Του Δημήτρη Τριανταφύλλου,
Χωρίς αμφιβολία, ο όρος «οικονομική ολοκλήρωση» δηλώνει τη διαδικασία συνδυασμού ανεξάρτητων οικονομιών και τη δημιουργία μεγαλύτερων οικονομικών οντοτήτων. Ο παραπάνω όρος περιλαμβάνει, αφενός, την έννοια της συνολικής οικονομικής ολοκλήρωσης, ευρέως γνωστή και ως παγκοσμιοποίηση, και αφετέρου, την έννοια της περιφερειακής οικονομικής ολοκλήρωσης.
Συγκεκριμένα, η έννοια της περιφερειακής οικονομικής ολοκλήρωσης περιλαμβάνει την εμβάθυνση της ενδοπεριφερειακής οικονομικής αλληλεξάρτησης μέσω του εμπορίου, των άμεσων ξένων επενδύσεων και της εναρμόνισης των εμπορικών κανονισμών και πρακτικών, η οποία γίνεται δυνατή με τη δημιουργία περιφερειακών εμπορικών ενώσεων. Αυτή η μορφή ολοκλήρωσης χαρακτηρίζεται από το στοιχείο της διάκρισης απέναντι στον υπόλοιπο κόσμο, δηλαδή στα μη μέλη της ενοποιημένης οικονομίας.
Οι λόγοι συμμετοχής των κρατών σε μια Περιφερειακή Ένωση είναι τόσο οικονομικοί όσο και πολιτικοί. Ο βασικός οικονομικός λόγος είναι τα οφέλη που προκύπτουν για τα κράτη-μέλη από την απελευθέρωση του εμπορίου και τη μεγέθυνση της αγοράς για τα προϊόντα τους. Θεωρητικά, μεγαλύτερο όφελος αποκομίζουν τα κράτη με πολύ μικρή εσωτερική αγορά, που αποτελεί εμπόδιο για την εκμετάλλευση οικονομιών κλίμακας και την επίτευξη υψηλών ρυθμών μεγέθυνσης μακροχρόνια. Παράλληλα, οι μεμονωμένες χώρες επιτυγχάνουν ελαχιστοποίηση του κόστους προσαρμογής τους στη διεθνή οικονομία, λόγω της προστασίας από τον παγκόσμιο ανταγωνισμό που απολαμβάνουν οι μη ανταγωνιστικές βιομηχανίες τους στα πλαίσια μιας περιφερειακής εμπορικής συμφωνίας.
Τα κράτη-μέλη αντλούν οφέλη και από τους μεταξύ τους στενότερους οικονομικούς και πολιτικούς δεσμούς εντός των περιφερειακών εμπορικών ενώσεων. Οι δεσμοί αυτοί συμπεριλαμβάνουν αποζημιώσεις ή ειδικές μεταβιβαστικές πληρωμές προς τα ασθενέστερα κράτη-μέλη, με στόχο τη μεγαλύτερη οικονομική-κοινωνική συνοχή και συναίνεση μεταξύ των κρατών-μελών. Επιπλέον, δεδομένου ότι το κόστος συναλλαγών θεωρείται ένας ανεπίσημος, αλλά ουσιαστικός φραγμός στο ελεύθερο εμπόριο, η μείωση του βελτιώνει τη δυνατότητα προβλέψεων, αυξάνει την διαφάνεια και οδηγεί τελικά στη σταθερότητα των ρυθμών μεγέθυνσης κάθε οικονομίας.
Συχνά, τα μικρά κράτη επιδιώκουν συμφωνίες με τους μεγάλους εμπορικούς εταίρους, στους οποίους κατευθύνεται σημαντικό μέρος των εξαγωγών τους, με σκοπό να αποφύγουν πιθανές απώλειες από δασμούς ή άλλους ποσοτικούς περιορισμούς στις εισαγωγές τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η περίπτωση του Μεξικού και της Χιλής που επιδίωξαν να γίνουν μέλη της NAFTA (North American Free Trade Agreement), όπως και των εκτός Ένωσης μεσογειακών χωρών που επιδίωξαν να συνάψουν προτιμησιακές εμπορικές συμφωνίες με την Ε.Ε.
Η εκτίμηση των επιπτώσεων της συμμετοχής σε μία Περιφερειακή Ένωση απαιτεί τη σύγκριση των οφελών με το κόστος το οποίο συνεπάγεται. Ως οφέλη μπορούν να θεωρηθούν οι ευκαιρίες για επέκταση του εμπορίου και οι θετικές επιπτώσεις στην οικονομική ανάπτυξη και ευημερία της χώρας, ενώ ως κόστος μπορεί να θεωρηθεί η διακράτηση σε βάρος εξωτερικών προμηθευτών αγαθών και υπηρεσιών, στην περίπτωση που είναι πιο ανταγωνιστικοί από τους αντίστοιχους στο εσωτερικό της Ένωσης. Επιπρόσθετα, η απελευθέρωση του εμπορίου στο εσωτερικό της ένωσης αυξάνει τον εσωτερικό ανταγωνισμό, το οποίο έχει σαν αποτέλεσμα την αύξηση της κερδοφορίας και της ευημερίας των πιο ανταγωνιστικών βιομηχανιών, αλλά και την αύξηση του κόστους προσαρμογής των μη αποδοτικών μονάδων.
Οι παραπάνω επιπτώσεις από τη συμμετοχή των κρατών σε μία Περιφερειακή Ένωση ενισχύονται και μεγεθύνονται από τα δυναμικά αποτελέσματα της, δηλαδή από τα οφέλη συμμετοχής. Για παράδειγμα, η δημιουργία ενός πιο ανταγωνιστικού περιβάλλοντος σε συνδυασμό με την αύξηση του μεγέθους της αγοράς οδηγεί στην αύξηση των δαπανών σε επενδύσεις για έρευνα και ανάπτυξη, στην βελτίωση της παραγωγικότητας μέσω της ελεύθερης μετακίνησης των συντελεστών στις πιο αποδοτικές χρήσεις τους και στην δυνατότητα εκμετάλλευσης των οικονομιών κλίμακας. Αυτά τα αποτελέσματα αντιστοιχούν στο δυναμικό στοιχείο της ενοποιητικής διαδικασίας, διότι οδηγούν σε αύξηση της αποδοτικότητας της και στην επέκτασή της σε όλο και περισσότερες επιχειρήσεις στο εσωτερικό της Ένωσης.
Η δημιουργία μιας περιφερειακής ένωσης θα έχει σημαντική επίδραση όχι μόνο στον όγκο και την κατεύθυνση του εμπορίου μεταξύ των κρατών-μελών, αλλά και στις αποφάσεις για την επένδυση μέσα στην ένωση που αφορούν την κλίμακα και την τοποθεσία εγκατάστασης, τόσο από τα κράτη-μέλη όσο και από τα μη μέλη της ένωσης. Συγκεκριμένα, η συγκρότηση μιας περιφερειακής ένωσης επηρεάζει τις αποφάσεις για το μέγεθος και την τοποθεσία των επενδύσεων και των εκτός ένωσης εταιρειών, γεγονός που θεωρητικά, θα οδηγήσει σε μία πιο ορθολογική κατανομή των επενδύσεων διεθνώς. Συνήθως, οι πολυεθνικές επιχειρήσεις των χωρών που δεν είναι μέλη της ένωσης επιδιώκουν να εγκατασταθούν στο εσωτερικό της έτσι ώστε να αποφύγουν τους δασμούς και τους άλλους ποσοτικούς περιορισμούς στις εξαγωγές των προϊόντων τους αλλά και να έχουν να εχουν πρόσβαση στην χρήση φθηνότερου εργατικού δυναμικού. Αυτό σημαίνει ότι το κοινό εξωτερικό δασμολόγιο της ένωσης προς τις χώρες μη-μέλη οδηγεί συχνά σε επενδύσεις «υποκατάστασης εισαγωγών». Οι εξαγορές και οι συγχωνεύσεις είναι ο ταχύτερος αλλά και ο ελκυστικότερος τρόπος για τέτοιες επενδύσεις, αφού οι επιχειρήσεις διατηρούν τα υπάρχοντα μερίδια στην αγορά και αποκτούν νέους παραγωγικούς συντελεστές.
Συνεπώς, τα οφέλη και το κόστος από μία περιφερειακή ένωση αποτιμώνται με τη δημιουργία ή την εκτροπή εμπορίου. Αν η δημιουργία εμπορίου είναι μεγαλύτερη απο την εκτροπή εμπορίου, τότε η περιφερειακή ένωση έχει ευεργετικά αποτελέσματα και θεωρητικά συμβάλλει στην προώθηση της παγκοσμιοποίησης.