Της Δανάης Λυπιρίδη,
Με τον όρο «σινοελληνικές σχέσεις» χαρακτηρίζονται οι διμερείς σχέσεις μεταξύ της Κίνας και της Ελλάδας σε διπλωματικό, γεωπολιτικό, οικονομικό και πολιτιστικό επίπεδο. Ήδη από αρχαιοτάτων χρόνων, ο ελληνικός και ο κινεζικός πολιτισμός αποτελούν τις απαρχές των πολιτισμών της Δύσης και της Άπω Ανατολής αντίστοιχα, ενώ οι ιστορικές και πολιτισμικές σχέσεις τους μετρούν αιώνες -αν όχι χιλιετηρίδες. Η Ελλάδα και η Κίνα είχαν σύγχρονους αρχαίους ιστορικούς πολιτισμούς, οι οποίοι ήρθαν σε επαφή επί Μεγάλου Αλεξάνδρου, όταν ο ίδιος προσάρτησε τη σημερινή δυτική Κίνα στην αυτοκρατορία του. Η επίδραση του ενός πολιτισμού στον άλλο διαφαίνεται και στον τομέα την ετυμολογίας -ο κινεζικός όρος για το όνομα της Ελλάδος προέρχεται από την αρχαιοελληνική γλώσσα· «Ἑλλάς»: «Σιλά» (κινέζικα: 希臘). Επιπλέον, ο ιστορικός κινεζικός όρος «Ντα Γιουέν» (κινέζικα: 大宛), ο οποίος μεταφράζεται ως «οι Μεγάλοι Ίωνες», χρησιμοποιούνταν στην αρχαιότητα για την περιγραφή «των αστικοποιημένων κατοίκων με καυκάσια χαρακτηριστικά» στο ελληνικό βασίλειο της Βακτριανής, το οποίο επί δύο περίπου αιώνες είχε αναπτύξει εμπόριο με τα τότε βασίλεια της Κίνας και της Ινδίας. Υπάρχουν, επίσης, καταγραφές για εμπορικές και διπλωματικές επαφές μεταξύ της βυζαντινής αυτοκρατορίας και διάφορων δυναστειών της Κίνας, ήδη από την εποχή της δυναστείας των Τανγκ (618-907 μ.Χ.), πολύ πριν την αποστολή του Μάρκο Πόλο το 1275 μ.Χ.
Κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα, η Ελλάδα και η Κίνα ήρθαν πιο κοντά σε διπλωματικό και οικονομικό επίπεδο. Οι δύο χώρες συνήψαν διπλωματικές σχέσεις το 1972. Ωστόσο, η ουσιαστικότερη ανάπτυξη των διμερών σχέσεων Ελλάδος – Κίνας ξεκίνησε από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 με ανταλλαγές επισκέψεων και σύναψη συμφωνιών συνεργασίας στους τομείς των μεταφορών, του εμπορίου, της ναυτιλίας, του τουρισμού, του πολιτισμού και των ναυπηγοεπισκευών. Την περίοδο της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα, η Κίνα ανέλαβε έναν σημαντικό επενδυτικό ρόλο στη χώρα με την εξαγωγή πολλών κινέζικων κεφαλαίων και επιχειρήσεων στη χώρα (υποβοηθούμενη από την πολιτική της «Χρυσής Βίζας») καθώς και με την εξαγορά του 51% των μετοχών του ΟΛΠ (Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς) το 2016. Οι δύο χώρες υπέγραψαν το 2018 μνημόνιο συνεργασίας στο πλαίσιο της κινεζικής πρωτοβουλίας “One Belt One Road”, ενώ από τον Απρίλιο του 2019 η Ελλάδα έγινε πλήρες μέλος της «Πρωτοβουλίας 17+1», μέσω της οποίας προβλέπεται η προώθηση των οικονομικών και επενδυτικών σχέσεων ανάμεσα στην Κίνα και 17 κράτη της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης. Επιπλέον, τον Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς πραγματοποιήθηκε η πρώτη επίσημη επίσκεψη του Κινέζου Προέδρου Xi Jinping στην Ελλάδα, η οποία χαρακτηρίστηκε ως μια «νέα εποχή» σε μια ήδη στενή εμπορική και επενδυτική σχέση παρακολουθούμενη στενά τόσο από την ΕΕ όσο και από τις ΗΠΑ. Κατά τη διάρκεια της επίσκεψης, οι αντιπροσωπείες των δύο χωρών υπέγραψαν 16 συμφωνίες, οι σημαντικότερες από τις οποίες σηματοδοτούν την έναρξη νέων κινεζικών ενεργειακών επενδύσεων στην Ελλάδα, την ίδρυση υποκαταστήματος της Βιομηχανικής και Εμπορικής Τράπεζας της Κίνας στην Αθήνα για τη χρηματοδότηση έργων ανανεώσιμης ενέργειας και τη δημιουργία ενός σταθμού ηλιακής ενέργειας στο νησί της Κρήτης. Τέλος, στις 4 Ιουνίου 2020 η Ελλάδα διοργάνωσε με μεγάλη επιτυχία μια διεθνή διαδικτυακή διάσκεψη με θέμα «Invest in Greece online Forum 2020 – the “Dragon head” of the new silk road into Europe» με στόχο την ενημέρωση των Κινέζων επενδυτών για τα πλεονεκτήματα της Ελλάδας ως επενδυτικός προορισμός, ειδικά στους τομείς της ενέργειας και των υποδομών.
Τα επενδυτικά έργα αποτελούν σταθερή βάση για τις σινοελληνικές σχέσεις. Η επένδυση στον ΟΛΠ δεν αποφέρει μόνο καρποφόρα αποτελέσματα για τους πολίτες των δύο χωρών, αλλά είναι και ένα εμβληματικό έργο που διαδραματίζει ηγετικό ρόλο στην από κοινού οικοδόμηση της πρωτοβουλίας “One Belt One Road”. Για αιώνες το λιμάνι του Πειραιά έχει διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στην οικονομική ευημερία της Ελλάδας. Μετά την κινεζική επένδυση το 2016, το λιμάνι έγινε σύντομα το δεύτερο μεγαλύτερο λιμάνι εμπορευματοκιβωτίων στη Μεσόγειο και το μεγαλύτερο λιμάνι επιβατών της Ευρώπης. Η επένδυση της COSCO θεωρείται προσοδοφόρα για την Ελλάδα, καθώς έχει καταφέρει να ενισχύσει σημαντικά την απασχόληση (απασχολούνται πάνω από 2.000 εργαζόμενοι). Εκτός από την επένδυση στο λιμάνι του Πειραιά, η πρακτική συνεργασία σε διάφορους τομείς (όπως αυτούς της ναυτιλίας, των Τεχνολογιών της Πληροφορίας και της Επικοινωνίας και της ενέργειας) φέρνει μεγαλύτερη δυναμική στις διμερείς σχέσεις Ελλάδας – Κίνας καθώς τα τελευταία 5 χρόνια ο όγκος των συναλλαγών των δυο κρατών έχει αυξηθεί κατά περισσότερο από 20%. Τέλος, η διπλωματία που ασκεί η Κίνα εν μέσω της πανδημίας COVID-19 εμβαθύνει τη συνεργασία μεταξύ των δυο χωρών, καθώς τον Μάρτιο τεράστια φορτία ιατρικών προμηθειών (περίπου 18 τόνων) έφτασαν στην Αθήνα. Με βάση όλα τα παραπάνω, οι μελλοντικές κινεζικές επενδύσεις στην Ελλάδα θα μπορούσαν να προωθήσουν περαιτέρω τις σινοελληνικές σχέσεις από κάθε άποψη.
Ωστόσο, η περαιτέρω εμβάθυνση και σύσφιξη των σινοελληνικών σχέσεων δημιουργεί βαθύτερες επιπτώσεις στις σχέσεις Κίνας – Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αρχικά, τόσο οι ΗΠΑ όσο και οι ευρωπαϊκοί θεσμοί θεωρούν την επένδυση της COSCO στο λιμάνι του Πειραιά ως εφαλτήριο για μια δυνητική επέκταση της κινεζικής γεωοικονομικής επιρροής στη Δύση. Επιπλέον, η «πρωτοβουλία 17+1» εκλαμβάνεται από τις Βρυξέλλες ως πρόθεση της Κίνας να διαιρέσει την Ανατολική από τη Δυτική Ευρώπη. Έτσι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξέδωσε τον Μάρτιο του 2019 το έγγραφο πολιτικής «ΕΕ-Κίνα – Μια στρατηγική προοπτική», τονίζοντας έντονα ότι η Ένωση πρέπει να ενισχύσει την ομόφωνη απόκρισή της σχετικά με την επενδυτική στρατηγική της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας (η οποία χαρακτηρίζεται στο κείμενο ως συστημικός αντίπαλος της ΕΕ). Επιπλέον, όπως σημειώνει και το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο (ΕΕΣ), τα κράτη–μέλη της ΕΕ τα οποία συνεργάζονται σε διμερές επίπεδο με την Κίνα έχουν ως γνώμονα τα δικά τους εθνικά οφέλη και δεν ενημερώνουν επαρκώς την Επιτροπή, ακόμη και όταν υφίσταται η σχετική υποχρέωση. Μια τέτοια κατακερματισμένη προσέγγιση δεν εξυπηρετεί τα συμφέροντα της ΕΕ, η οποία θα αύξανε περαιτέρω την οικονομική ισχύ της αν δρούσε συλλογικά.
Είναι γεγονός πως τις τελευταίες δύο δεκαετίες, οι κινεζικές επενδύσεις στην Ευρώπη αυξήθηκαν, με θετικές συνέπειες στις οικονομίες των χωρών (όπως την ενθάρρυνση της ανάπτυξης και την αύξηση των θέσεων εργασίας), εντούτοις οι επενδύσεις αυτές πραγματοποιούνται σε στρατηγικά σημαντικούς τομείς από κινεζικές κρατικές επιχειρήσεις. Σύμφωνα με το ΕΕΣ, τέτοιου είδους επενδύσεις μπορούν να οδηγήσουν σε στρέβλωση του ανταγωνισμού στην εσωτερική αγορά της Ένωσης, ενώ δυσχεραίνουν παράλληλα την επίτευξη ίσων όρων ανταγωνισμού για τις επιχειρήσεις και τις επενδύσεις της ΕΕ. Επιπλέον, τη στιγμή που στην Ελλάδα έχει ήδη ξεκινήσει ο διαγωνισμός για την εκχώρηση του φάσματος συχνοτήτων που θα χρησιμοποιηθεί για τη λειτουργία των δικτύων κινητής τηλεφωνίας 5ης γενιάς (5G), ευρωπαϊκοί θεσμοί ανησυχούν ότι η Κίνα θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει τις τηλεπικοινωνίες για κατασκοπία και η πλειοψηφία των υπουργών τηλεπικοινωνιών της ΕΕ επιθυμούν μια κοινή προσέγγιση για την ασφάλεια στον κυβερνοχώρο 5G, αναφέροντας ότι η προσέγγιση πρέπει να είναι «συνολική και βασισμένη στον κίνδυνο».
Λόγω της δυσχερούς οικονομικής θέσης και των χρόνιων διαρθρωτικών προβλημάτων της οικονομίας της, η Ελλάδα χρειάζεται άμεσες ξένες επενδύσεις επιπρόσθετες στους πόρους που προέρχονται από τα ευρωπαϊκά διαρθρωτικά και επενδυτικά ταμεία. Η Ελλάδα μπορεί επωφεληθεί οικονομικά από τη συνεργασία της με την Κίνα και να συμβάλλει στην αμοιβαία κατανόηση Κίνας-ΕΕ, καθώς οι σχέσεις των δυο χωρών εδράζονται στη φιλία και στη συνεργασία δύο λαών, οι οποίοι, από αρχαιοτάτων χρόνων, έχουν προσφέρει πολλά στον σύγχρονο πολιτισμό. Αυτή η φιλία και η συνεργασία στις μέρες μας για να εδραιωθεί πρέπει να αναπτυχθεί στην βάση σταθερών και με προοπτική οικονομικών σχέσεων που θα είναι επωφελείς και για τις δυο χώρες.