Της Άννας-Μαρίας Μακρή,
Η βάρβαρη δολοφονία του καθηγητή Σαμιέλ Πατί στη Γαλλία, από εξτρεμιστή μουσουλμάνο, φέρνει ξανά στο προσκήνιο έντονες συζητήσεις, με επίκεντρο την αντιμετώπιση των ισλαμιστών εξτρεμιστών. Η Γαλλία έχει ένα αιματηρό παρελθόν με εξτρεμιστικές επιθέσεις, με αποτέλεσμα να σπέρνεται στους κόλπους της γαλλικής κοινότητας ο φόβος, αλλά και το μίσος απέναντι στο Ισλάμ.
Ο Πρόεδρος της Γαλλίας Εμανουέλ Μακρόν χαρακτηρίζει την ισλαμική απειλή ως τον μέγιστο κίνδυνο για το εσωτερικό της Γαλλίας, ενώ ταυτόχρονα δεσμεύεται να καταπολεμήσει τον ισλαμικό αυτονομισμό που κυριαρχεί και απειλεί να καταλάβει κάποιες μουσουλμανικές κοινότητες στη Γαλλία. Με αφορμή, λοιπόν, ένα ακόμα ανατριχιαστικό γεγονός, το πρόβλημα των ισλαμιστικών επιθέσεων αναδύεται και πάλι στην επιφάνεια, με τον Μακρόν να κάνει λόγο για σκληρά μέτρα με στόχο την περιφρούρηση της ασφάλειας της χώρας. Τα μέτρα αυτά αφορούν το κλείσιμο τζαμιών και μουσουλμανικών οργανώσεων που κατηγορούνται ότι διαδίδουν ριζοσπαστικές ιδέες, ενώ στο στόχαστρο μπαίνει και το διαδίκτυο, με τις έρευνες να επικεντρώνονται στη διαδικτυακή διάδοση μίσους. Οι προεδρικές διαθέσεις φάνηκαν μετά τον σχεδιασμό για την απέλαση 231 υπόπτων για σχέσεις με την ισλαμιστική τρομοκρατία. Η γαλλική κυβέρνηση δεν άφησε ούτε λεπτό ανεκμετάλλευτο, καθώς σχεδόν αμέσως μετά τις εξαγγελλίες του Προέδρου ξεκίνησαν οι αστυνομικές επιχειρήσεις κατά δεκάδων ισλαμιστών και διενεργήθηκαν συλλήψεις.
Οι ενέργειες αυτές δεν σχετίζονται μόνο με τη δολοφονία του καθηγητή Πατί, αλλά έχουν στόχο να δώσουν ένα μήνυμα στους κοινωνούς της τρομοκρατίας και εχθρούς της δημοκρατίας. Ο Μακρόν φαίνεται να θέλει να τελειώνει με το ζήτημα των ισλαμιστικών επιθέσεων. Είναι οι κινήσεις του, όμως, ικανές να θέσουν ένα τέλος σε μία ισλαμιστική ιδεολογία βίας ή περιγράφονται ως δυσανάλογες και επικίνδυνες; Θα έλεγε κανείς πως για την αντιμετώπιση ενός τέτοιου φαινομένου με ακραία και επικίνδυνα χαρακτηριστικά, μόνο άμεσες και επιθετικές αποφάσεις μπορούν να δώσουν τη λύση. Η ύπαρξη, όμως, μουσουλμανικών κοινοτήτων στη Γαλλία περιπλέκει ακόμα περισσότερο τα πράγματα. Τη στιγμή που οι κατάλληλες διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα σε ισλάμ και ισλαμισμό, ανάμεσα σε τρομοκρατία και θρησκεία δεν υπάρχουν, η δεδομένη συνθήκη το μόνο που προσφέρει είναι να στιγματίζει ακόμα περισσότερο τους μουσουλμάνους της Γαλλίας.
Η φονταμεταλιστική βία αποτελεί ένα καθοριστικό ζήτημα για τη Γαλλία που θα μπορούσε ίσως να κοστίσει την επανεκλογή του Μακρόν στις επόμενες εκλογές. Η δολοφονία του καθηγητή σαν ένα χτύπημα σε όλα τα ευαίσθητα σημεία του συστήματος αξιών της Γαλλίας, ήρθε να φέρει στις μνήμες των Γάλλων όλους εκείνους που έπεσαν θύματα του εξτρεμιστικού μίσους, επιβεβαιώνοντας πως ο Μακρόν απέτυχε να εξαλείψει έναν υπαρκτό κίνδυνο που ζούσε και αναπτυσσόταν εντός γαλλικών συνόρων.
Επιπλέον, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως οι εκλογές του 2022 δεν μοιάζουν πολύ μακριά και αυτό το γεγονός δεν είναι καθόλου μικρό για να μην τις επηρεάζει. Οι επικείμενες εκλογές φαίνονται να πιέζουν τον Μακρόν να σκληρύνει τη στάση του απέναντι στο ριζοσπαστικό Ισλάμ στη Γαλλία. Τη στιγμή που οι δημοσκοπήσεις δείχνουν πρώτη τη Λεπέν, ηγέτιδα του ακροδεξιού Εθνικού Συναγερμού, το νομοσχέδιο με τα μέτρα που στοχεύουν στην αντιμετώπιση της αναζωπύρωσης νέων εξτρεμιστικών επιθέσεων στην Γαλλία φαίνεται σαν τον μόνο τρόπο να περιοριστεί η επιρροή της Μαρίν Λεπέν.
Πάγια θέση στην πολιτική ατζέντα της Λεπέν και του ακροδεξιού κόμματος αποτελεί η «προστασία» της Γαλλίας από τον ισλαμικό φονταμεταλισμό. Με έντονα εθνικιστικά χαρακτηριστικά η τοποθέτηση της Λεπέν μοιάζει περισσότερο με ρητορεία μίσους απέναντι στο Ισλάμ, παρά για πολιτική στάση απέναντι στον Ισλαμισμό. Η αποτυχία όμως του Μακρόν, να θέσει ένα τέλος στον δολοφονικό ριζοσπαστικό ισλαμισμό στη Γαλλία δίνει προεκλογικά ένα χρήσιμο αβαντάζ στο ακροδεξιό κόμμα, που ιεραρχεί ψηλά στις επιδιώξεις τους την «εθνοκάθαρση» της Γαλλίας από εξτρεμιστικά στοιχεία και τη φέρνει σχεδόν πρώτη στις δημοσκοπήσεις, τη στιγμή που η άνοδος της ακροδεξιάς αποτελεί μια παραδοχή της συγκυρίας στη Γαλλία.