Της Εύας Δημητρίου,
Το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο (ΔΠΔ) ιδρύθηκε το 1998, με το Καταστατικό της Ρώμης (Rome Statute), ενώ τέθηκε σε λειτουργία το 2002. Έκτοτε, είναι υπεύθυνο για την απονομή δικαιοσύνης και την ποινική δίωξη προσώπων για τα πιο σοβαρά εγκλήματα που απασχολούν τη διεθνή κοινότητα: εγκλήματα πολέμου, το έγκλημα της γενοκτονίας, εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και το έγκλημα της επίθεσης. Η ιδέα για την ίδρυση ενός τέτοιου δικαστηρίου αναδύθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Μετά τη δημιουργία των ad hoc διεθνών ποινικών δικαστηρίων για την Πρώην Γιουγκοσλαβία και τη Ρουάντα, η ανάγκη για την εγκαθίδρυση ενός μόνιμου δικαστηρίου, αρμόδιου για τέτοιες υποθέσεις, ενισχύθηκε. Σήμερα, το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο αριθμεί 123 κράτη-μέλη. Πολλά κράτη δεν υπέγραψαν ποτέ τη συνθήκη ίδρυσης του δικαστηρίου, ενώ άλλα, παρά την υπογραφή, δεν προχώρησαν ποτέ στην επικύρωσή της. Αξιοσημείωτο παράδειγμα: οι Ηνωμένες Πολιτείες.
Ο Πρόεδρος Clinton, παρότι υπέγραψε τη συνθήκη της Ρώμης, το 2000, δεν την υπέβαλε ποτέ στη Γερουσία για επικύρωση. Το 2002, το έτος της επίσημης ίδρυσης του δικαστηρίου, ο διάδοχός του, George W. Bush, απέσυρε την υπογραφή των ΗΠΑ από τη συνθήκη, ενημερώνοντας τα Ηνωμένα Έθνη πως, πλέον, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν έχουν καμία νομική υποχρέωση που να απορρέει από αυτή. Το ίδιο έτος, το Κογκρέσο ενέκρινε ένα νομοσχέδιο, το οποίο επέτρεπε στον Αμερικανό Πρόεδρο να χρησιμοποιήσει όλα τα απαραίτητα μέσα για την απελευθέρωση Αμερικανών υπηκόων, που βρίσκονται υπό την κράτηση του ΔΠΔ (American Service-Members’ Protection Act). Ακόμη, ο Πρόεδρος Bush προέβη σε διμερείς συμφωνίες με κράτη-μέλη του Καταστατικού της Ρώμης, οι οποίες δέσμευσαν τα κράτη να μην παραδώσουν Αμερικανούς πολίτες στο δικαστήριο. Ωστόσο, για τη διατήρηση της φερέγγυας θέσης των ΗΠΑ στη διεθνή δικαιοσύνη, ο Πρόεδρος Bush, κατά τη δεύτερη θητεία του, ακολούθησε μια πιο υποστηρικτική πολιτική. Το 2005, επέτρεψε στο Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών να παραπέμψει στο ΔΠΔ την υπόθεση του Νταρφούρ, και, αργότερα, προσφέρθηκε να βοηθήσει στην έρευνα του δικαστηρίου. Από την άλλη, η δημοκρατική κυβέρνηση του Barack Obama είχε εκδηλώσει την πρόθεσή της να συνεργαστεί με το Δικαστήριο από την αρχή. Το 2011, οι ΗΠΑ ψήφισαν στο Συμβούλιο Ασφαλείας υπέρ της παραπομπής της υπόθεσης της Λιβύης στο ΔΠΔ, ενώ έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη σύλληψη και μεταφορά αρκετών φυγάδων στη Χάγη, όπως του Κογκολέζου Bosco Ntaganda.
Σε αντίθεση με την πολιτική του Προέδρου Obama, η επιθετικότητα της κυβέρνησης Trump προς το ΔΠΔ έχει ξεπεράσει κάθε προηγούμενο. Το μήλον της έριδος για την κλιμάκωση των ήδη τεταμένων σχέσεων είναι η υπόθεση του Αφγανιστάν. Από το 2006, το ΔΠΔ διεξάγει μια προκαταρκτική εξέταση της κατάστασης του πολέμου. Τον περασμένο Μάρτιο, ενέκρινε το άνοιγμα έρευνας πιθανών εγκλημάτων πολέμου, που έχουν διαπραχθεί στο Αφγανιστάν, από το 2003 και μετά. Η έρευνα εστιάζει στη δράση των Ταλιμπάν και των συμμάχων τους, καθώς και της Αφγανικής κυβέρνησης εναντίον Αφγανών πολιτών. Ωστόσο, περιλαμβάνει και την εξέταση ισχυρισμών για εγκλήματα πολέμου, από μέρους των αμερικανικών δυνάμεων, ιδίως τα πρώτα χρόνια της αμερικανικής επέμβασης. Πώς, όμως, το Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία έναντι Αμερικανών προσώπων, ενώ οι ΗΠΑ δεν αποτελούν μέλος του; Το δικαστήριο μπορεί να ερευνήσει τη δράση προσώπων που προέρχονται από μη κράτη-μέλη, αν τα εγκλήματα έλαβαν χώρα στο έδαφος κράτους μέλους, αν το μη κράτος-μέλος αποδεχθεί ρητά τη δικαιοδοσία του δικαστηρίου ή αν το εξουσιοδοτήσει το Συμβούλιο Ασφαλείας. Στην προκειμένη περίπτωση, επομένως, όπου το Αφγανιστάν προσχώρησε στο Καταστατικό της Ρώμης το 2003, είναι δυνατή η ποινική δίωξη Αμερικανών στρατιωτών, αν κριθούν ένοχοι εγκλημάτων. Προς αποφυγή αυτού του σεναρίου, ο Πρόεδρος Trump ακολουθεί μια εξαιρετικά σκληρή πολιτική εναντίον του δικαστηρίου.
«Όσον αφορά στις Ηνωμένες Πολιτείες, το ΔΠΔ δεν έχει καμία δικαιοδοσία, καμία νομιμότητα και καμία εξουσία», αναφέρει ο Donald Trump, σε ομιλία του στα Ηνωμένα Έθνη, το 2018. Αλλά ο Ρεπουμπλικάνος Πρόεδρος δε δείχνει την αποδοκιμασία του μόνο με λόγια. Τον περασμένο Ιούνιο, υπέγραψε ένα εκτελεστικό διάταγμα, το οποίο επιτρέπει το πάγωμα των περιουσιακών στοιχείων υπαλλήλων του δικαστηρίου (και των οικογενειών τους) και την απαγόρευση εισόδου τους στις ΗΠΑ. Ακόμη, τον περασμένο Σεπτέμβριο, επέβαλε νέες κυρώσεις έναντι δικαστικών λειτουργών που ερευνούν την υπόθεση του Αφγανιστάν, συμπεριλαμβανομένης και της εισαγγελέως Fatou Bensouda. «Αυτού του είδους τις κυρώσεις συνήθως τις χρησιμοποιούμε ως μηχανισμό για την στόχευση εμπόρων ναρκωτικών και διαβόητων τρομοκρατών. Όχι δικηγόρων, εισαγγελέων, ερευνητών, δικαστών και άλλων προσώπων που εργάζονται ακατάπαυστα για να αποτρέψουν βάναυσα εγκλήματα», αναφέρει η Fatou Bensouda, σε συνέντευξή της. «Αυτό είναι σίγουρα άνευ προηγουμένου».
Η επιθετική πολιτική έναντι του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου μπορεί, για την κυβέρνηση Trump, να μοιάζει ένα αναγκαίο μέτρο για την προστασία της Αμερικανικής κυριαρχίας και των Αμερικανών υπηκόων, ωστόσο, βραχυπρόθεσμα, υπονομεύει τη θέση της χώρας ως σταθερής υπερασπίστριας του διεθνούς δικαίου. Κυρίως, όμως, πλήττει τον Αφγανικό λαό, του οποίου οι ελπίδες για απονομή δικαιοσύνης απομακρύνονται όλο και περισσότερο. Κρίσιμο ρόλο στην πορεία την έρευνας θα διαδραματίσει το αποτέλεσμα της 3ης Νοεμβρίου. Ίσως ο Δημοκρατικός Joe Biden να έδειχνε μεγαλύτερη προθυμία συνεργασίας με το δικαστήριο ή, τουλάχιστον, να ακολουθούσε μια πιο ήπια προσέγγιση.