16.7 C
Athens
Τρίτη, 5 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΔιεθνήBlack Hawk Down και Halloween Massacre: Ο ΟΗΕ δεν πετυχαίνει πάντα

Black Hawk Down και Halloween Massacre: Ο ΟΗΕ δεν πετυχαίνει πάντα


Της Ερωφίλης Σμυρνιωτάκη,

Ενώ υπάρχουν αρκετές επιτυχημένες ειρηνευτικές αποστολές του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, η ιστορία μάς δείχνει ότι αυτό δεν συμβαίνει πάντα. Παρά τις καλές προθέσεις του, ο ΟΗΕ αντιμετωπίζει ποικίλα εμπόδια σε κάθε αποστολή, που ορισμένες φορές έχουν αποδειχτεί αρκετά, για να μην επιτευχθεί το επιθυμητό αποτέλεσμα.

Σομαλία

Μετά από μία παρατεταμένη κατάσταση ανθρωπιστικής και οικονομικής κρίσης, που προκλήθηκε από τη Σομαλική επανάσταση του 1986 και την πτώση της κυβέρνησης του Siyaad Barre, το 1991, το κενό εξουσίας, που είχε προκύψει, διεκδικήθηκε σε ένοπλες συγκρούσεις από αρκετές αντιτιθέμενες ομάδες. Ακολούθησε ένα διεθνές συμβούλιο πάνω στο ζήτημα της Σομαλίας, από το οποίο αναγνωρίστηκε από τη διεθνή κοινότητα ως νέος πρόεδρος της Σομαλίας ο Ali Mahdi Mohammad, χωρίς, όμως, να μπορεί να ασκήσει την εξουσία του, ακόμα και στο σύνολο της πρωτεύουσας της χώρας. Πλέον, η Σομαλία θεωρούταν “failed state”. Οι εξελίξεις αυτές κινητοποίησαν τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών και, με τα Ψηφίσματα 733 και 746 του Συμβουλίου Ασφαλείας, επιβλήθηκε κατάπαυση πυρός και δημιουργήθηκε η United Nations Operation in Somalia I – UNOSOM I.

Πρωτεύων στόχος της ειρηνευτικής αυτής αποστολής ήταν η ανθρωπιστική βοήθεια και η διατήρηση της ειρήνης στη Σομαλία. Όμως, δεν φαινόταν ικανή να πετύχει τους στόχους της και, με το Ψήφισμα 794, εγκρίθηκε η αποστολή «κυανόκρανων», η ένοπλη επέμβαση υπό την οργάνωση των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής και δημιουργήθηκε η Unified Task Force (UNITAF), που ανέλαβε τα καθήκοντα της UNOSOM I, τον Δεκέμβριο του 1992. Η αποστολή δεν «αγκαλιάστηκε» από τις τοπικές δυνάμεις, με τον πολέμαρχο και πρώην στρατηγό, Mohammad Ali Farah Aideed, να επιτίθεται ενεργά εναντίον των δυνάμεων του ΟΗΕ.

Πεζοναύτες από τη Joint Task Force Somalia φορτώνουν ελικόπτερο CH-46 “Sea Knight” στα πλαίσια της UNITAF.

Το 1993, έγινε η μετάβαση στην United Nations Operation in Somalia II (UNOSOM II), με το ψήφισμα 814, η οποία είχε ως εντολή να αξιοποιήσει «όλα τα αναγκαία μέσα», για να διασφαλίσει την παροχή ανθρωπιστικής βοήθειας στην περιοχή και, έπειτα, να συμβάλλει στην επανοικοδόμηση του σομαλικού κράτους. Η αποστολή αυτή, που είχε περάσει πλέον από τη διατήρηση στην επιβολή της ειρήνης, αριθμούσε 28.000 προσωπικό, εκ των οποίων οι 22.000 ήταν ένοπλοι.

Οι επιθέσεις του Aideed και των υποστηρικτών του συνεχίζονταν, με τον ίδιο να θεωρείται εθνικός ήρωας, μαχόμενος έναντι των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, και, τον Ιούνιο του 1993, επιτέθηκαν σε πακιστανικά στρατεύματα, που δρούσαν ως μέρος της UNOSOM II. Οι μάχες εξελίχθηκαν μέχρι τον Οκτώβριο του 1993, όταν 19 Αμερικανοί στρατιώτες, 2 στρατιώτες από Μαλαισία και Πακιστάν, καθώς και περισσότεροι από 1.000 πολίτες και ένοπλοι από τη σομαλική πλευρά σκοτώθηκαν σε μία εισβολή στο Μογκαντίσου, με στόχο τη σύλληψη του Aideed. Η σύγκρουση αυτή, γνωστή ως “Black Hawk Down”, ονομάστηκε έτσι, καθώς, κατά τη διάρκειά της, καταρρίφθηκαν 2 αμερικανικά ελικόπτερα τύπου Sikorsky UH-60 Black Hawk και θεωρήθηκε πύρρειος νίκη των δυνάμεων του ΟΗΕ. Τα πτώματα των Αμερικανών στρατιωτών σύρθηκαν στους δρόμους από την αντίπαλη πλευρά, γεγονός που προβλήθηκε στην αμερικανική τηλεόραση, προκαλώντας δημόσια κατακραυγή και το διαβόητο “bodybag syndrome”(*) στην αμερικανική κοινωνία.

Ένα από τα κατεστραμμένα Sikorsky UH-60 Black Hawk.

Μετά από τις σημαντικές απώλειες που υπέστησαν, οι Η.Π.Α. έκαναν μία δραστική στροφή στην εξωτερική τους πολιτική και, λίγο αργότερα, το 1995, ο ΟΗΕ απέσυρε την τελευταία του στρατιωτική αποστολή από την περιοχή, χωρίς, ωστόσο, να έχει επανέλθει καμίας μορφής τάξη στη χώρα. Θεωρείται πως ο φόβος για μία νέα σύγκρουση τύπου “Black Hawk Down” ήταν αυτός που οδήγησε στη μη επέμβαση στη γενοκτονία στη Ρουάντα από τις Η.Π.Α. Αργότερα, οι θάνατοι των αμάχων, κατά τη διάρκεια αυτής της σύγκρουσης, χαρακτηρίστηκαν ως γενοκτονία. Η αποστολή UNOSOM II είχε ποικίλες οργανωτικές αδυναμίες και είναι, επίσης, η τρίτη κατά σειρά αποστολή σε αριθμό επιβεβαιωμένων φόνων, στους οποίους εμπλέκονταν «κυανόκρανοι», στρατεύματα ή υπάλληλοι συσχετισμένοι με τον ΟΗΕ, με 24 περιστατικά.

Ανγκόλα

Οι αποστολές του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών στην Ανγκόλα ξεκίνησαν κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, που ξεκίνησε το 1975, στη χώρα, μετά τη διακήρυξη της ανεξαρτησίας της, ενώ τελείωσε οριστικά το 2002, γεγονός που τον καθιστά τον πιο μακροχρόνιο πόλεμο στη σύγχρονη αφρικανική ιστορία. Πρωταγωνιστές του ήταν δύο πρώην αντιαποικιοκρατικά αντάρτικα κινήματα, το κομμουνιστικό People’s Movement for the Liberation of Angola (MPLA) και το αντικομμουνιστικό National Union for the Total Independence of Angola (UNITA). Αποτέλεσε, επίσης, όπως είναι προφανές, ένα εναλλακτικό πεδίο σύγκρουσης για τον Ψυχρό πόλεμο. Το Δεκέμβριο του 1988, υπογράφηκαν από την Ανγκόλα, την Κούβα και τη Νότιο Αφρική οι συμφωνίες “New York Accords”, που έδωσαν τέλος στην επέμβαση ξένων δυνάμεων στον εμφύλιο και, την ίδια ημέρα, το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ δημιούργησε την πρώτη United Nations Angola Verification Mission (UNAVEM), για τη διατήρηση της ειρήνης και την επίβλεψη της απόσυρσης των ξένων δυνάμεων από τη χώρα.

Μέσα σε λίγους μήνες, ωστόσο, οι μάχες είχαν ξεκινήσει ξανά και ένας συνδυασμός πολιτικών αλλαγών στο εξωτερικό, με στρατιωτικές νίκες στο εσωτερικό, οδήγησε στη μετάβαση σε ένα «δημοκρατικό κράτος δικαίου». Με τις συμφωνίες που έγιναν γνωστές ως “Bicesse Accords”, τον Μάιο του 1991, η δεύτερη UNAVEM ανέλαβε την επίβλεψη της μετάβασης του πολιτικού συστήματος. Ωστόσο, έχει αναφερθεί ότι η παρουσία του ΟΗΕ ήταν ελάχιστη. Η προσπάθεια του Οργανισμού να «χτίσει» πάνω στην επιτυχία του στη Ναμίμπια δεν εξελίχθηκε όπως αναμενόταν, καθώς αυτή η αποστολή δεν μπορούσε να έχει τόσο χαμηλό κόστος και να προσφέρει μία εύκολη λύση. Αποτέλεσμα ήταν αρκετές παρασπονδίες στη διαδικασία των εκλογών, η οποία, εν τέλει, κατέρρευσε, όταν κυβερνητικές δυνάμεις επιτέθηκαν σε μέλη του UNITA. Πολίτες, οπλισμένοι από την αστυνομία, και κυβερνητικές δυνάμεις εκτέλεσαν μαζικά υποστηρικτές του UNITA. Το MPLA ευθύνεται για το θάνατο συνολικά περισσότερων από 10.000 ψηφοφόρων του UNITA και του FNLA σε όλη τη χώρα, κατά το λεγόμενο “Halloween Massacre”.

Απολογισμός απωλειών μετά το Halloween Massacre.

Οι μάχες συνεχίστηκαν σταθερά, με τον ΟΗΕ να επεμβαίνει ελάχιστα κατά του UNITA, που, μέχρι το τέλος του 1993, είχε πλέον τον έλεγχο σε πάνω από το 70% της Ανγκόλα. Επιτέλους, το 1994, επεκτάθηκαν τα καθήκοντα της UNAVEM II, ώστε να επιβλέπει την τήρηση του Lusaka Protocol, μίας ακόμα εκεχειρίας που υπέγραψαν τα δύο εμπόλεμα μέρη, με στόχο τη λήξη του εμφυλίου.

Η UNAVEM III, που ιδρύθηκε με το ψήφισμα 976, ξεκίνησε, στις αρχές του 1995, κυρίως με επιβολές κυρώσεων κατά του UNITA, με έμφαση στα ανθρώπινα δικαιώματα και με 7.000 «κυανόκρανους», πολλαπλάσιες, δηλαδή, δυνάμεις από την προηγούμενή της. Ωστόσο, η αποστολή στην Ανγκόλα θεωρήθηκε η μικρή και άχρηστη διάδοχος της UNAVEM II, όπως αργότερα και η Observer Mission in Angola (MONUA, 1997-1999), καθώς ούτε αυτές έδειχναν να καταφέρνουν να περιορίσουν το UNITA, που διαρκώς επεδίωκε να ανέλθει στην εξουσία, ή, έστω, να περιορίσουν τις παραβιάσεις των συμφωνιών και τον επανεξοπλισμό των δύο μερών.

Αποσυρμένος εξοπλισμός του UNITA.

Η διαρκώς εντεινόμενη κατάσταση υποβάθμισε περαιτέρω τις προσπάθειες της MONUA και, εν τέλει, η κατάρριψη δύο αεροπλάνων των Ηνωμένων Εθνών, τον Δεκέμβριο του 1998 και τον Ιανουάριο του 1999, την οδήγησε γρήγορα στην ανυπαρξία, με την κυβέρνηση της Ανγκόλα να ζητά τον τερματισμό της, τον Φεβρουάριο του 1999. Στην περιοχή παρέμεινε μόνο το United Nations Office in Angola (UNOA), δυναμικού 30 ατόμων, με σκοπό τη συνεργασία με τις αρχές για την επαναφορά της ειρήνης. Ωστόσο, δεδομένου ότι η κυβέρνηση επέλεξε μία πολιτική “peace through war” και ο φυσικός πλούτος της χώρας τής επέτρεπε να έχει αρκετά κεφάλαια, αυτό περιορίστηκε σε ανθρωπιστικά ζητήματα, υπογραμμίζοντας την αδυναμία του ΟΗΕ να δράσει ως καθοριστικός λήπτης αποφάσεων στην κατάσταση.

(*)”bodybag syndrome”: η αποστροφή που προκαλούν οι ανθρώπινες απώλειες στην κοινή γνώμη, με αποτέλεσμα τη μειωμένη υποστήριξη σε στρατιωτικές αποστολές. Οι λήπτες αποφάσεων ενδέχεται να προσαρμόσουν εκ νέου την εξωτερική τους πολιτική, με συνέπεια τη μειωμένη πρόθεση να παρέχουν προσωπικό. Χαρακτηριστική τέτοια περίπτωση για τις Η.Π.Α. αποτέλεσε ο Πόλεμος στο Βιετνάμ.

Ενδεικτικές Πηγές

  • Χειλά, Ε., (2013). Οι Διεθνείς Συγκρούσεις Στον 21ο Αιώνα – Ζητήματα Θεωρίας Και Διαχείρισης. Αθήνα: Εκδόσεις Ποιότητα.
  • Aksu, E., (2003). The UN in the Angola conflict: UNAVEM. In: The United Nations, intra-state peacekeeping and normative change. Manchester University Press. Διαθέσιμο σε: https://www.jstor.org/stable/j.ctt155j6v7.
  • Howland, T., (2004). UN Human Rights Field Presence as Proactive Instrument of Peace and Social Change: Lessons from Angola. Human Rights Quarterly, Vol. 26(No. 1). Διαθέσιμο σε: https://www.jstor.org/stable/20069714.
  • Paulo, M., (2004). The Role of The United Nations in The Angolan Peace Process. [online] Conciliation Resources. Διαθέσιμο σε: https://www.c-r.org/accord/angola/role-united-nations-angolan-peace-process.

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Ερωφίλη Σμυρνιωτάκη
Ερωφίλη Σμυρνιωτάκη
Γεννημένη το 1999, φοιτά στο τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιά. Όνειρό της είναι να εξερευνήσει τον κόσμο και τον εαυτό της όσο περισσότερο μπορεί. Μεγάλωσε ανάμεσα σε βιβλία και θεωρεί πως το διάβασμα διαμόρφωσε την προσωπικότητά της όσο τίποτα. Πέρα από τη σχολή της, τα φοιτητικά της χρόνια έχουν απασχολήσει ο εθελοντισμός, η μουσική, η εκμάθηση ξένων γλωσσών και τα συνέδρια προσομοιώσεων διεθνών και ευρωπαϊκών θεσμών.