Της Ελληκαίτης Κουρτάκη,
Με αφορμή το διεθνές ακτιβιστικό κίνημα της αφροαμερικανικής κοινότητας BLM, το κύμα διαδηλώσεων για τις βάναυσες δολοφονίες μαύρων από αστυνομικούς, τη φυλετική ανισότητα στο αμερικανικό σύστημα ποινικής δικαιοσύνης και τις επικείμενες προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ, ήρθε στην επιφάνεια μια μίνι σειρά του Netflix σε σκηνοθεσία Ava DuVernay με τίτλο «When they see us». Η σειρά στηρίζεται στην υπόθεση “The Central Park Jogger Case/The Central Park 5” την οποία εξιστορεί μέσα από τα μάτια των νεαρών, τότε, μαθητών από το Harlem, οι οποίοι βίωσαν μια καταδίκη για ένα έγκλημα που δεν διέπραξαν από ένα σύστημα που «γρονθοκοπά» τον απροστάτευτο, τον διαφορετικό, τη μειονότητα ενώ, παράλληλα, «κλείνει το μάτι» στη διαφθορά του σήμερα και εγείρει νέα ερωτήματα γύρω από τον συγκερασμό ρατσισμού και δικαιοσύνης, δικαίου και δικαίωσης, Trump και πολιτικής σκηνής.
Στις 19 Απριλίου 1989 η 28χρονη Trisha Meili βρέθηκε ημιθανής, σεξουαλικά κακοποιημένη και χτυπημένη στο Central Park της Νέας Υόρκης. Την ίδια στιγμή μια ομάδα 30 μαθητών βρίσκονταν στο πάρκο στα πλαίσια ενός «ξεφαντώματος» (wilding). Οι συλλήψεις οδήγησαν σε κρατήσεις 5 πιθανών υπόπτων, αγνώστων μεταξύ τους, 4 Αφροαμερικανών και 1 Λατίνου, ηλικίας 14-16 ετών. Οι Antron McCray, Raymond Santana Jr, Yusef Salaam, Kevin Richardson και Korey Wise, ύστερα από 42 ώρες ανακρίσεων, ενορχηστρωμένων από την Επικεφαλής της Μονάδας Σεξουαλικών Εγκλημάτων της εισαγγελίας, Linda Fairstein, ψυχολογική και σωματική βία, εξαναγκασμό σε αποποίηση των συνταγματικώς κατοχυρωμένων δικαιωμάτων τους και των απορρεόντων από αυτά Τροπολογιών, πλημμελής ενημέρωση των “Miranda Rights”, χωρίς την παρουσία δικηγόρου ή/και γονέα προέβησαν σε μια καθοδηγούμενη ομολογία για ένα έγκλημα που οι ίδιοι επανειλημμένα αρνήθηκαν ότι διέπραξαν. Παρότι για την εξιστόρηση του βιασμού υπήρχαν 5 διαφορετικές εκδοχές (αντικρουόμενες μαρτυρίες), απουσία όπλου και φυσικών/επιστημονικών ενδείξεων σύνδεσης των παιδιών με τη Meili, ερωτηματικά στο χρονοδιάγραμμα της εισαγγελίας, ελλιπές δείγμα DNA από τον τράχηλο (καθώς δεν υπήρξε αρκετό σπέρμα προς ταυτοποίηση) και μη ταυτοποιήσιμο με τους 5 υπόπτους σπέρμα που βρέθηκε στο εσωτερικό μιας κάλτσας δίπλα από το θύμα, η κατηγορούσα αρχή, και εν γένει η Πολιτεία, πέτυχε την καταδίκη τους τον Αύγουστο του 1990.
Στις 2 δίκες που έλαβαν χώρα τον ίδιο μήνα (καθώς η εκδίκαση της αυτής υποθέσεως έγινε με την καταδίκη των McCray, Santana, Salaam πρώτα και έπειτα των Richardson και Wise), η κατήγορος Elizabeth Lederer στηρίχθηκε στο ισχυρότερο όπλο της, στις γραπτές και μαγνητοσκοπημένες ομολογίες των νεαρών αγοριών, αποκρύπτοντας, βέβαια, ότι είχαν αποσπαστεί με τη χρήση βίας από όργανα ενός προκατειλημμένου συστήματος που πάσχισε με κάθε κόστος να διαλευκάνει ένα έγκλημα θυσιάζοντας στον βωμό του ρατσισμού 5 νεαρά αγόρια, καθώς η δική τους εμπλοκή στον βιασμό ταίριαζε με την ιστορία που είχε πλάσει στο μυαλό της η εισαγγελία. Μάλιστα, η ίδια η Meili παρίστατο ως μάρτυρας στο δικαστήριο αλλά, εξαιτίας των κρανιακών κακώσεων, υπέφερε από απώλεια μνήμης και δεν κατάφερε να τους αναγνωρίσει ως δράστες. Αξίζει, βέβαια, να σημειωθεί ότι η υπόθεση ανατέθηκε στο Παράρτημα 59 του Ανώτατου Δικαστηρίου της Νέας Υόρκης και μάλιστα στον δικαστή Thomas Galligan χωρίς προηγούμενη κλήρωση, όπως είθισται να γίνεται για την επιλογή δικάζοντος δικαστή.
Οι κατηγορίες ήταν βιασμός 1ου βαθμού, επίθεση 1ου και 2ου βαθμού, οχλαγωγία 1ου βαθμού, απόπειρα φόνου σε 2ο βαθμό και η ποινή φυλάκισης από 5 έως 12 έτη σε αναμορφωτικά ιδρύματα. Μόνο ο Wise, όντας 16 ετών, καταδικάστηκε ως ενήλικας σε 6 έως 15 χρόνια και εξέτισε την ποινή του σε 4 σωφρονιστικά καταστήματα ενηλίκων όπου και έπεσε επανειλημμένα θύμα ομαδικού ξυλοδαρμού. Μάλιστα, εξαιτίας της «φήμης» της υπόθεσής του, της υπερπροβολής από τα ΜΜΕ, που αναλώθηκαν σε ένα ατέρμονο κυνήγι μαγισσών με εξευτελιστικά πρωτοσέλιδα δεκαετιών και δριμύτατους χαρακτηρισμούς, και του φόβου για την ζωή του, κρατείτο επί σωρεία μηνών στην απομόνωση, ύστερα από παράκλησή του. Αυτή του η ποινική διαφοροποίηση στηρίζεται στα εξής: στο αμερικανικό ποινικό δίκαιο έφηβοι από 16 ετών μπορούν να δικαστούν ως ενήλικοι, ενώ το ίδιο ισχύει και για παιδιά ηλικίας 13-15 που τελούν ειδεχθή ή σοβαρά αδικήματα. Επομένως, αντί να δικαστούν στο Οικογενειακό Δικαστήριο, μεταφέρθηκαν σε ποινικό δικαστήριο ενηλίκων. Το νεαρό, ωστόσο, της ηλικίας των 4 επέτρεψε στο δικαστήριο την επιλογή, ως τόπου έκτισης της ποινής τους, ιδρύματα θεραπείας και αποκατάστασης (αναμορφωτήρια). Αντιθέτως, στον Wise, όπως και σε ανηλίκους από 16 ετών που έχουν καταδικαστεί για δολοφονία (και απόπειρα), ληστεία, βιασμό, επίθεση, εμπρησμό, απαγωγή και διάρρηξη, επιβλήθηκε το 1/3 της μέγιστης ποινής που αντιστοιχούσε στα εγκλήματα για τα οποία κατηγορείτο.
Η δικαιοσύνη για τα παιδιά αποδόθηκε το 2002, όταν ο Λατινοαμερικανός βαρυποινίτης, Matias Reyes, γνωστός και ως “East Side Rapist”, ομολόγησε τον βίαιο ξυλοδαρμό και βιασμό της Meili, εξαιτίας μιας τυχαίας συνάντησης με τον Wise στο Auburn State Correctional Facility, όπου ο τελευταίος εξέτιε την ποινή του από το 2001. Μάλιστα κατά την ομολογία του υποστήριξε ότι έκανε βόλτα στο πάρκο, φορώντας το γουόκμαν της, βουτηγμένος στο αίμα. Μετά την επίσημη αθώωση τους σε μια 2η δίκη, ομοσπονδιακός δικαστής αποζημίωσε τους 5 άντρες σε $41 εκατομμύρια, το μεγαλύτερο ποσό στην ιστορία της Νέας Υόρκης.
Και αν κάτι έλλειπε από μια υπόθεση με εμφανές ρατσιστικό υπόβαθρο, φυλετική ανισότητα και αστυνομική βαρβαρότητα αυτό δεν ήταν σίγουρα ο Trump! Αν και εκείνες τις ημέρες είχαν καταγγελθεί 28 βιασμοί και απόπειρες κυρίως σε βάρος μαύρων και λατίνων γυναικών, μόνο ο συγκεκριμένος τράβηξε την προσοχή της αμερικανικής κοινής γνώμης και τα φώτα των αδηφάγων ΜΜΕ. Το λευκό θύμα αρκούσε για να ξεχυθεί το δηλητηριώδες μείγμα αστυνομικής ασυδοσίας, πολιτικής βδελυρίας, δικαστικής μεροληψίας και Τραμπικής ανθρωποφαγίας! Ο τότε ρατσιστής-μεσίτης ακινήτων, νυν ρατσιστής-Πρόεδρος μίλησε με τα λεφτά του καταχωρώντας ολιγοσέλιδη «διαφήμιση» σε 4 εφημερίδες με κεντρικό τίτλο «ΘΕΛΟΥΜΕ ΠΙΣΩ ΤΗΝ ΘΑΝΑΤΙΚΗ ΠΟΙΝΗ. ΘΕΛΟΥΜΕ ΠΙΣΩ ΤΗΝ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ ΜΑΣ». Αυτή του η «καμπάνια καταδίκης-διαφήμιση» αξίας $85.000, που συνοδευόταν από την υπογραφή του, έγραφε συγκεκριμένα: «οι δολοφόνοι…πρέπει να υποφέρουν και όταν σκοτώνουν πρέπει να εκτελεσθούν για τα εγκλήματά τους». Μάλιστα, σε δηλώσεις του προηγούμενου έτους, ο Donald επέμεινε στους τότε ισχυρισμούς του δίχως να εμφανίζει ψήγμα μεταμέλειας. Απαντώντας σε ερώτηση δημοσιογράφου έξω από τον Λευκό Οίκο εάν θα ζητούσε σήμερα συγγνώμη από τους 5 άνδρες που καταδικάστηκαν άδικα, είπε: «Ομολόγησαν την ενοχή τους. Αν ακούσεις κάποιους από τους εισαγγελείς, θεωρούν ότι η πόλη δεν έπρεπε ποτέ να κλείσει συμβιβασμό για την υπόθεση. Ας μείνουμε σε αυτό».
Τα δυσθεώρητα ύψη εγκληματικότητας, ο βαθιά ριζωμένος φυλετισμός και η ψυχολογία του όχλου τροφοδότησαν την πολιτική της «μηδενικής ανοχής». Οι 5 πλήρωσαν την μηδενική ανοχή. Και πάνω στην αδίκως καταδικασμένη τους ζωή στηρίχτηκαν πολιτικές καριέρες. Γίνεται, λοιπόν, για μια ακόμα φορά σαφές ότι το «δόγμα της ασφάλειας» και το ίδιο το αμερικανικό ποινικοδικαιικό σύστημα τρέφει ο ρατσισμός, ο αηθικισμός, ο κυνισμός και ιδίως ο Τραμπισμός!
Πηγές
- Netflix, When they see us
- The New York Times, Trump Will Not Apologize for Calling for Death Penalty Over Central Park Five
- https://www.nytimes.com/2019/06/18/nyregion/central-park-five-trump.amp.html