14.3 C
Athens
Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου, 2024
ΑρχικήΙστορίαΕλληνική αντεπίθεση: Με το χαμόγελο στα χείλη

Ελληνική αντεπίθεση: Με το χαμόγελο στα χείλη


Του Γεώργιου Μπρέτα,

Ο Άγγλος πρωθυπουργός, Ουίνστων Τσώρτσιλ, είπε: «Στο εξής, πρέπει να λέμε όχι ότι οι Έλληνες πολεμούν σας ήρωες, αλλά ότι οι ήρωες πολεμούν σαν Έλληνες». Αυτό το περίφημο απόφθεγμα το είπε ορμώμενος από την απρόσμενη νίκη του ελληνικού στρατού απέναντι στη φασιστική Ιταλία. Το έτος 1940, ο δικτάτορας Μπενίτο Μουσολίνι κυριευμένος από τον φθόνο, καθώς η Ναζιστική Γερμανία είχε υποτάξει την κεντρική Ευρώπη αποφάσισε πως ήρθε η ώρα, για να λάμψει και το άστρο της Ιταλίας. Αφού κατέλαβε την Αλβανία, προχώρησε σε μια αιφνιδιαστική επίθεση προς την Ελλάδα. Οι πρώτες ημέρες ήταν δύσκολες για το Γενικό Επιτελείο Στρατού. Παρόλη την πίεση, ο ελληνικός στρατός ανασυγκροτήθηκε ταχύτατα και από τις 14 Νοεμβρίου ξεκινά μια σφοδρή αντεπίθεση, που θα ταπεινώσει τους Ιταλούς και θα θάψει το όνειρο του Μουσολίνι για την ανασύσταση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.

Η 13η Νοέμβριου βρίσκει τον ελληνικό στρατό έτοιμο να αντεπιτεθεί στον εισβολέα. Ο Αλέξανδρος Παπάγος, αρχιστράτηγος του ελληνικού στρατού, έδωσε τις εξής οδηγίες: στο βόρειο τμήμα, το 3ο και το 5ο σώμα στρατού καταλαμβάνει με επιτυχία, στις 19 Νοεμβρίου, την Ντάρζα και συνεχίζοντας, στις 21 Νοεμβρίου, ο ελληνικός στρατός εισέρχεται στη Μορόβα και, μια μέρα αργότερα, στην Κορυτσά και, στις 4 Δεκεμβρίου, προελαύνουν δυτικά της Κορυτσάς καταλαμβάνοντας το όρος της Οστροβίτσας. Την ίδια στιγμή, το κεντρικό κομμάτι του στρατού, στις 5 Δεκεμβρίου, κατέλαβε την Πρεμετή και κατάφεραν να καταλάβουν το δίκτυο της κλεισούρας μαζί με την κατάληψη της ομώνυμης πόλης. Την επιχείρηση ανέλαβε το 2ο σώμα στρατού μαζί με την μεραρχία ιππικού, ενώ οι επόμενες εντολές ήταν η διασφάλιση της οδού Λεσκοβίκι-Κορυτσά, όπως και του υψώματος της Κορυτσάς.

Ο Αρχιστράτηγος Αλέξανδρος Παπάγος

Το μεγαλύτερο και δυσκολότερο κομμάτι της αντεπίθεσης ανέλαβε το κεντρικό σώμα του στρατού, αφού έπρεπε να αποφύγει την προέλαση από πεδινές εκτάσεις, όπου ήταν εύκολη βορρά στο ιταλικό άρματα μάχης και στην ιταλική αεροπορία, έτσι αναγκάστηκαν να πάνε μέσω της οροσειράς της Πίνδου. Πρόκειται για ένα αρκετά δύσκολο εγχείρημα, καθώς ο ελληνικός στρατός κινούνταν πολύ γρήγορα και χωρίς να δώσει ιδιαίτερη μέριμνα για τις γραμμές ανεφοδιασμού του. Στο μεταξύ, στο νότιο τμήμα του στρατού, οι Έλληνες, μετά από αιματηρές μάχες, κατάφεραν να εισχωρήσουν, στις 6 Δεκεμβρίου, στους Αγίους Σαράντα. Πρόκειται για μια νίκη ύψιστης στρατιωτικής σημασίας, αφού οι ιταλικές ενισχύσεις έπρεπε πλέον να καλύψουν μεγαλύτερες αποστάσεις. Την ημέρα της 8ης Δεκεμβρίου, και το Αργυρόκαστρο έπεσε σε ελληνικά χέρια και συνέχιζαν, με σκοπό την κατάληψη του λιμένα στον Αυλώνα, που ήταν το κύριο και πιο ζωτικής σημασίας λιμάνι για τον ιταλικό στρατό.

Σε αυτό το σημείο, θα πρέπει να αναφέρουμε ποιες ήταν οι μονάδες που πήραν μέρος στην εμπλοκή, με σκοπό να κατανοήσουμε καλύτερα το μέγεθος της σύγκρουσης. Αρχιστράτηγος των Ελλήνων είχε διοριστεί ο Αλέξανδρος Παπάγος. Το βόρειο τμήμα είχε αναλάβει ο Γεώργιος Τσολάκογλου (που διατέλεσε και πρωθυπουργός επί της κατοχής) υπό τις διαταγές του ήταν: το 3ο και το 5ο σώμα στρατού, που αναφέραμε, που, με τη σειρά τους, περιείχαν την 10η και την 11η ταξιαρχία πεζικού την 4η Ταξιαρχία Πεζικού και τους 9ο, 10ο και 11ο Συνοριακούς Τομείς. Το κομμάτι της Πίνδου ήταν κάτω από τις διαταγές του Χαράλαμπου Κατσιμήτρου και επανδρώνονταν με: 4 συντάγματα πεζικού, 15 τάγματα πεζικού, 16 πυροβολαρχίες, 5 ουλαμούς πυροβολικού συνοδείας, 2 τάγματα πολυβόλων κινήσεως, 1 πολυβολαρχία βαρέων πολυβόλων και 1 μεραρχιακή μονάδα αναγνωρίσεως, καθώς η ενίσχυση του κομματιού της Πίνδου ήταν σημαντική, αφού ήταν το δυσκολότερο σημείο προς υπεράσπιση.

Τέλος, στο νότιο κομμάτι, που και οι Ιταλοί δεν είχαν παρατάξει αρκετές δυνάμεις, υπήρχε το 1ο σώμα στρατού, που, παρόλη την έλλειψη έμψυχου -και όχι μόνο- δυναμικού, κατάφερε να προκαλέσει προβλήματα ανεφοδιασμού. Από την άλλη μεριά, οι Ιταλοί καθοδηγούνταν από τον αρχιστράτηγο Ουμπάντο Σόντου, που, αργότερα, αντικαταστάθηκε με εντολή του Ντούτσε από τον συνάδελφο του Ούγκο Καβαλλέρο. Στο βόρειο τμήμα, διέθεταν την 29η Μεραρχία Πεζικού Πιεμόντ, την 49η Μεραρχία Πεζικού Πάρμα, την 19η Μεραρχία Πεζικού «Βενέτσια», την 53η Μεραρχία Πεζικού Αρέτζο και ως εφεδρεία του Σώματος υπήρχε ένα Τάγμα Βερσαλλιέρων της 131ης Τεθωρακισμένης Μεραρχίας, με 50 άρματα στην περιοχή της Ερσέκας.

Συνολικά, το 26ο Σώμα περιλάμβανε 32 τάγματα, 47 πυροβολαρχίες (οι 5 βαριές), 60 άρματα, 1 σύνταγμα ιππικού και 4 τάγματα όλμων. Ενώ μετά στην Ήπειρο και στο νότιο κομμάτι, την εξής δύναμη: στην Ήπειρο, το 25ο Σώμα Στρατού «Τσαμουριά» (Ciamuria), που διέθετε: την 23η Μεραρχία Πεζικού «Φερράρα» (Ferrara), την 51η Μεραρχία Πεζικού «Σιένα» (Siena), την 131η Τεθωρακισμένη Μεραρχία «Κένταυρος» (Centauro), μειωμένης δύναμης, με δύναμη 4037 ανδρών 48 πυροβόλων και 90 αρμάτων, την Μεραρχία Ιππικού, ενισχυμένη με μονάδες πυροβολικού και πεζικού. Τα νούμερα, που μάς είναι γνωστά για τη φάση της αντεπίθεσης, είναι τα εξής: ελληνικός στρατός 232.000, την 13η Νοεμβρίου 1940, και οι Ιταλοί 270.000.

Παρά την υπεροπλία τους, οι Ιταλοί δεν μπόρεσαν να ανακάμψουν γρήγορα από τις επιθέσεις του Ελληνικού στρατού, γεγονός που οδήγησε σε μια ντροπιαστική ήττα. Ένας παράγοντας, που στάθηκε αρωγός, ήταν το γεγονός πως η πλειονότητα των ιταλικών στρατευμάτων προερχόταν από την Αφρική και δεν είχαν συνηθίσει το κρύο, που υπήρχε στις βουνοκορφές της Ηπείρου, ενώ, σε αντίθεση με τους Έλληνες, το ιταλικό επιτελείο δεν είχε γνώση της τοπογραφίας και του εδάφους, πράγμα που έκανε τις διαβιβάσεις δύσκολες, με αποτέλεσμα οι μηχανοκίνητες μονάδες τους να έχουν περισσότερο εφεδρικό ρόλο. Οι Έλληνες, από την άλλη μεριά, παρά τη χαλύβδινη πειθαρχία τους και την αποφασιστικότητά τους να νικήσουν, αντιμετώπιζαν τους εισβολείς. Επίσης, και αυτοί είχαν, με τη σειρά τους, προβλήματα ανεφοδιασμού, ενώ, την ίδια στιγμή, ο Ελληνικός στρατός είχε ελλείψεις ζωτικής σημασίας, αφού δεν μπορούσε ακόμα να ορθοποδήσει από την ήττα του στη μικρασιάτικη καταστροφή. Έχουν καταγραφεί περιπτώσεις που άνδρες έχαναν τα κάτω άκρα τους, λόγω έλλειψης υποδημάτων, ενώ αρκετοί ήταν εκείνοι που έσβησαν κάτω από τις πολικές θερμοκρασίες, λόγω έλλειψης κατάλληλης ένδυσης.

Κλείνοντας, πρέπει να πούμε πως, παρά τα προβλήματα και τις δυσκολίες, ο ελληνικός στρατός δεν παύει να έχει κατορθώσει το απίθανο. Η Ελλάδα ήταν το τελευταίο αξιόμαχο προπύργιο της Ευρώπης, που όρθωσε με αξιοπρέπεια και θάρρος το ανάστημά της απέναντι σε έναν παντοδύναμο εχθρό, κέρδισε τον σεβασμό των Συμμάχων και όχι μόνο. Αν θα μπορούσαμε να παρομοιάσουμε αυτή τη σύρραξη, τότε θα έπρεπε να μιλήσουμε για την ιστορία του Δαβίδ και του Γολιάθ, που ο μικρόσωμος ήρωας κατάφερε να νικήσει τον γιγαντόσωμο αντίπαλό του, χάρη στη γενναιότητά του.


Βιβλιογραφία
  • Θεοφάνης Βλάχος, Η Μάχη για την Απελευθέρωση της Κορυτσάς και Ανώτερη Στρατιωτική Διοίκηση Κορυτσάς,  Διαθέσιμο εδώ
  • Ηρακλής Ζαφείρης Υποστράτηγος ε.α., Στρατιωτική Ιστορία της Ελλάδας, Από την αρχαιότητα μέχρι τον Πόλεμο του 1940-41, Τυπογραφείο Ελληνικού Στρατού 1992
  • Της Αγγελικής Δήμα-Δημητρίου, Ελληνο-ιταλικός Πόλεμος 1940-1941 Ένας ορεινός Αγώνας, Διαθέσιμο εδώ
  • Λαλούσης Χαράλαμπους Αν/χου (Ανθυπολοχαγός), Ο Πόλεμος του 1940-41

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Γεώργιος Μπρέτας
Γεώργιος Μπρέτας
Γεννήθηκε το 2000 και σπουδάζει Ρωσική Γλώσσα και Φιλολογία στο Τμήμα Γλώσσας, Φιλολογίας & Πολιτισμού Παρευξείνιων Χωρών. Τρέφει μεγάλη αγάπη για τη στρατιωτική ιστορία.