Του Κωνσταντίνου Λίκα,
Την Παρασκευή, 25 Οκτωβρίου 2020, το πολιτικό παρασκήνιο της Ελλάδας βρέθηκε αντιμέτωπο με ένα νέο μέτωπο αντιπαράθεσης, πέραν του κορωνοϊού και της επιδείνωσης των ετοιμόρροπων σχέσεων Ελλάδας-Τουρκίας: τον νέο, βελτιωμένο πτωχευτικό νόμο. Ένας νόμος που οδήγησε σε οξεία αντιπαράθεση μεταξύ της κυβέρνησης και της αντιπολίτευσης -στο βαθμό που το ΜέΡα 25 αποχώρησε από τη διαδικασία διαβούλευσης και έγινε πρόταση μομφής κατά του Υπουργού Οικονομικών, Χρήστου Σταϊκούρα.
Ο νόμος αυτός ονομάζεται «Νόμος 4738/202. Νέος πτωχευτικός κώδικας, ρύθμιση οφειλών, δεύτερη ευκαιρία». Οι προβλέψεις του, ωστόσο, είναι κοινωνικά απαράδεκτες εκ πρώτης όψεως. Με τον παρόντα νόμο, όποια προστασία είχε απομείνει επί της πρώτης κατοικίας εξαφανίζεται. Οι τράπεζες αποκτούν περισσότερη διαπραγματευτική δύναμη επί των στρατηγικών κακοπληρωτών (οι οφειλέτες που συνειδητά αποτυγχάνουν να προβούν σε πληρωμή των δανείων τους λόγω στρεβλών κινήτρων της νομοθεσίας, που πλέον αναιρούνται) και προφανώς επιβάλλεται απώλεια της περιουσίας του οφειλέτη, είτε αυτός είναι νομικό είτε φυσικό πρόσωπο. Ωστόσο, μετά από 3 χρόνια πτώχευσης, έρχεται η συνολική αφαίρεση χρεών.
Ο νόμος αυτός, όσο κι αν «πονάει», είναι σημαντικός. Η ελληνική οικονομία απέτυχε να ανακάμψει από την κρίση του 2008 και εκεί που ετοιμαζόταν να απογειωθεί, η πανδημία του κορωνοϊού ήρθε και βύθισε την παγκόσμια οικονομία σε βούρκο και στη χειρότερη οικονομική ύφεση από το 1929 -με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Με την Ελλάδα και τους Έλληνες πολίτες να είναι υπερχρεωμένοι, πολλοί συνάνθρωποί μας και επιχειρήσεις δεν θα μπορούν πλέον να πληρώσουν τα δάνειά τους ενώ οι τράπεζές μας είναι ήδη επιβαρυμένες με μη εξυπηρετούμενα δάνεια. Ο νόμος αυτός, με την αφαίρεση δανείων μετά από 3 έτη, δίνει μία έξοδο. Επίπονη μεν, έξοδο δε.
Υπάρχει, ωστόσο, και ένας άλλος, πιο σημαντικός λόγος για τον οποίο αυτός ο νόμος θα δώσει μία ανάσα στο πολυπαθές ελληνικό τραπεζικό σύστημα. Το πρόβλημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων (Non–Performing Loans – NPL, ή Non–Performing Exposures – NPE) αυτού.
Βάσει της Τράπεζας της Ελλάδος, στην Ελλάδα, τα συνολικά δάνεια βρίσκονται σε συνεχώς πτωτική πορεία από τον Μάρτιο 2015 και μετά -από €276,05 δις το 2015, τα συνολικά δάνεια στην Ελλάδα ανέρχονται στα €183,49 δις δυνάμει του Μαρτίου 2020. Από αυτά τα 183 δισεκατομμύρια, το 39,6%, ήτοι €72,632 δις, ήταν μη εξυπηρετούμενα. Το ποσό αυτό βαίνει μειούμενο από το 2015 και εντεύθεν, αλλά το ποσοστό παραμένει με διαφορά το πιο υψηλό στην Ευρωζώνη και, με τέτοια ποσοστά, το ελληνικό τραπεζικό σύστημα αδυνατεί να δώσει νέο χρήμα σε υγιείς ή και σε νέες επιχειρήσεις, παρά τα χαμηλά επιτόκια στην Ευρωζώνη, όπερ και εγένετο εδώ και πέντε χρόνια. Το αποτέλεσμα είναι η ανάπτυξη της χώρας μας να βαίνει σε βάλτο. Είναι ανάγκη για την οικονομική ανάκαμψη της χώρας να σωθεί το τραπεζικό σύστημα και να μειωθούν τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια. Αυτό σημαίνει ότι το νομοσχέδιο -και η λογική του- είναι σημαντικό.
Και ναι, ο κύριος Πρωθυπουργός έχει δίκιο, ειδικά στο μεσαίο tweet. Το νομοσχέδιο πετυχαίνει την «σεισάχθεια» πτωχευμένων φυσικών και νομικών προσώπων. Υπό αυτό το πνεύμα, οι ρυθμίσεις αυτές είναι προς την σωστή κατεύθυνση. Τα επίπεδα χρέους των ελληνικών νοικοκυριών είναι υψηλά, το εισόδημά τους πέφτει, και τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια βυθίζουν το ελληνικό τραπεζικό σύστημα -το PEPP της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας έχει σαν σκοπό την τόνωση της οικονομίας μέσω της αύξησης δανεισμού, αλλά για τις τράπεζες μάλλον είναι μία σωσίβια λέμβος για να αντέξουν το τσουνάμι του κορωνοϊού, παρά πακτωλοί χρημάτων για νέα δάνεια. Το νομοσχέδιο αυτό δημιουργεί μία διέξοδο σε αυτό το πρόβλημα.
Το νομοσχέδιο, ωστόσο, έχει ορισμένα τρωτά σημεία, που το καθιστούν κοινωνικά άδικο και -παρά τις ευεργετικές ρυθμίσεις του- ένα επώδυνο φάρμακο για την οικονομία. Πρώτα απ’ όλα, η ρύθμιση αγοράς του ακινήτου μετά από μία περίοδο ενοικίασης. Για να πάει κάποιος σε πτώχευση και να χάσει το ακίνητο για το οποίο έχει υποθήκη από την τράπεζα, η λογική θα υπέτασσε την απώλεια της υποθήκης. Η ενοικίαση του υποθηκευμένου ακινήτου και η πώληση αυτού σε αγοραίες τιμές και χωρίς μάλιστα τον συνυπολογισμό των πληρωμών, στερείται λογικής. Ο λόγος είναι απλός: το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που χάνει το ακίνητο λόγω χρεοκοπίας, πόσο πιθανό θα είναι να βρεθεί σε θέση να αγοράσει το ακίνητο σε αγοραία τιμή; Με την λήψη δανείου -που είναι και η μόνη λύση, διότι ο πτωχευμένος έχει λόγο που οδηγήθηκε στην πτώχευση- ή με λεφτόδεντρα; Ή με το QE; Η προσφορά ενοικίασης -ιδίως εν μέσω της παρούσης πανδημίας- είναι μία ανθρώπινη εναλλακτική της έξωσης, αλλά ουσιαστικά η έξωση παρατείνεται για το μέλλον.
Το δεύτερο σημείο είναι ότι δίνει τεράστια ευχέρεια στις τράπεζες για την ώθηση σε πτώχευση. Οι τράπεζες αποκτούν μία θέση ισχύος, πάνω από την οποία θα μπορέσει να υποχρεώσει τους δανειολήπτες της σε φιλικές προς την τράπεζα συμφωνίες υπό την απειλή πτώχευσης. Εκεί που κάποιος θα ήταν διατεθειμένος να προβεί σε συμβιβασμό με την τράπεζα, πλέον οι τράπεζες δεν είναι καν υποχρεωμένες να δεχτούν συμβιβασμούς και έχουν πλέον την ώθηση σε πτώχευση -ή ακόμα και την απειλή αυτής- στην διάθεσή τους. Το μέτρο αυτό προφανώς και συστάθηκε για να δώσει μία «μόνιμη» λύση στο ζήτημα των στρατηγικών κακοπληρωτών, αλλά εδώ κλωτσάμε μπάλες ποδοσφαίρου με βαριοπούλες -λύνεται το πρόβλημα των στρατηγικών κακοπληρωτών, αλλά μαζί με τα ξερά καίγονται και τα χλωρά, με δραματικές συνέπειες.
Ας θίξουμε το τελευταίο κομμάτι: η «κατάσχεση» μισθών άνω των 600€ το μήνα. Μπορεί να φαίνεται σκληρό, είναι πραγματικότητα, ωστόσο, σε σχεδόν όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αλλά όχι τόσο ακραία όσο στην Ελλάδα. Στη Γερμανία, ισχύει ακριβώς η ίδια ρύθμιση (Gehaltspfändung) σε περίοδο πτώχευσης -η οποία εκεί είναι 6 έτη και όχι 3, με παράλληλη απαγόρευση σύναψης συμβάσεων και κατάσχεση παντός εισοδήματος άνω ενός ορίου. Το όριο αυτό καθορίζεται βάσει της §850c, Absatz 1, Satz 1 του Κώδικα Αστικής Δικονομίας (Zivilprozessordnung ή ZPO). Ο λόγος που επαφίεται στην ρύθμιση αυτή, τόσο στην Ελλάδα όσο και στη Γερμανία, είναι η εξόφληση όσο μεγαλύτερου μέρους του δανείου γίνεται, αλλά και παράλληλα η διατήρηση ενός ελαχίστου επιπέδου διαβίωσης.
Πέραν του χρονικού ορίου των 6 ετών στη Γερμανία, όλα τα χρέη που υπολείπονται αναιρούνται, αφότου θυσιαστεί και η περιουσία του οφειλέτη. Στην Ελλάδα, το ίδιο συμβαίνει εντός τριετίας. Μολονότι η λογική είναι η ίδια, η Ελληνική «μέθοδος» της πτώχευσης είναι πιο κοινωνικά άδικη από εκείνη στην Γερμανία ή σε άλλες χώρες της Ευρώπης. Παρόλο που η περίοδος πριν από την άφεση χρεών είναι η μισή, το όριο στην Ελλάδα καθορίζεται στα 600€. Δεν λαμβάνεται ιδιάζουσα μνεία ούτε για την οικογενειακή κατάσταση του οφειλέτη (το πόσα παιδιά έχει, το εάν καλείται να πληρώσει διατροφή, το εάν λαμβάνει επιδόματα κ.λπ.). Οτιδήποτε υπερβαίνει τα 600€ το μήνα, εξαφανίζεται. Στην Γερμανία, το αντίστοιχο ποσό (Pfändugsbeitrag) είναι κατ’ ελάχιστον 1.179,99€ το μήνα -αλλά εδώ πρόκειται για τον καθαρό μισθό, ήτοι μετά από φόρους και εισφορές, και παρόλο που το ποσό αυτό σε μεγάλες πόλεις δεν αρκεί για μία «άνετη» διαβίωση (ειδικά στο Μόναχο), αρκεί για επιβίωση.
Για την ακρίβεια, το ποσό που δύναται να κατασχεθεί υπολογίζεται βάσει μίας ταμπέλας, που ανανεώνεται κάθε δύο χρόνια. Στην Γερμανία, η ταμπέλα αυτή καθορίζεται βάσει του § 850c Abs. 2a της ZPO -υπενθυμίζεται ότι πρόκειται πάντοτε για καθαρές απολαβές- και οτιδήποτε πάνω από 3.613,08€ καθαρά τον μήνα κατάσχονται. Αναλυτικότερα όπως φαίνονται εδώ.
Φαίνεται περίπλοκο, αλλά είναι και κοινωνικά δίκαιο. Το να κατάσχεται μέρος του εισοδήματος είναι λογικό, όπως προαναφέραμε, αλλά η κοινωνική πραγματικότητα είναι πιο περίπλοκη. Υπάρχουν οικογένειες, παιδιά, ορισμένες φορές εκκρεμούν διατροφές μετά από διαζύγια και ως εκ τούτου ο Γερμανός νομοθέτης δημιουργεί έναν πίνακα με δεκάδες γραμμές και 8 στήλες, για να ορίσει επακριβή όρια που αντικατοπτρίζουν αυτήν την πραγματικότητα. Υπενθυμίζεται ότι ο κατώτατος μισθός στη Γερμανία ανέρχεται στα 9,35€ την ώρα, δηλαδή €1.621 μεικτά, ήτοι περίπου 1.300€ καθαρά στην Steuerklasse III. Ναι μεν κατάσχονται και από απολαβές υπό του κατώτατου μισθού, αλλά το ακατάσχετο είναι οριακά επαρκές για να εξασφαλίσει ένα μίνιμουμ επίπεδο διαβίωσης και αναπροσαρμόζεται ανάλογα με το πόσα παιδιά έχει ο οφειλέτης και το τι επιδόματα και οικογενειακές υποχρεώσεις έχει. Στην Ελλάδα αυτό πολύ απλά έχει ξεχαστεί.
Επομένως, παρόλο που το νομοσχέδιο εξισορροπεί επαρκώς τα συμφέροντα μεταξύ οφειλετών και πιστωτών, τα όρια είναι κοινωνικώς άδικα και η εξαγορά του ακινήτου στην αγοραία αξία το ελάχιστο άνευ σχέσης με την πραγματικότητα. Η ανάγκη ύπαρξης αντικινήτρων είναι κατανοητή, αλλά τα δύο αυτά σημεία συνιστούν τρωτά σημεία που θα οδηγήσουν πολλούς συμπολίτες μας σε χειρότερη μοίρα -παρά το «τυράκι» της σεισάχθειας.
Συμπέρασμα: ο μέσος Έλληνας καταναλωτής είναι και υπερχρεωμένος και έχει καταρρακωθεί το εισόδημά του λόγω της κρίσης του 2010, ενώ η κρίση του κορωνοϊού δεν θα δείξει περισσότερη ελεημοσύνη. Είναι αναμενόμενο ότι ολοένα και περισσότεροι συμπολίτες μας θα πέφτουν πίσω με τις δανειακές τους υποχρεώσεις. Πέραν της υπερχρέωσης όμως, συνίσταται και πρόβλημα στις τράπεζες που ήδη είναι επιβαρυμένες με τεράστια ποσοστά και ποσά σε μη εξυπηρετούμενα δάνεια. Επομένως, το νομοσχέδιο -παρά τις όποιες αδυναμίες- προσπαθεί να εξισορροπήσει την κοινωνική πραγματικότητα των δύο κρίσεων με την ανάγκη προστασίας του τραπεζικού συστήματος. Με μία, ωστόσο, κοινωνικά άδικη μέθοδο.
Οι προτάσεις του γράφοντος είναι η διατήρηση της λογικής και της γενικής κατεύθυνσης του νομοσχεδίου, αλλά τα όρια μισθών πρέπει να αντικατοπτρίζουν την κοινωνική πραγματικότητα της Ελλάδας. Η ολική κατάσχεση παντός μισθού άνω των 600€ το μήνα χωρίς μνεία σε αριθμό τέκνων, διατροφών διαζυγίου, οικογενειακών επιδομάτων και χωρίς προοδευτικότητα προς τα πάνω μέχρι ενός πλαφόν είναι κοινωνικά άδικο -ποιος ζει με 600€ το μήνα στην Ελλάδα, από τη στιγμή που ο κατώτατος μισθός είναι 650€; Εν κατακλείδι, η διαπραγματευτική ισχύς των τραπεζών πρέπει να μετριαστεί, για να υπάρξει το κίνητρο συμβιβασμού, διότι με τον εν λόγω νόμο, οι τράπεζες θα μπορούν να καταχραστούν τη θέση ισχύος τους, για να ωθήσουν δανειολήπτες σε πτώχευση παρά τη θέλησή τους.