Της Νεφέλης Θεοφανοπούλου,
Από την εφαρμογή των πρώτων μέτρων για την πανδημία του COVID-19, τα φαινόμενα αστυνομικής βίας στην Κένυα ολοένα και αυξάνονται, ενώ οι πολίτες της χώρας, ιδιαίτερα φτωχός πληθυσμός που ζει σε παραπήγματα, φτάνουν κάθε φορά σε μεγαλύτερα μεγέθη αγανάκτησης, νιώθοντας την εγκατάλειψη του κράτους και του συστήματος απονομής δικαιοσύνης.
Στις 27 Μαρτίου, στην αποβάθρα Likoni της Mombasa, τα δρομολόγια των μέσων μεταφοράς διενεργούνταν με πιο αραιή συχνότητα από το συνηθισμένο και, σαν αποτέλεσμα, ένας μεγάλος αριθμός πληθυσμού είχε συνωστισθεί περιμένοντας. Ήταν η πρώτη ημέρα απαγόρευσης κυκλοφορίας στη χώρα και η παρουσία αστυνομικών δυνάμεων ήταν έντονη σε πολλές περιοχές, περιμένοντας την στιγμή που θα μπορούσαν να ασκήσουν αλόγιστη βία. Ξαφνικά, τάγματα αστυνομικών με βαρύ οπλισμό καταστολής εισέβαλαν στην αποβάθρα, πετώντας δακρυγόνα και χτυπώντας αθώους πολίτες και παιδιά, αναγκάζοντάς τους να πέσουν στο έδαφος. Ήταν το πρώτο περιστατικό αστυνομικής βίας χωρίς απώλειες εν μέσω πανδημίας, ενώ, μέσα σε μόλις 9 εβδομάδες, 15 άτομα είχαν χάσει τη ζωή τους από αστυνομικούς, με παράλληλες εκατοντάδες αναφορές για σεξουαλικές παρενοχλήσεις, ληστείες, και πυροβολισμούς από ενστόλους.
Η χώρα έχει μια μακροχρόνια ιστορία αστυνομικής βίας και ποινικοποίησης των φτωχών, που πολλοί ανάγουν στην αποικιοκρατική περίοδό της, όταν και τέθηκαν τα θεμέλια για να συνεχιστεί το φαινόμενο στο χρόνο. Με την ανεξαρτησία της από τους Βρετανούς, το 1963, το νέο καθεστώς που εγκαθιδρύθηκε χρησιμοποίησε τις δυνάμεις της αστυνομίας για να υπονομεύσει τις δημοκρατικές ιδέες που εμφανίστηκαν το 1960 και 1970 στα πανεπιστήμια, ενώ δημιούργησε θαλάμους βασανιστηρίων, όπου κρατήθηκαν πολιτικοί αντιφρονούντες.
O Demas Kiprono, διευθυντής της εκστρατείας για την ασφάλεια και την αξιοπρέπεια της Διεθνούς Αμνηστίας στην Κένυα, δήλωσε ότι «υπάρχει μια διαδεδομένη κουλτούρα ατιμωρησίας της αστυνομίας με βάση τη συστημική διαφθορά και την έλλειψη λογοδοσίας». Η Διεθνής Αμνηστία, μαζί με άλλες τρεις οργανώσεις δικαιωμάτων, Haki Africa, Kituo cha Sheria και τη Διεθνή Αποστολή Δικαιοσύνης, άσκησε δίωξη εναντίον αξιωματούχων για τη βίαιη και δυσανάλογη άσκηση βίας από τις αρχές του lockdown, μεταξύ των οποίων είναι ο υπουργός εσωτερικών της Κένυας, ο αρχηγός της αστυνομίας και ο γενικός εισαγγελέας.
Από τον Ιούνιο, ακτιβιστές κατεβαίνουν στους δρόμους, ζητώντας τον περιορισμό της αστυνομικής βίας και την απονομή δικαιοσύνης για τα -μέχρι στιγμής- 95 θύματα που σχετίζονται με αυτήν, ενώ το σύστημα χρησιμοποιεί έναν ξεχασμένο νόμο της αποικιακής εποχής για τη διατήρηση της δημόσιας τάξης και για να συλλάβει όσους εμφανίζονται στις κινητοποιήσεις. Δε σταματά, όμως, εκεί. Πριν μερικούς μήνες, ο Michael Njau Nyambura, ηγετικό πρόσωπο σε κέντρο κοινωνικής δικαιοσύνης, ξεκίνησε από το σπίτι του για να επισκεφθεί ένα οικογενειακό πρόσωπο. Πήρε από την περιοχή ταξί, μαζί με έναν ξάδελφο του, και, έκτοτε, κανείς δεν έχει μάθει νέα του. Η αστυνομία της Κένυα δεν απάντησε στις εκκλήσεις της οικογένειας, κάνοντας την υπόθεση του Michael να θεωρείται μια ακόμα αναγκαστική εξαφάνιση προσώπου με κοινωνική δράση, όπως πολλές άλλες. Το κέντρο που εργάζονταν είχε αναλάβει προηγουμένως να βοηθήσει στην υπόθεση ενός ακόμα θύματος, του Yassin Moyo, 13 χρόνου αγοριού που στέκονταν στο μπαλκόνι του σπιτιού του με τον αδελφό του και έβλεπε την αστυνομία να επιβάλλει την απαγόρευση κυκλοφορίας. O Yassin χτυπήθηκε στο στομάχι από πυροβολισμό στον αέρα και κατέληξε στο δρόμο για το νοσοκομείο. Ο αστυνομικός που εκπυρσοκρότησε το όπλο κατηγορήθηκε για τον φόνο του αγοριού και αργότερα αφέθηκε ελεύθερος με εγγύηση. Από αφηγήσεις, βλέπουμε πως τα περιστατικά είναι άπειρα. H ακτιβίστρια Boniface Mwangi δήλωσε πως «άνθρωποι έπεφταν στο ποτάμι και πάνω σε αυτοκίνητα, στην προσπάθειά τους να γλιτώσουν από τη βία. Όλοι έχουν ιστορίες, αλλά αν είσαι φτωχός, φοβάσαι περισσότερο από τους άλλους». Η πιο πρόσφατη δολοφονία είναι ενός άστεγου ανθρώπου στην παραγκούπολη Mathare, ο οποίος φαίνεται πως παραβίασε την απαγόρευση κυκλοφορίας.
Ο λόγος, όμως, της αυθαίρετης αστυνομικής βίας αφορά κι έναν άλλον παράγοντα, πέρα από το ιστορικό πλαίσιο της Κένυας. Η διαδικασία πρόσληψης στην υπηρεσία είναι και αυτή διεφθαρμένη και εμποτισμένη από νεποτισμό και φυλετισμό. Οι υποψήφιοι αστυνομικοί δεν ελέγχονται για την ψυχική τους κατάσταση και η διαδικασία εκπαίδευσής τους δεν έχει γίνει γνωστή στον κόσμο. Η υπηρεσία θεωρείται από τις πιο διεφθαρμένες στη χώρα και δείχνει το γενικότερο πρόβλημα της έλλειψης ενός συστήματος μέτρων και ισορροπιών.
Βλέπουμε πως, τον τελευταίο καιρό, η συζήτηση για την αστυνομική βία έχει πάρει μεγάλη έκταση παγκοσμίως. Η Αφρική, και ειδικότερα η Κένυα, δεν έχει ξεφύγει από το παράδειγμα. Αναμένεται να δούμε κατά πόσο οι αγώνες στη χώρα θα καταφέρουν να αλλάξουν το άδικο σύστημα που έχει ενισχυθεί περισσότερο από ποτέ, με τη δικαιολογία των όπλων για τον περιορισμό μετάδοσης του COVID-19. Χωρίς την κατάλληλη πολιτική βούληση για εσωτερική αναδιοργάνωση του σώματος, το βάρος της μάχης των πολιτών συνεχίζει να βρίσκεται μεταξύ ενός αόρατου εχθρού και ενός ορατού – των αστυνομικών δυνάμεων.