13.4 C
Athens
Παρασκευή, 22 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΠαρατηρητήριο Αμερικανικής ΠολιτικήςTerry v. Ohio, άλλως τα όρια (;) της εκτελεστικής εξουσίας

Terry v. Ohio, άλλως τα όρια (;) της εκτελεστικής εξουσίας


Της Μαριλένας Γιαννίκα,

Το “stop-and-frisk” είναι μια αστυνομική πρακτική, κατά την οποία ένας αστυνομικός σταματά ένα άτομο, που είναι ύποπτο για εμπλοκή σε έγκλημα, διεξαγάγει εν συντομία σωματική έρευνα για όπλα και στη συνέχεια προβαίνει σε συνοπτική ανάκρισή του, όλα αυτά χωρίς να απαιτείται η συγκατάθεσή του και χωρίς επαρκείς λόγους, που ενδεχομένως θα δικαιολογούσαν μία σύλληψη. Η παραπάνω αναφερθείσα διαδικασία μπορεί να χαρακτηριστεί, από μία πρώτη εξέταση, ως κατάφορα αντικρουόμενη με την 4η Τροπολογία του Αμερικανικού Συντάγματος, η οποία καθυποτάσει την απαγόρευση των αδικαιολόγητων και αβάσιμων ερευνών και κατασχέσεων. Ποια, λοιπόν, η λογική της έκδοσης μία τέτοιας απόφασης-οροσήμου από το Ανώτατο Δικαστήριο των Η.Π.Α. (SCOTUS) και ποιος ο αντίκτυπός της;

Νομικό και ιστορικό υπόβαθρο

Η ιστορία, πολλές φορές, έχει καταδείξει πως πολλές σημαντικές αποφάσεις λαμβάνονται λόγω συνθηκών και κατ’ αποτέλεσμα, εάν κάποιος θέλει να κατανοήσει ένα περιστατικό ή μία κατάσταση, πρέπει να ερευνά τις συνθήκες που την περιβάλλουν. Σ’ αυτό το μήκος κύματος, λοιπόν, πρέπει να επισημανθούν 2 βασικές αποφάσεις του Ανώτατου Δικαστηρίου στη δεκαετία του 1960, που καθόρισαν σημαντικά την πορεία της αστυνομικής έρευνας και της αμερικανικής δικονομίας.

Πρώτον, η απόφαση Mapp v. Ohio (1961) σηματοδότησε την αρχή της απαγόρευσης της αναγνώρισης αποδεικτικών στοιχείων από τα δικαστήρια, εάν τα τελευταία είχαν αποκτηθεί κατά παράνομο τρόπο ή μέσο. Δεύτερον, η απόφαση Miranda v. Arizona (1966) αποφάνθηκε πως η 5η Τροπολογία απαιτεί από τα δικαστήρια να απορρίπτουν τις ομολογίες που δόθηκαν στα όργανα επιβολής του νόμου χωρίς τις απαιτούμενες «νομικές προειδοποιήσεις» (π.χ. το πως τα λεγόμενα ενός ατόμου υπό κράτηση δύνανται τα χρησιμοποιηθούν σε μελλοντική δικαστική διαδικασία εναντίον του). Ποια τα όρια και η νομιμότητα λοιπόν του “stop-and-frisk”; Αυτό κλήθηκε να αποφασίσει το SCOTUS στην υπόθεση Terry v. Ohio (1968).

Ιστορικό υποθέσεως

Η υπόθεση Terry αφορούσε ένα περιστατικό που έλαβε χώρα στις 31 Οκτωβρίου 1963, στο Cleveland του Ohio. Ένας αστυνομικός, ονόματι Martin McFadden, ήταν σε υπηρεσία στο κέντρο του Cleveland και παρατήρησε δύο άντρες να στέκονται σε μια γωνία του δρόμου. Οι δύο άνδρες διαδοχικά περπατούσαν στο δρόμο, σταματούσαν μπροστά από ένα συγκεκριμένο κατάστημα, κοίταζαν μέσα από το παράθυρό του και έπειτα επέστρεφαν στο σημείο που ξεκίνησαν. Η ρουτίνα επαναλήφθηκε περίπου δώδεκα φορές και στη συνέχεια ένας τρίτος άνδρας εντάχθηκε στην ομάδα τους, η οποία κινούνταν προς το κατάστημα. Ο McFadden υποψιάστηκε ότι οι άντρες σκόπευαν να το ληστέψουν, οπότε τους ακολούθησε και τους αντιμετώπισε ρωτώντας τα ονόματά τους και μετέπειτα διεξάγοντας σωματικό έλεγχο, όπου ανακάλυψε ότι οι δύο εκ των τριών είχαν πιστόλια στην κατοχή τους. Αφού ανακάλυψε τα πιστόλια, ο McFadden συνέλαβε τους δύο άνδρες, Terry και Chilton, οι οποίοι κατηγορήθηκαν για παράνομη κατοχή όπλων.

Στη δίκη, ο δικηγόρος του Terry έκανε πρόταση για απόρριψη των αποδεικτικών στοιχείων, υποστηρίζοντας ότι το “stop-and-frisk”, μέσω του οποίου ο McFadden είχε ανακαλύψει τα όπλα, συνιστούσε παραβίαση της 4ης Τροπολογίας. Ο δικαστής της δίκης αρνήθηκε την πρότασή του με το σκεπτικό ότι το “stop-and-frisk” θεωρούνταν γενικά νόμιμο και ο Terry καταδικάστηκε. Έπειτα από προσφυγή στο Επαρχιακό Εφετείο του Ohio, το οποίο επιβεβαίωσε την καταδίκη του, άσκησε έφεση στο Ανώτατο Δικαστήριο του Ohio, το οποίο απέρριψε, επίσης, την έφεσή του. Ως εκ τούτου, η υπόθεση κατέληξε ενώπιον του Ανώτατου Δικαστηρίου.

Η εκδίκαση της υπόθεσης

Το Δικαστήριο αποδέχθηκε τα επιχειρήματα του Terry, τα οποία είχε αμφισβητήσει το Ohio, ότι δηλαδή η δράση του αστυνομικού ενέπιπτε στο περιεχόμενο της 4ης  Τροπολογίας περί «έρευνας». Ωστόσο, έκρινε ότι οι «έρευνες» της 4ης  Τροπολογίας, που σημειώθηκαν κατά τη διάρκεια του «stop-and-frisk», ήταν τόσο «περιορισμένες» και «σύντομες» που δεν απαιτούσαν από την αστυνομία να έχει πιθανή αιτία εκ των προτέρων. Λόγω του ότι η ανάγκη της αστυνομίας να προστατευθεί και να προστατεύσει υπερέβαινε αυτή των «περιορισμένων παρεμβάσεων», το Δικαστήριο έκρινε ότι οι αξιωματικοί θα μπορούσαν να προβούν σε “stop-and-frisk” ενός ατόμου, εάν είχαν «λογική υποψία» ότι το έγκλημα ξεκίνησε και δεν χρειάζεται το υψηλότερο επίπεδο της «πιθανής αιτίας» (probable cause).

Το Δικαστήριο καθόρισε αυτό το νέο επίπεδο της «λογικής υποψίας» ως λιγότερο από «πιθανή αιτία», αλλά κάτι περισσότερο από απλώς μια ένδειξη, δηλώνοντας ότι «ο αστυνομικός πρέπει να είναι σε θέση να υποπτεύεται συγκεκριμένα και ευκρινή γεγονότα τα οποία, σε συνδυασμό με λογικά συμπεράσματα από αυτά τα γεγονότα, εύλογα δικαιολογούν παρέμβαση».

Η μειοψηφούσα γνώμη του Δικαστηρίου αντέταξε πως κατ’ αυτό τον τρόπο δίδεται στην αστυνομία μεγαλύτερη δύναμη από έναν δικαστή και κάτι τέτοιο απαιτεί συνταγματική τροποποίηση για να γίνει αποδεκτό. Τελικώς, στις 10 Ιουνίου 1968, το Ανώτατο Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση 8-1 εναντίον του Terry, η οποία επιβεβαίωσε τη συνταγματικότητα της διαδικασίας “stop-and-frisk”, εφόσον ο αστυνομικός που την εκτελεί έχει «εύλογη υποψία» ότι πρόκειται να διαπραχθεί έγκλημα, έχει διαπραχθεί έγκλημα ή διαπράττεται ένα έγκλημα και το άτομο ανά περίπτωση μπορεί να είναι «οπλισμένο και επί του παρόντος επικίνδυνο».

Ο αντίκτυπος της απόφασης

Η υπόθεση Terry έδωσε βάση για αποφάσεις σε ευρεία ποικιλία περιπτώσεων σχετιζόμενων με την 4η Τροπολογία. Το αν πρόκειται για ένα νομικό έναυσμα για αυθαιρεσία της εκτελεστικής εξουσίας ή ικανό μέσο αποτροπής εγκλημάτων είναι ακόμα, 50 και πλέον χρόνια μετά, εξαιρετικά αμφισβητούμενο. Το μόνο σίγουρο είναι πως έχει συμβάλλει στον πολλαπλασιασμό των περιστατικών προερχόμενων και από τις δύο πλευρές. Πάντως, η ορθότητά της δεν εξαρτάται από την κλίση της ζυγαριάς των περιπτώσεων αυτών, αλλά επαφίεται στην κρίση του εκάστοτε πολίτη· επαναφέρει ανελλιπώς, όμως, το ζήτημα της σημαντικότητας της εκπαιδεύσεως και παιδεύσεως των οργάνων της εκτελεστικής εξουσίας.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ:


 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Μαριλένα Γιαννίκα
Μαριλένα Γιαννίκα
Γεννημένη το 2000 στην Αθήνα και απόφοιτος του Πειραματικό Λύκειο Πανεπιστημίου Πατρών. Πλέον σπουδάζει στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, στο τμήμα Νομικής. Διαθέτει αρκετές εμπειρίες σε ρητορικούς διαγωνισμούς, legal clinics και συνέδρια προσομοίωσης, με συμμετοχή σε προσομοιώσεις των Ηνωμένων Εθνών, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και της UNESCO, τόσο στην Ελλάδα όσο και το εξωτερικό. Μιλάει άριστα αγγλικά και γερμανικά.