Της Γεωργίας Παγιαβλά,
Οι κοινωνικές επιπτώσεις μιας οικονομικής καπιταλιστικής κρίσης είναι ένα κεντρικό πρόβλημα υπό διερεύνηση. Η παγκόσμια άνοδος της Ακροδεξιάς και των βαθιά συντηρητικών και αντιδραστικών ιδεολογικών ρευμάτων, δηλαδή η εκδήλωση μιας σύγχρονης μορφής φασισμού, χαρακτηρίζεται ως προϊόν της κρίσης. Τα νεοφασιστικά κινήματα εκμεταλλεύονται την ανασφάλεια που προκαλεί η οικονομική κρίση, προωθώντας μια ιδεολογία η οποία στηρίζεται στην ξενοφοβία και στον ακραίο εθνικισμό. Ο σύγχρονος φασισμός δεν αποτελεί επανάληψη του κλασικού ιστορικού φασισμού, έχουν όμως πολλά κοινά στοιχεία και έτσι, για να εκμηδενίσουμε κάθε περίπτωση επανεμφάνισης του, οφείλουμε να εντοπίσουμε τις ρίζες του για να μπορέσουμε να σταματήσουμε την επικράτησή του. Η παρούσα ανάλυση επιδιώκει να προβληματίσει για τη σχέση του φασισμού με το καπιταλισμό.
Σύμφωνα με τη κλασσική Μαρξιστική θεωρία, ο φασισμός ορίζεται ως ο μηχανισμός άμυνας που αξιοποιεί η αστική τάξη σε περίοδο ισχυρής οικονομικής και κοινωνικής κρίσης για να επαναφέρει την ταξική ισορροπία. Ο φόβος για την αριστερά, είναι ο μεγαλύτερος λόγος ενίσχυσης του φασισμού από την άρχουσα τάξη (Μαρκέτος, 2014). Όταν δεν υπάρχει ισχυρό αριστερό κίνημα δεν συγκροτείται το αντίπαλο δέος του, το φασιστικό κίνημα. Οι δύο ιδέες που διατρέχουν την μαρξιστική προσέγγιση είναι ότι (α) ο φασισμός είναι μια παρούσα απειλή του καπιταλιστικού συστήματος, δηλαδή δεν είναι απλώς ένα συγκυριακό γεγονός στην Δυτική ιστορία και (β) ο φασισμός αποτελεί την τελευταία απόπειρα διάσωσης του καπιταλιστικού συστήματος. Με άλλα λόγια, ο φασισμός συνδέεται με τον καπιταλισμό, από τη στιγμή που εκτός καπιταλισμού δεν έχει εκδηλωθεί αυτό το φαινόμενο.
Βέβαια, οι φιλελεύθερες απόψεις υποστηρίζουν ότι ο φασισμός παρουσιάζει μεγαλύτερη συνάφεια με τον σοσιαλισμό, αφού ο Εθνικοσοσιαλισμός είναι προϊόν του και δεν έχει καμία σχέση με τον καπιταλισμό (Richman, 2019). Η παραπάνω συσχέτιση προέρχεται από το γεγονός ότι στον φασισμό κυριαρχούν οι προστατευτικές και κρατικοπαρεμβατικές θεωρίες στην οικονομία της αγοράς. Άλλοι, συμφωνούν ότι υπάρχει σχέση μεταξύ φασισμού και καπιταλισμού, αλλά όχι αυτή που φαντάζονται οι Μαρξιστές, και δίνεται έμφαση στην άρνηση του ατομικισμού από το φασισμό, όπου εκδηλώνεται μέσα από την σχέση του με την περιουσία και τον ανταγωνισμό, αφού τα πάντα έπρεπε να είναι δημόσια και να ρυθμίζονται από μια ανώτερη ηθική της θυσίας. Με άλλα λόγια, η φράση του Χορκχάιμερ (1939) «όποιος θέλει να μιλήσει για το καπιταλισμό δεν πρέπει να μιλάει και για τον φασισμό», υποεκτιμά την βία του φασισμού έναντι του ατομικισμού της αστικής τάξης, του επιχειρηματικού πνεύματος, του ελεύθερου ανταγωνισμού και του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου (Pellicani, 2012). Δεν πρέπει όμως να παραβλέπονται οι λειτουργικές ομοιότητες ανάμεσα στην ιδεολογία του φιλελευθερισμού και στις πρακτικές του κοινωνικού δαρβινισμού, όπου ο δεύτερος οτιδήποτε μη αποδοτικό/εκμεταλλεύσιμο το θεωρεί χωρίς λόγο ύπαρξης. Στον φιλελευθερισμό αναγορεύεται η αγορά και ο ανταγωνισμός των ατόμων, ενώ στο φασισμό ο πόλεμος και ο ανταγωνισμός ομάδων (φυλές ή έθνη) (Μαρκέτος, 2014).
Ήδη από την εισαγωγή έγινε αισθητό ότι οι βαθιές κοινωνικές κρίσεις δημιουργούν όλες τις προϋποθέσεις για την εμφάνιση του φασισμού, καθώς ο πληθυσμός που έχει υποστεί τραύματα, έχει ταπεινωθεί, έχει θυματοποιηθεί, χωρίς να ξέρει από πού προέρχονται τα «χτυπήματα», αναζητά αποδιοπομπαίο τράγο. Τόσο στην Ευρώπη όσο και στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, η ταξική δυναμική του φασισμού είναι τα μεσαία στρώματα, διότι εκείνα φαίνεται να μετακινούνται προς τη δεξιότερη πτέρυγα των πολιτικών προτιμήσεων. Παρόλο που τα μεσαία στρώματα στηρίζουν το φασισμό, τελικά δεν φαίνεται να υποστηρίζονται από αυτόν τα δικά τους συμφέροντα. Χαρακτηριστικά, οι Ναζί αντιτάθηκαν στην αλληλεγγύη των εργατών και παρεμπόδισαν κάθε προσπάθεια τους να προωθήσουν τα συμφέροντα τους και τους υπέταξαν σε τυραννική πειθαρχία (Herer, 2020). Αντίθετα, διαπιστώνεται η ύπαρξη στενής σχέσης με την καπιταλιστική τάξη, αφού οι μεγάλης κλίμακας βιομηχανίες επί Ναζισμού φαίνεται να ωφελούνται. Ιστορικά, οι βιομήχανοι κατάφεραν να διαφυλάξουν τα συμφέροντα τους και να αυξήσουν τα κέρδη τους, ενώ οι μισθοί δεν παρουσίασαν την ίδια αυξητική τάση. Έτσι, μπορεί να υποστηριχτεί με ασφάλεια, ότι οι συνθήκες διαβίωσης των εργατών της Ναζιστικής Γερμανίας και της Φασιστικής Ιταλίας χειροτέρευσαν, ενώ οι μεγάλοι καπιταλιστές βοηθήθηκαν (Sinclair, 1976).
Κάθε άρχουσα τάξη στηρίζει τον φασισμό και για αυτό δεν προκαλεί εντύπωση ότι οι μεγαλύτερες Εκκλησίες, οι οποίες είναι οικονομικά και ιδεολογικά σημαντικές για τις καπιταλιστικές κοινωνίες συνέβαλαν στη στήριξή του. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το Βατικανό, όπου η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία διαπίστωσε την αντι-σοσιαλιστική στάση των φασιστών και την έμφαση που έδιναν στην πειθαρχία (Sinclair, 1976). Ακόμα και στη Γερμανία, όπου η επίδραση της θρησκείας ήταν περιορισμένη και οι Ναζιστές δήλωναν ανοιχτά άθρησκοι, δεν έλειψε η στήριξη που δέχτηκαν από τους παπάδες.
Πρέπει να αναγνωριστεί ότι ο λαϊκισμός σε όλες του τις μορφές, βασίζεται σε μια ιδεολογία μη επαναστατική, αφού δεν κλονίζει το καπιταλιστικό σύστημα, και ρεφορμιστική, η οποία τείνει να είναι τόσο αντι-καπιταλιστική, διότι τάσσεται κατά των μεγάλων επιχειρήσεων και αντι-σοσιαλιστική, διότι υποστηρίζει ότι προστατεύει τα συμφέροντα της εργασίας. Η ιδεολογία του λαϊκισμού δεν πρέπει να ταυτίζεται με αυτήν του φασισμού, όμως και τα δύο βρίσκουν απήχηση σε δημοκρατικά καθεστώτα με οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα και στηρίζονται από μια φιλελεύθερη μεσαία τάξη η οποία μετατοπίζεται από το κέντρο προς τη άκρα δεξιά (Čakardić, 2018). Ο Τραμπ στις ΗΠΑ, αν και δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ο ίδιος ως φασίστας, έχει αποδειχθεί μια χαρισματική φιγούρα που έχει κερδίσει έδαφος ανάμεσα στις νεοφασιστικές δυνάμεις, μέσα από την λαϊκιστική και εθνικιστική ρητορική του, η οποία βασίζεται σε αντι-μεταναστευτικές, αντι-Μουσουλμανικές τοποθετήσεις και τοποθετήσεις κατά των μαύρων. Ο Τραμπ ήταν αυτό που είχαν ανάγκη να ακούσουν οι ψηφοφόροι των περιοχών με ισχυρό κοινωνικό κεφάλαιο και με μακροχρόνια οικονομική και πληθυσμιακή συρρίκνωση (Rodríguez-Pose, 2020). Με άλλα λόγια, οι επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης από μόνες τους δεν είναι ικανές να εξηγήσουν την υποστήριξη του Τραμπ, ενώ η μακροχρόνια οικονομική υποβάθμιση είναι απαραίτητη συνθήκη.
Συμπερασματικά, μια σύγχρονη μορφή φασισμού μπορεί να γίνει η απάντηση στο πρόβλημα της χρόνιας στασιμότητας του ρυθμού μεγέθυνσης, της αύξησης των ανισοτήτων που θέτει τα μεσαία στρώματα σε κίνδυνο φτωχοποίησης και της παραγωγής πλούτου που οι εργαζόμενοι δεν μπορούν να καταναλώσουν και, για να αποτραπεί κάτι τέτοιο, πρέπει να αναγνωριστεί ότι ο φασισμός δεν είναι η κατάλληλη απάντηση στο πρόβλημα των καπιταλιστικών κρίσεων (Robinson, 2020). Ο φασισμός δεν είναι η μοίρα του καπιταλισμού, όμως φαίνεται ότι στοιχειώνει τον σύγχρονο καπιταλισμό και τον καθιστά μια ανατριχιαστική πιθανότητα. Αυτή η πιθανότητα συνδέεται με το βασικό προειδοποιητικό σημάδι της ριζοσπαστικής και λαϊκιστικής κινητοποίησης της χαμηλότερης μεσαίας τάξης που βρίσκει ανάχωμα σε αντισυστημική και αντικαπιταλιστική ρητορική (Herer, 2020). Για να εκμηδενιστεί, πρέπει να δοθεί έμφαση σε μια εναλλακτική λύση της κρίσης, που θα συμπεριλαμβάνει μια ατζέντα κοινωνικής ισότητας και αλληλεγγύης, που στοχεύει στη ρίζα των οικονομικών καπιταλιστικών κρίσεων.
Αναφορές
-
Herer, M. (2020). On Fascism and Capitalism. New Proposals: Journal of Marxism and Interdisciplinary Inquiry, 11(1).
- Robinson, W. (2020). To defeat capitalism, we must recognize it’s a failed response to capitalist crisis. Διαθέσιμο εδώ.
- Rodríguez-Pose, A., Lee, N., & Lipp, C. (2020). Golfing with Trump: social capital, decline, inequality, and the rise of populism in the US.
- Čakardić, A. (2018). We need to look for origins of fascism in capitalist crises. Διαθέσιμο εδώ.
- Μαρκέτος Σ. (2014). Η Ανατομία του Φασισμού. Σημειώσεις ανοιχτών ακαδημαϊκών μαθημάτων, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.
- Pellicani, L. (2012). Fascism, capitalism, modernity. European Journal of Political Theory, 11(4), 394-409.
-
Sinclair, P. R. (1976). Fascism and crisis in capitalist society. New German Critique, (9), 87-112.