Της Ήρας Βοντίτσου,
Ανακαλώ που και που στη μνήμη μου μία συζήτηση που είχα πριν από μερικούς μόνο μήνες. Ήταν βράδυ, λίγο πριν μπει το καλοκαίρι. Ανάμεσα στις αμέτρητες διαδικτυακές κυρίως -λόγω και του προηγηθέντος lockdown- συζητήσεις πραγματοποιήθηκε και αυτή. Δεν είμαι σίγουρη για το τι συζητούσαμε γενικότερα, αλλά κάποια στιγμή με έντονο ενδιαφέρον είπα στον άνθρωπο αυτόν να προσέχει, πρόταση στην οποία αντέδρασε αρνητικά. Εν συντομία, η άποψή του βασιζόταν στην ιδέα ότι η φράση αυτή δηλώνει έλλειψη εμπιστοσύνης κι έτσι δεν του άρεσε να απευθύνονται με αυτό τον τρόπο σε εκείνον. Η δήλωσή του τολμώ να πω ότι με εξέπληξε και συνάμα με εντυπωσίασε. Πρώτον, επειδή δεν περίμενα ποτέ να συναντήσω κάποιον, τόσο εύκολα αντιδραστικό σε μια φράση που, λόγω της εγκαθιδρυμένης πλέον θέσης της στην καθημερινότητα, αναφέρεται αρκετά συχνά, να την έχει φιλοσοφήσει λίγο παραπάνω. Δεύτερον, διότι ανέκαθεν έβρισκα ενδιαφέροντες τους ανθρώπους που έχουν την ανάγκη να είναι και να γίνονται αντιληπτοί και από τον περίγυρό τους ως ελεύθερα πνεύματα, που δεν επιθυμούν να περιορίζονται από δεδομένες παγιωμένες πρακτικές και απόψεις, εκφράζοντας και υποστηρίζοντας τόσο θερμά τις δικές τους.
Κάθε φορά, λοιπόν, που έρχομαι αντιμέτωπη πλέον με αυτή την τόσο μικρή φράση, είτε είμαι ο αποδέκτης της είτε αυτή που εκφράζει την ανησυχία, σκέφτομαι εκείνη τη συζήτηση. Αποτελεί όντως ένδειξη έλλειψης εμπιστοσύνης; Προσωπικά, στη διαδικασία αναζήτησης της απάντησης, διαπίστωσα ότι με προβληματίζει όχι μόνο το ζήτημα της εμπιστοσύνης, αλλά και το κατά πόσο η υψηλή συχνότητα της φράσης δηλώνει μόνο τον βαθμό στον οποίο νοιάζεται ο άλλος ή το κατά πόσο καλύπτει και μια βαθύτερη προσωπική ανάγκη αίσθησης ασφάλειας, μια ανάγκη για μείωση του φόβου απέναντι στην πιθανή απώλεια ή «βλάβη» του προσώπου που μας ενδιαφέρει.
Καθημερινά συναναστρεφόμαστε πλήθος ανθρώπων στα διάφορα περιβάλλοντα στα οποία ανήκουμε. Οικογένεια, σχολείο ή σχολή, χώρος εργασίας, ποικίλες ομαδικές δραστηριότητες (αθλήματα, μαθήματα ξένων γλωσσών κ.ά.) είναι μερικά από αυτά. Σαφώς, είναι από όλους μας αντιληπτό ότι δεν έχουμε ούτε επιδιώκουμε να δημιουργούμε το ίδιο στενές σχέσεις με όλους. Υπάρχουν αυτοί οι λίγοι άνθρωποι που έχουν ξεχωριστή θέση μέσα μας κι εκείνοι από τους οποίους κρατάμε μεγαλύτερη απόσταση.
Η διάκριση αυτή δεν αλλάζει απαραίτητα το κατά πόσο είναι πιθανό να ειπωθεί το «να προσέχεις». Αυτό που σίγουρα αλλάζει είναι τα κίνητρα που έχει ο πομπός. Ένα κοντινό μας πρόσωπο, εφόσον η σχέση μεταξύ μας δεν παρουσιάζει δείγματα τοξικότητας, συνήθως μας λέει να προσέξουμε κάτι, κυρίως λόγω ειλικρινούς ενδιαφέροντος και όχι επειδή δεν μας έχει εμπιστοσύνη, καθώς κατανοεί ότι η στήριξή του είναι πολύτιμη και ότι αυτή μας δίνει ένα παραπάνω κίνητρο να ανταπεξέλθουμε πιο λογικά και ώριμα στις καταστάσεις. Βέβαια, κατά την προσωπική μου άποψη, αυτή η κατηγορία ανθρώπων, ακριβώς λόγω του σημαντικού ενδιαφέροντος προς το πρόσωπό μας, χρησιμοποιεί ασυνείδητα τη συγκεκριμένη φράση σε μεγάλο βαθμό για προσωπική ικανοποίηση και ανακούφιση από το αίσθημα του φόβου ότι θα μας χάσουν ή θα μας δουν να βρισκόμαστε σε μία πολύ δύσκολη κατάσταση. Έχοντας συζητήσει μαζί μας τις πιθανές εκβάσεις μιας κατάστασης και έχοντας τονίσει τις ενδεχόμενες αρνητικές, θεωρούν ότι έχουν συμβάλει στο να επεξεργαστούμε λίγο παραπάνω τις ενέργειές μας και να αποφύγουμε τυχόν προβλήματα, που είναι στο χέρι μας.
Από την άλλη, για έναν άνθρωπο με τον οποίο απλά βρισκόμαστε στο ίδιο περιβάλλον, συναναστρεφόμαστε και πρέπει να φέρνουμε εις πέρας ορισμένες εργασίες από κοινού, που, ωστόσο, για ποικίλους λόγους δεν έχει ενταχθεί στον στενότερο κύκλο μας, τα πράγματα είναι λίγο διαφορετικά. Σίγουρα, και πάλι μπορεί να υπάρχει ειλικρινές ενδιαφέρον προς το πρόσωπό μας, όπως και προς οποιονδήποτε συνάνθρωπο -πόσο μάλλον προς κάποιον που βρίσκεται στην καθημερινότητά μας σε τακτική βάση- αλλά ακριβώς επειδή με αυτούς τους ανθρώπους συνήθως δε μοιραζόμαστε πιο σημαντικά προσωπικά ζητήματα παρά μόνο ζητήματα που άπτονται του κοινού μας ενδιαφέροντος, τα κίνητρα αλλάζουν. Όταν εντασσόμαστε σε ένα σύνολο και, στην ουσία, αποτελούμε τμήμα μιας ομάδας, ο στόχος είναι ένας και είναι κοινός για όλους. Η επιβίωση αυτού του «συστήματος» και κατ’ επέκταση η προσωπική μας επιβίωση καθιστά αναγκαίο το κάθε μέλος να λειτουργεί αρμονικά. Έτσι, όταν ένα τμήμα της ομάδας οδεύει προς κάποιο σφάλμα, όχι τόσο λόγω προσωπικού ενδιαφέροντος, αλλά κατά βάση συλλογικού -και στη συγκεκριμένη περίπτωση και ατομικού- προκύπτει ξανά αυτή η φράση, το «να προσέχεις».
Σημασία, βέβαια, δεν έχουν μόνο η οπτική και τα βαθύτερα κίνητρα του πομπού. Το παρόν άρθρο ξεκίνησε με έναν προβληματισμό που προέκυψε από την αντίδραση του δέκτη, οπότε κρίνω αναγκαίο να αναφερθώ περισσότερο και στη δική του πλευρά. Είναι αληθές το γεγονός ότι κατακλυζόμαστε καθημερινά σε υπερβολικό -αρκετές φορές- βαθμό από συζητήσεις με κύριο γνώμονα την αρνητική εκδοχή των γεγονότων και από συνακόλουθες συμβουλές και ενδεχόμενες αποτροπές. Ξεχνάμε την ανάγκη για προσωπικό χώρο και χρόνο να ζήσει κανείς με τον τρόπο του κάποια πράγματα και να μάθει από προσωπικά βιώματα και πιθανά λάθη. Εξάλλου, τα λάθη είναι κατ’ εμέ μια αναγκαία συνθήκη -αναγκαίο κακό, θα έλεγε κανείς- για να εξελιχθεί κάποιος ουσιαστικά και να μπορεί να πορευθεί μέρα με τη μέρα όλο και πιο ώριμα. Έτσι, είναι απόλυτα λογική μια πιθανή ένταση απέναντι σε καθετί περιοριστικό ως προς αυτή μας την ανάγκη. Βέβαια, ο δέκτης, όντας και ο ίδιος άνθρωπος που τρέφει συναισθήματα για το στενό του περιβάλλον αντίστοιχα, συνήθως κατανοεί εν μέρει αυτή την ανάγκη να παρέχει κανείς με τον τρόπο του τη βοήθειά του στη μείωση των αρνητικών γεγονότων, χωρίς ωστόσο αυτό να αλλάζει το γεγονός ότι η υπερβολή δίνει λάθος μηνύματα και κατ’ επέκταση προκαλεί αρνητικά συναισθήματα.
Πιστεύω ότι και οι δύο πλευρές οφείλουν να επιδιώκουν μια μέση κατάσταση, διότι -καλώς ή κακώς- στη ζωή τίποτα δεν μπορεί να είναι μόνο καλό. Κάθε πιθανή στάση επί του θέματος έχει τόσο θετικά όσο και αρνητικά και η καλύτερη λύση που μπορούμε να επιδιώξουμε είναι να δημιουργήσουμε την κατάσταση αυτή που θα προκαλεί τις λιγότερες «ζημίες» και στις δύο πλευρές, εφόσον θέλουμε να συνεχίσουμε να διατηρούμε μια συγκεκριμένη σχέση. Εξάλλου, προκειμένου να κάνουμε την αγάπη και το ενδιαφέρον μας στήριγμα για κάτι βιώσιμο, είναι καλό να πραγματοποιούμε και κάποιες υποχωρήσεις και να αφήνουμε χώρο και για την άλλη πλευρά.