Της Ευαγγελίας Παλαιολόγου,
Στις μικρές κοινωνίες, όπως και στην δική μου, οι ντόπιοι έχουν έναν καημό: Ζουν και αναπνέουν για τον «άλλον». Αυτό, έχει δύο προεκτάσεις. Από την μία πλευρά, οι πολίτες ενός μικρού τόπου ενδιαφέρονται πραγματικά για τον συνάνθρωπο. Τον βοηθούν με όποιον τρόπο μπορούν, από το να του χαρίζουν φρέσκα προϊόντα και τρόφιμα, μέχρι το να τον στηρίζουν σε κάποιο θέμα υγείας. Γι’ αυτό και στις περισσότερες μικρές κοινωνίες ισχύει ακόμα και σήμερα ο αντιπραγματισμός, ως τρόπος «πληρωμής» μεταξύ των ατόμων. Στις μικρές κοινωνίες οι άνθρωποι γνωρίζουν καλά ο ένας τον άλλον. Τον συναντούν καθημερινά, γνωρίζουν τις ανησυχίες του, τα προβλήματά του και τις χαρές του.
Ωστόσο, το γεγονός ότι οι άνθρωποι των μικρών κοινωνιών ζουν με την έγνοια του «άλλου» συνεπάγεται πολλές φορές δυστυχία, ζήλεια ή ακόμα και περιφρόνηση. Στις μικρές κοινωνίες οι πολίτες προσπαθούν να φανούν λίγο ή πολύ ανώτεροι απ’ ό,τι είναι, παρά να προσθέσουν κάτι εντυπωσιακό στην προσωπικότητά τους, ώστε να αποφύγουν την περιφρόνηση του αυστηρού κριτή. Αυτή η λαχτάρα του καθενός να είναι «κάποιος», να είναι «πολύς», εξαιρετέος και σημαντικός, είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα των ατόμων που μεγαλώνουν σε κλειστές κοινωνίες. Η καθημερινή τριβή με τα ίδια άτομα θέτει σε δοκιμασία τις αντοχές των ντόπιων, με αποτελέσματα να αναζητείται οποιοδήποτε διέξοδο. Δυστυχώς, τις περισσότερες φορές, η άσκηση κριτικής αποτελεί το μοναδικό διέξοδο, τη μοναδική «ευχαρίστηση». Άλλωστε, δεν είναι τυχαίο το ότι οι τίτλοι ταυτίζονται με το ρήμα «είμαι». Είμαι γραμματέας, είμαι καθηγητής, είμαι νομικός σύμβουλος, είμαι επιχειρηματίας. Πρώτα ο τίτλος και η στολή, και μετά ο άνθρωπος.
Έπειτα, η καθημερινή ασχολία των ντόπιων είναι σίγουρα το κουτσομπολιό. Τα νέα στους μικρούς τόπους ταξιδέψουν γρήγορα, γρηγορότερα και απ’ το φως! Μπορεί να είναι ψεύτικα, μπορεί και αληθινά. Αυτό δεν έχει σημασία. Σημασία έχει να τα γνωρίζουν όλα, να μπορούν να τα σχολιάζουν, να τα μελετούν και να αποκτούν ξεκάθαρη άποψη για τα προσωπικά των άλλων. «Μια οικογένεια είμαστε όλοι μας βρε αδελφέ!»
Η σοφή παροιμία λέει: «ξεβράκωτος βρακί ‘βαλε, σ’ όλον τον κόσμο το ‘δειχνε», που σημαίνει ότι η αξία του προσώπου λειτουργεί αντανακλαστικά, αρκεί οι άλλοι να αναγνωρίσουν την υπόστασή του καθενός κι ας είναι και αέρας.
Αυτό το παιχνίδι της κοινωνικής ανωτερότητας πηγάζει από την καχυποψία απέναντι στον «άλλον», από την προσπάθεια επιβολής δύναμης. Συχνά, τα άτομα περιφρονούν τους άλλους από φόβο μήπως τους περιφρονήσουν, κατηγορούν για να μην προλάβουν να τους κατηγορήσουν. Άλλωστε η συκοφαντία είναι ζήτημα πρωτιάς! Στις μικρές κοινωνίες ο ένας συκοφαντεί τον άλλον, όχι μονάχα για να έχει με κάτι να ασχοληθεί, αλλά και λόγω του φόβου που αισθάνεται μη τυχόν και αντιληφθεί ο «άλλος» την μηδαμινότητά του.
Σε περιπτώσεις δε χαράς ή επιτυχίας, είναι πιθανότερο κάποιος να συναντήσει βλέμματα καχυποψίας και λοιδορίας, παρά επευφημίες και κολακείες. Το ξεχωριστό άτομο σπάνια αναγνωρίζεται. Συνήθως, χάνεται μέσα στην «βλακεία» των πολλών. Στην τελική, λίγοι είναι εκείνοι που χαίρονται με τη χαρά του άλλου. Και στην πραγματικότητα, αυτό που μετράει δεν είναι το να συμπονάει ο άλλος την λύπη σου, αλλά το να χαίρεται ειλικρινά και αληθινά με τη χαρά σου. Δυστυχώς όμως, είναι πιο εύκολη η κατηγόρια μιας καλής πράξης, από ότι είναι η παραδοχή και αποδοχή του ότι πράγματι, κάτι είναι καλό.
Όσοι ζουν σε μικρούς τόπους, πρέπει να θυμούνται ότι έχουν την τύχη να γνωρίζουν τον διπλανό τους και γι’ αυτό ακριβώς, έχουν κάθε λόγο να βιώνουν την ευτυχία. Γι’ αυτό, οι στενότητες και οι μικροπρέπειες πρέπει να περάσουν στην άκρη. Αυτό που έχει σημασία είναι το ότι η «καλημέρα» είναι μια λέξη ευλογημένη και εκείνοι που έχουν την ευχέρεια να την ακούν καθημερινά από τους διπλανούς τους, πρέπει να είναι αληθινά ευτυχισμένοι άνθρωποι. Το να μπορεί κανείς να ακούει την «καλημέρα» ενός γνωστού του ανθρώπου, είναι πραγματική ευλογία!