας» και δυσπιστίας απέναντι στην κεντρική εξουσία. Παρ’ ότι έχασε το χρίσμα το 1968, συγκέντρωσε το 14% των ψήφων στις εθνικές εκλογές ως ανεξάρτητος υποψήφιος (!), ενώ το 1972 έμεινε ανάπηρος, έπειτα από απόπειρα κατά της ζωής του και ενώ είχε σαφές προβάδισμα έναντι του τελικού υποψηφίου των Δημοκρατικών, George McGovern, ο οποίος και έμελλε να υποστεί συντριβή στις προεδρικές εκλογές από τον Richard Nixon.
O Coughlin, o Long, o Wallace έφτασαν να υποστηρίζονται στο απόγειό τους από ένα ασύλληπτο ποσοστό της τάξεως του 30-40+% του εκλογικού σώματος, παρά τις τουλάχιστον ακροδεξιές απόψεις τους, αποτελώντας έτσι περίτρανη απόδειξη πως φωνές που αμφισβητούν τη δημοκρατία και κλείνουν το μάτι στον αυταρχισμό δεν αφήνουν παγερά αδιάφορους τους Αμερικανούς πολίτες. Όμως, ιδίως στις πολυπληθείς και συνηθέστερες περιπτώσεις εξτρεμιστών, που αναγκαστικά αναδύονταν μέσα από τους κομματικούς μηχανισμούς, οι ίδιοι αυτοί μηχανισμοί εν τέλει φρόντιζαν να προστατεύσουν τους θεσμούς και την ίδια τη δημοκρατία. Πέρα από την επιλογή που έκαναν παλαιότερα, μέχρι και τις αρχές του 20ου αιώνα, οι εκάστοτε «βαρόνοι» του Ρεπουμπλικανικού ή Δημοκρατικού κόμματος, φροντίζοντας να επιλέγεται τελικώς ένας υποψήφιος όσο το δυνατόν εγγύτερα στο μετριοπαθές, τα συνέδρια των κομμάτων, που πραγματοποιούνταν στη διάρκεια του 20ου αιώνα έως και σήμερα, εξασφάλιζαν πως, πέρα από τις λαϊκές ψήφους στις προκριματικές εκλογές, λόγω των απαραίτητων λεπτών πολιτικών ισορροπιών, που έπρεπε να διατηρηθούν, ο υποψήφιος που θα ανέκυπτε θα ήταν εν τέλει μετριοπαθής, διαλλακτικός και «εμπορικός», ώστε να έχει τις μεγαλύτερες δυνατές πιθανότητες, να κερδίσει τις εκλογές. Έτσι, όπως ανέφερε ο ιστορικός Arthur Hadley το 1976 στο έργο του The Invisible Primary, επρόκειτο ουσιαστικά για «αφανείς προκριματικές εκλογές», ενώ το κομματικό κατεστημένο και οι σύγχρονοι «βαρόνοι» του κόμματος, δηλαδή οι γερουσιαστές, οι κυβερνήτες κτλ. καθόριζαν εν πολλοίς με τη στήριξή τους, εμμέσως ή αμέσως, το ποιος θα αναλάβει το χρίσμα, με αποτέλεσμα να δημιουργείται ένα προστατευτικό κιγκλίδωμα υπέρ των δημοκρατικών θεσμών, το οποίο απέκλειε καθετί το εξτρεμιστικό και το αυταρχικό. Και για περίπου 25 χρόνια, ο Hadley είχε δίκιο.
Με τις εκλογές του 2016, επισφραγίστηκε η αλλαγή του πολιτικού σκηνικού. Από εκεί που συγκέντρωνε πενιχρά ποσοστά στις πρώτες προκριματικές, ο Trump, δίχως να χαίρει κανενός «βαρόνου» την εκτίμηση ή την υποστήριξη και όντας ένας αμφιλεγόμενος επιχειρηματίας, με μηδαμινή πολιτική εμπειρία, έκανε σταδιακά την έκπληξη, περνώντας από έναν μαραθώνιο προκριματικών εκλογών, ποντάροντας στην «αντισυστημικότητα», εκμεταλλευόμενος την υπαρκτή ή πλασματική οργή του αμερικανικού λαού, χρησιμοποιώντας την εξωτερική αρωγή, που του προσφέρθηκε, και επικεντρώνοντας την προπαγάνδα του στον τομέα της οικονομίας, κυριαρχώντας εν τέλει επί διακεκριμένων μελών του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος με βαρύ πολιτικό βιογραφικό, όπως ο Jeb Bush, ο Marco Rubio ο Ted Cruz και άλλοι. Με τις εκλογές του 2020 να έχουν παρέλθει και την ένταση να κορυφώνεται, το ερώτημα που καλούνται να επιλύσουν οι πολίτες με την ψήφο τους δεν είναι μία «απλή» επιλογή Προέδρου. Αντιθέτως, η 3η Νοεμβρίου θεωρείται πως θα καθορίσει σε μεγάλο βαθμό την πορεία που θα ακολουθήσει η χώρα όχι απλώς σε ζητήματα εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής, αλλά, κυρίως, σε ζητήματα αντιμετώπισης σοβαρότατων κινδύνων για τη δημοκρατία, κυρίως όσον αφορά τη διαχείριση αυταρχικών προσωπικοτήτων, ικανών να «φάνε» τους θεσμούς εκ των έσω, να καταλύσουν τα θεσμικά αντίβαρα και, εν ολίγοις, να οδηγήσουν το κράτος σε απολυταρχία.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- How Democracies Die, Steven Levitsky & Daniel Ziblatt, Penguin Books Ltd, 2019
- The Politics of Unreason: Right-Wing Extremism in America, 1790-1970, Seymour Martin Leapset & Earl Raab, Harper & Row, 1970
- Voices of Protest: Huey Long, Father Coughlin and the Great Depression, Alan Brinkley, Vintage Books, 1983
- The Invisible Primary, Arthur T. Hadley, Prentice Hall, 1976
- The Politics of Rage: George Wallace, the Origins of the New Conservatism and the Transformation of American Politics, Dan T. Carter, Louisiana State University Press, 2000