Του Αθανάσιου Μαντζώλα,
Πριν από δύο μήνες, το άρθρο αυτό σίγουρα θα είχε περισσότερο ενδιαφέρον. Ίσως να το διάβαζαν κάνα δυο-τρεις παραπάνω. Ίσως, μερικοί να το ‘φταναν και μέχρι τέλους. Αναφέρομαι σε εκείνο το διήμερο που είχε γίνει μια φασαρία με κάποιον παίκτη από αυτά τα «τηλεσκουπίδια» της νυχτερινής ζώνης. Ο τύπος εκείνος είχε πει μια ανεκλάλητη φράση, η χυδαιότητα και η ξετσιπωσιά της οποίας πιστεύω πως είναι χαρακτηριστική όλων αυτών των προϊόντων μαζικής υποκουλτούρας που κατακλύζουν τα τηλεοπτικά προγράμματα. Φυσικά, δε θα κάτσω να αναλύσω το θέμα του βιασμού. Βρισκόμαστε στο 2020 και όχι στον 6ο μετά Χριστόν αιώνα. Η «λαϊκή» αγανάκτηση εκτονώθηκε γρήγορα, καθώς η επιφάνεια και η παροδικότητα είναι τα κύρια χαρακτηριστικά του φεϊσμπουκικού εντυπωσιασμού. Το «ατυχές» περιστατικό ξεχάστηκε με μόνη την αποβολή του παίκτη και αν κρίνει κανείς από τα νούμερα, μάλλον ωφέλησε παρά έβλαψε την εκπομπή. Τι ήθελε και το άνοιγε το ρημάδι; Δε του είπανε εκεί στο χωριό του στην Κρήτη ότι η σιωπή καμιά φορά είναι χρυσός; Κλωτσάς τέτοια ευκαιρία; Δεν είναι μόνον ότι θα έπαιζε η μούρη για λίγο καιρό στην τηλεόραση. Δεδομένου ότι η αθλιότητα είναι συνάρτηση του βαθμού τηλεθέασης, με την νέα σεζόν θα του ανοίγονταν πολλές πόρτες. Όχι απλά για να κάνει την γλάστρα σε κάποιο μεσημεριανό, ίσως και για να γίνει παρουσιαστής, δημοσιογράφος, ηθοποιός, τραγουδιστής και δε ξέρω ‘γώ τι άλλο.
Το πρόβλημα προφανώς και δεν είναι μονοσήμαντο. Ένας μεγάλος της εποχής μας, πολύ νωρίς είχε πει για την τηλεόραση ότι αναδεικνύεται στον σύγχρονο δάσκαλο και πως αυτή διαμορφώνει πλέον την νέα αγωγή. Τι επιρροή έχει ένας δάσκαλος, ένας καθηγητής; Μιλάνε και τους ακούνε είκοσι, τριάντα, το πολύ εκατό άνθρωποι. Ο κάθε τυχάρπαστος δημοσιογραφίσκος, ο κάθε αμόρφωτος και ανεύθυνος μιλάει και τον ακούνε εκατομμύρια. Όχι απλά εκατοντάδες ή χιλιάδες. Εκατομμύρια! Πρόκειται για τεράστια δύναμη, αν το σκεφθεί κανείς. Υπ’ αυτήν την έννοια δε θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι το σχολείο, ο δάσκαλος, το βιβλίο ανήκουν στο περιθώριο. Ποιος διαβάζει βιβλία, σήμερα; Οι περισσότεροι δεν διαβάζουν ούτε τα βιβλία που αγοράζουν, ούτε καν αυτά που λένε ότι τους αρέσουν. Η τηλεόραση μπαίνει σε κάθε σπίτι, διαμορφώνει χαρακτήρες, πλάθει συνειδήσεις. Είναι το επιπρόσθετο μέλος στην οικογένεια, ο κύριος συνομιλητής στο δημόσιο χώρο. Οι άνθρωποι όταν συζητούν (για οποιοδήποτε ζήτημα, για κοινωνικά, για αθλητικά, για πολιτική) τις περισσότερες φορές δεν εκφέρουν προσωπικές απόψεις, αναμηρυκάζουν αυτά που ακούν και διαβάζουν στο διαδίκτυο, στην τηλεόραση, στο facebook. Και οποιοσδήποτε αντίλογος αποκλείεται με το βεβαιωτικό «το είπαν στις ειδήσεις», «το είπε η τηλεόραση», «το είδα στο internet». Είναι οδυνηρή αυτή η απαιδευσιά, η γελοιότητα της αφελούς παντογνωσίας, συνεπής αντανάκλαση του νοητικού επιπέδου και της εκφραστικής ευχέρειας που καλλιεργεί η οθόνη.
Το προσωπικό της οθόνης (οι περιώνυμοι influencers), άνθρωποι ως επί το πλείστον ατάλαντοι, άγλωσσοι (συνεπώς και άσκεφτοι), με εμφανή και δραματικά χαμηλή νοημοσύνη. Καυχιόνται θρασύτατα την αφασία τους λες και είναι φυσιολογικό να είναι κανείς παντελώς άσχετος σ’ αυτή τη ζωή. Στα social media διακρίνεται και κάνει κουμάντο η μετριότητα και τα χαμηλά στάνταρ που έχουν οι άνθρωποι. Θεάματα που απάδουν της αισθητικής, σαχλά σενάρια, με αντικοινωνικές συμπεριφορές όταν πρόκειται για κοινωνικά, με πορνογραφικό περιεχόμενο όταν πρόκειται για ερωτικά, με οπαδιλίκια όταν πρόκειται για αθλητισμό. Μουσικές φασαριόζικες που το περιεχόμενο των στίχων αφορά ναρκωτικά, βία, ακραίο μισογυνισμό, σεξισμό, γενικά αντικοινωνικά πρότυπα, προωθούν την εικόνα της ζωής που διαλέγει τον εύκολο δρόμο της ικανοποίησης και της μιζεροξεφτίλας. Διαμορφώνουν μια κουλτούρα κιτς, lifestyle, εντεχνοσκυλάδικη, ομοϊχούσα και ομοϊοροπούσα με την θολούρα. Κάθε οθόνη ένα μαζικό ζυμωτήριο εγκεφάλων. Μαθαίνουμε να αποδεχόμαστε, να θαυμάζουμε και να εξυμνούμε το τίποτα ως κάτι κοινά αποδεκτό και ιδανικό. Έτσι, πλάθεται η κουλτούρα της μάζας. Ανεπαίσθητα εγκαθιδρύεται μια δικτατορία, η δικτατορία της μάζας που λόγω της πλειοψηφικής της ιδιότητας ενδύεται δημοκρατικό μανδύα. Η δύναμη, που χρειάζεται να έχει κανείς για να απομονωθεί από την σαβούρα που μας περιτριγυρίζει, είναι τεράστια.
Σε αντίθεση με την οθόνη, όταν ανοίγεις ένα βιβλίο, όταν διαβάζεις μια σελίδα συνοδεύεσαι από την ανάγκη να μάθεις, να συνεχίσεις, να εμβαθύνεις, το λεγόμενο πολιτικό σύνδρομο, πράγμα που δε συμβαίνει με το σκρολάρισμα, τη γρήγορη λήψη της πληροφορίας που σε αφήνει στην επιφάνεια, στην εντύπωση, αγνοεί την ουσία, το νόημα και καλλιεργεί μιαν επιπόλαιη ημιμάθεια. Οι λειτουργίες της σκέψης, η κριτική αμφισβήτηση, ο εμπειρικός έλεγχος υποκαθίσταται από τις εντυπώσεις. Μια συλλογικότητα, σημειώνει πολύ εύστοχα νομίζω ο καθηγητής Γιανναράς, που ζει σαν μονόδρομο την παγίδευση στις εντυπώσεις, με έντεχνα κατασκευασμένη την «πληροφόρηση», χάνει «ανεπαισθήτως» την επαφή με την πραγματικότητα, τη συνείδηση-επίγνωση του τι είναι πραγματικό και τι πλαστό και ψεύτικο. Οι εντυπώσεις υποκαθιστούν στεγανά την πραγματικότητα, αλλοτριώνουν τον άνθρωπο.
Μειώνεται συνεχώς το ενδιαφέρον (ή και η ανάγκη) για την ανθρώπινη σχέση. Η μυωπική αντίληψη των πραγμάτων, που διαμορφώνει η ψευδαίσθηση της οθόνης, καλλιεργεί την χρησιμοθηρία, την ανικανότητα σχέσης, την ανέραστη συμπεριφορά. Δε μπορούμε να κάνουμε φίλους, δε μπορούμε καν να ερωτευθούμε. Ταυτίζουμε την φιλία με την διασκέδαση του χρόνου μας, τον έρωτα με την χρήση του άλλου. Δεν ασκούμαστε στις σχέσεις, κάθε επιθυμία μας εκπληρώνεται πατώντας ένα κουμπί. Δε μπορούμε να μοιραστούμε τη θέλησή μας, να βγούμε δηλαδή έξω από το εγώ μας. Ξέρουμε μόνο τη χρήση, όχι τη σχέση. Παράδειγμα αυτού του κοινωνικού αλαλούμ το γεγονός ότι δε μπορούμε να επικοινωνήσουμε, να κάνουμε έναν διάλογο. Συνήθως, όταν μιλάνε δύο άνθρωποι, ακούει ο καθένας την φωνή του, έχουμε δύο παράλληλους μονολόγους. Περιχαρακωνόμαστε, έτσι, σε μικρές κλειστοφοβικές κοινότητες που δεν επικοινωνεί η μία με την άλλη.
Απόρροια αυτής της αποσπασματικότητας είναι η καταθλιπτική αίσθηση που επικρατεί στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα ως αντικατοπτρισμός, πάντοτε, μιας παγκόσμιας πραγματικότητας. Δεν υπάρχει νομίζω στις μέρες μας, πιο επαναστατική πράξη από το να πατήσεις το κόκκινο και να κλείσεις την τηλεόραση, να σταματήσεις να ακολουθείς στα social media όλους αυτούς τους ανεπάγγελτους που λανσάρονται ως influencers, δημόσια πρόσωπα και ψηφιακοί δημιουργοί, να προσπαθήσεις να απεξαρτηθείς από το facebook και το instagram. Aν δε στον ελεύθερο χρόνο, που θα έχεις, βγεις από το σπίτι και πας για τρέξιμο ή αγοράσεις κανένα βιβλίο (και το διαβάσεις, εννοείται), τότε τα πράγματα ξεφεύγουν. Ένας αγαπημένος καλλιτέχνης (με μόνο μερικές χιλιάδες, βέβαια, προβολές στο youtube) λέει πως αν στο συλλογικό μας υποσυνείδητο αποδομηθεί η ιδέα του πολιτικού-σωτήρα, του γιατρού-μάγου και του ηθοποιού-σταρ, τότε έχουμε μια κοινωνία υπευθυνότητας, μια κοινωνία που «μόνη της ορίζει την μοίρα της». Ιστορικά, οι κοινωνίες που φιλοδόξησαν μόνες τους να ορίσουν τη μοίρα τους, που δεν επαναπαύτηκαν σε ανώτερες δυνάμεις και σε σωτήρες, ανύψωσαν την έννοια του πολίτη, της πόλεως, έφτασαν σε υψηλά επίπεδα πολιτισμού και αισθητικής. Η αισθητική είναι ηθική, είναι πολιτική. Μια ακαλαίσθητη κοινωνία, δεν μπορεί παρά να είναι μια κοινωνία ανηθικότητας, μια κοινωνία απολιτίκ με καθεστώς την κληρονομική δημοκρατία και ηγέτες επιπόλαιους κνίτες και αδαείς οννεδίτες. Ο σύγχρονος πολιτισμός στηρίζεται σε τρεις αρχές, την ελληνική παιδεία (κριτική σκέψη), την ρωμαϊκή τάξη και την χριστιανική ηθική, σημείωνε ο Fernando Pesoa. Το μόνο που φαίνεται να επιβιώνει στην εποχή της παγκοσμιοποίησης είναι η ρωμαϊκή τάξη.