10.4 C
Athens
Δευτέρα, 23 Δεκεμβρίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΟι ενστάσεις του άρθρου 330 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας

Οι ενστάσεις του άρθρου 330 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας


Της Χαράς Αναστασιάδου,

Στο πλαίσιο διεξαγωγής της δίκης, μεγάλη βαρύτητα έχει το ζήτημα των ενστάσεων, καθώς αυτές είναι που καθορίζουν την τύχη της αγωγής. Αποτελούν ένα από τα βάρη του εναγομένου, ωστόσο γίνεται να προταθούν και από τον ενάγοντα ως απάντηση στις ενστάσεις του εναγομένου. Το τελευταίο αποτελεί τις λεγόμενες αντενστάσεις, στις οποίες όμως χωρεί και επανένσταση εκ μέρους του ενάγοντος.

Οι ενστάσεις, υπό συνταγματική σκοπιά, αποτελούν έκφανση του δικαιώματος ακρόασης, όπως γίνεται αναφορά στο άρθρο 20. Νομικά, αποτελούν αντίθετους ισχυρισμούς σε σχέση με το αντικείμενο της αγωγής, λειτουργώντας ως μέσο άμυνας του εναγομένου. Η μεγάλη διάκρισή τους είναι σε γνήσιες και σε καταχρηστικές, όπου οι πρώτες αφορούν σε παρεχόμενο από τον νόμο δικαίωμα, ενώ οι δεύτερες σε πραγματικό περιστατικό. Περαιτέρω, οι γνήσιες διακρίνονται σε αυτοτελείς και μη αυτοτελείς, δηλαδή σε αυτές που προβάλλονται στα πλαίσια της αγωγής αποκλειστικά ως μέσο άμυνας και σε αυτές που γίνεται να προβληθούν και με ξεχωριστή αγωγή αντιστοίχως.

Το άρθρο 330 Κ.Πολ.Δ. στο πρώτο εδάφιο κάνει λόγο για τις γνήσιες αυτοτελείς και τις καταχρηστικές, οι οποίες αν προταθούν και απορριφθούν ή αν προταθούν και γίνουν δεκτές, δεν γίνεται να ληφθούν υπόψη σε μια μεταγενέστερη δίκη μεταξύ των ίδιων διαδίκων. Ωστόσο, στο δεύτερο εδάφιο ορίζεται εξαίρεση από τα όσα λέει το προηγούμενο εδάφιο, καθώς γίνεται λόγος για τις γνήσιες μη αυτοτελείς ενστάσεις , που γίνεται να ληφθούν υπόψη και σε μεταγενέστερη δική . Αυτό δικαιολογείται καθώς έχουν πολύ μεγάλη βαρύτητα και θα ήταν δυσμενές για τον αντίδικο να χάνει την προβολή ενός τέτοιου ισχυρισμού σε ένα δεύτερο στάδιο. Εξάλλου, οι εν λόγω ενστάσεις λειτουργούν και ως μέσο επίθεσης από τον ενιστάμενο.

Πάντως, αξίζει να σημειωθεί ότι η ένσταση, που δεν προτάθηκε, καλύπτεται από το δεδικασμένο, εφόσον ήταν δυνατό να προταθεί κατά τη διάρκεια προηγούμενης δίκης, εφόσον δηλαδή υπήρχαν από τότε όλα τα απαιτούμενα για τη θεμελίωσή της γεγονότα, έστω και αν ο διάδικος το αγνοούσε υπαιτίως ή ανυπαιτίως (ΑΠ 856/2014 δημ. στην ΤΝΠ Νόμος). Βλέπουμε, πως ο νόμος δεν ενδιαφέρεται για την ύπαρξη ή μη ανωτέρας βίας, που ενδεχομένως να ενυπάρχει και να περιορίζουν τον αντίδικο από την προβολή του ισχυρισμού. Καταλήγουμε, λοιπόν, στο συμπέρασμα ότι δεν μας νοιάζει η ύπαρξη ή μη υποκειμενικών στοιχείων, δηλαδή αν γνώριζε ή όχι ο αντίδικος την ύπαρξη του δικαιώματος να προβάλλει ένσταση, καθώς είναι κάτι το οποίο κρίνεται αντικειμενικά εξετάζοντας δηλαδή αν υπήρχε ή όχι η βάση για την επίκληση αυτού.

Σπουδαία σημασία έχει η απόφαση του Αρείου Πάγου 1058/2019, όπου γίνεται αναφορά στο ότι, προκειμένου να διαπιστωθεί αν κάποια από τις ενστάσεις αυτές που δεν προτάθηκε καλύπτεται από το δεδικασμένο, θα πρέπει να ερευνηθεί αν, σε περίπτωση παραδοχής της, θα οδηγούσε σε κατάλυση ή περιορισμό του δεδικασμένου, διότι δεν θα πρέπει το εν λόγω δικαίωμα, αν ασκηθεί με αγωγή και γίνει δεκτό από το δικαστήριο, να οδηγεί σε αναγνώριση ή απαγγελία έννομης συνέπειας, ασυμβίβαστης με το δεδικασμένο, δεδομένου ότι η ίδια η έννοια του δεδικασμένου αποκλείει την παραδοχή κάθε αντίθετου προς αυτό δικαιώματος που αναιρεί ή περιορίζει την έννομη συνέπεια, η οποία αναγνωρίστηκε με την τελεσίδικη απόφαση. Έτσι, για να καλυφθεί από το δεδικασμένο μία τέτοια ένσταση που δεν προτάθηκε, θα πρέπει η έννομη αυτής συνέπεια να είναι ασυμβίβαστη προς εκείνη που απαγγέλθηκε από την τελεσίδικη απόφαση, ήτοι το δικαίωμα, στο οποίο στηρίζεται η ένσταση, να αντιφάσκει προς το δεδικασμένο.

Τώρα, το ενδιαφέρον θα εστιαστεί στην ένσταση του συμψηφισμού που αποτελεί γνήσια μη αυτοτελή ένσταση, για τον λόγο ότι γίνεται να προβληθεί και με χωριστή αγωγή και όχι μόνο ως μέσο άμυνας. Ο συμψηφισμός έγκειται στο ότι το ένα μέρος επιθυμεί, βάσει αμοιβαίων απαιτήσεων, να απαλλαγεί από το να δώσει ολόκληρη την οφειλόμενη παροχή αλλά να δώσει μόνο διαφορά που προκύπτει μεταξύ των δύο απαιτήσεων. Προκειμένου να γίνει σαφέστερο θα παραθέσω το παράδειγμα που ο Α οφείλει στον Β 80.000€ και ο Β στον Α 100.000€ , αν λοιπόν ο Β προβάλλει την εν λόγω ένσταση και αυτή γίνει αποδεκτή, τότε πλέον θα οφείλει μόνο 20.000€.

Σε κάθε περίπτωση, η ένσταση πρέπει να βασίζεται σε ορισμένη αίτηση και σαφή έκθεση των γεγονότων που την θεμελιώνουν. Ο ενιστάμενος έχει το δικαίωμα να συμπληρώσει, να διευκρινίσει ή να διορθώσει τους ισχυρισμούς προφορικά με δήλωση του, η οποία καταχωρίζεται στα πρακτικά. Κατά την τακτική διαδικασία, βέβαια, όπως αυτή ορίστηκε στον πρόσφατο Ν. 4335/2015, η ένσταση συμψηφισμού πρέπει να προβάλλεται εντός προθεσμίας προκατάθεσης των προτάσεων (237, παρ. 1, Κ.Πολ.Δ.). Σχετικά με τις ειδικές διαδικασίες, για να προβληθεί παραδεκτά η ένσταση συμψηφισμού προϋποθέτει την προφορική προβολή αυτής και την καταχώρισή της στα πρακτικά συζήτησης (591, παρ. 1, εδ. δ’, Κ.Πολ.Δ.).

Συμπερασματικά, οι ενστάσεις, αποτελώντας διαδικαστικές πράξεις, πρέπει να περιέχουν αίτημα και ιστορική βάση. Ως αίτημα (262, παρ. 1, Κ.Πολ.Δ.) αυτών νοείται το να απορριφθούν τα όσα ήθελε να πετύχει ο ενάγων με την αγωγή, επιδιώκοντας μια απόφαση που να αποβαίνει υπέρ του, χωρίς να μας ενδιαφέρει το ορισμένο ή όχι αυτής. Πάντως, σε περίπτωση αοριστίας, ο δικαστής οφείλει να επιδείξει ιδιαίτερη προσοχή ως προς το τι ήθελε να επιδιώξει ο ενιστάμενος, προκειμένου να επιτευχθεί η μέγιστη προστασία αυτού.


Πηγές

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Χαρά Αναστασιάδου
Χαρά Αναστασιάδου
Γεννήθηκε το 2000 στην πόλη της Καστοριάς, όπου διέμενε μέχρι να μετακομίσει στην Αθήνα για σπουδές. Διανύει το τρίτο έτος των σπουδών της στο τμήμα της Νομικής και ο τομέας δικαίου που την ενδιαφέρει περισσότερο, είναι αυτός του Ιδιωτικού Δικαίου. Από μικρή ηλικία , ασχολείται με τον αθλητισμό και ειδικότερα με την κωπηλασία. Της αρέσει να ταξιδεύει, να κάνει νέα πράγματα και να κυνηγά τα όνειρά της.