10.4 C
Athens
Δευτέρα, 23 Δεκεμβρίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΑντίλογος μεταξύ Φιλοσοφίας και Κανόνων Δικαίου: Ίδια ερώτηση, διαφορετική απάντηση!

Αντίλογος μεταξύ Φιλοσοφίας και Κανόνων Δικαίου: Ίδια ερώτηση, διαφορετική απάντηση!


Της Δήμητρας Κουφωλιά,

Η σχέση δικαίου και ηθικής αποτελεί ζήτημα, που έχει απασχολήσει χιλιάδες φιλοσόφους και νομικούς, ενιαία απάντηση όμως δεν έχει δοθεί. Αρχικά, η εμπειρική πραγματικότητα δίνει την εντύπωση πως οι κανόνες της ηθικής, που δείχνουν τι είναι καλό και τι κακό, επιδρούν στους κανόνες δικαίου. Ενδέχεται ένας κανόνας του δικαίου να αποτελεί και κανόνα της ηθικής. Για παράδειγμα, στην ορθόδοξη χριστιανική πίστη, ο κανόνας της ηθικής «μην προκαλέσεις σωματική βλάβη σε συνάνθρωπό σου» βρίσκει εφαρμογή σε πολλούς κανόνες του δικαίου και όχι μόνον του ποινικού, αλλά και του αστικού (λ.χ. εγκλήματα κατά της υγείας ή της σωματικής ακεραιότητας στον Ποινικό Κώδικα ή ευθύνη προς αποζημίωση στον Αστικό αντίστοιχα). Από την άλλη, μεταξύ δικαίου και ηθικής υπάρχουν διαφορές: η ηθική προέρχεται από τον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου, είναι δηλαδή προϊόν της συνειδήσεώς του, ενώ οι κανόνες έρχονται έξωθεν και ετερόνομα επιβάλλουν μια συμπεριφορά. Χαρακτηριστική είναι η φράση: «Τα ατομικά και κοινωνικά/ θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνονται στο Σύνταγμα και σε υπερεθνικά νομοθετήματα εν γένει είναι των λίγων και όχι των πολλών». Όσα δημοψηφίσματα και αν γίνουν από τους πολλούς προκειμένου να μεταβληθεί το καθεστώς του κράτους δικαίου ή να υποβαθμισθεί η αρχή της λαϊκής κυριαρχίας, τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει. Ο σκοπός της ηθικής είναι η ηθική τελείωση, ενώ σκοπός του δικαίου η ρύθμιση της εξωτερικής συμπεριφοράς χωρίς να ενδιαφέρεται για τους λόγους για τους οποίους οι άνθρωποι συμμορφώνονται στο δίκαιο. Μπορούμε να φανταστούμε, λοιπόν, τη σχέση δικαίου κι ηθικής σαν δύο κύκλους, οι οποίοι σε κάποιο σημείο τέμνονται, όμως δε συμπίπτουν.

Όλα όσα θεωρητικά προαναφέρθηκαν, αποτελούν τη βάση για να περάσουμε στην πράξη σε δύο περιπτώσεις ηθικών διλημμάτων, στα οποία το Δίκαιο (οι κανόνες δικαίου που έχουν κωδικοποιηθεί), από τη μία, κι τα φιλοσοφικά ρεύματα, τα οποία προσπαθούν να εκφράσουν το ηθικό και το σωστό, από την άλλη, θα πρέπει να απαντήσουν τι θα επέλεγαν.

Το πρώτο πρόβλημα είναι γνωστό με τον όρο “the trolley problem”: Ένα τρένο κινείται με σπασμένα φρένα πάνω στις ράγες. Λίγο παρακάτω στις ίδιες ράγες βρίσκονται δεμένα πέντε άτομα. Ως παρατηρητές της σκηνής, τυγχάνει να βρισκόμαστε δίπλα σε ένα μοχλό τον οποίο αν τον τραβήξουμε, μπορούμε να αλλάξουμε την κατεύθυνση του τρένου. Τραβώντας τον μοχλό καθοδηγούμε το τρένο σε άλλες ράγες όπου  βρίσκεται δεμένος ένας άνθρωπος. Ποια είναι η ηθικά σωστή επιλογή, να αφήσουμε το τρένο να συνεχίσει την προδιαγεγραμμένη πορεία του σκοτώνοντας 5 ανθρώπους ή να τραβήξουμε τον μοχλό και να καθοδηγήσουμε το τρένο στις ράγες όπου θα σκοτωθεί 1 άνθρωπος; Παρόμοια υπόθεση είχε απασχολήσει τα Δικαστήρια, όταν ένας πιλότος μεταφέροντας επιβάτες, για να αποτρέψει τον κίνδυνο πτώσης του αεροπλάνου, έστριψε το αεροπλάνο κι έπεσε πάνω σε τρεις εργάτες, τους οποίους και σκότωσε. Το ζήτημα που προέκυψε ήταν αν ο πιλότος είχε ευθύνη. Γενικά: Είναι ανεκτό στο δίκαιό μας να σκοτωθούν λίγοι για να σωθούν οι πολλοί;

Στη σύγχρονη φιλοσοφική συζήτηση, γεννάται μια αντινομία-διαφωνία μεταξύ συνεπειοκρατίας και δεοντοκρατίας. Η συνεπειοκρατία -ρεύμα που ενδιαφέρεται πρωτίστως για τις συνέπειες- θα  απαντούσε στο παράδειγμα πως η παρέμβασή μας είναι όχι απλώς επιτρεπτή, αλλά και αναγκαία κι αυτό προκύπτει από τη μαθηματική σύγκριση μεταξύ των αριθμών: 5 φορείς συμφερόντων στη ζωή > 1 φορέας. Κι στο δεύτερο παράδειγμα, οι εκατοντάδες επιβάτες και ο πιλότος υπερτερούν σαφώς των τριών εργατών. Η δεοντοκρατία, αντίθετα, τονίζει πως δε μετρούν αυτοτελώς οι συνέπειες, αλλά το μέσο που χρησιμοποιείται κάθε φορά κι ο άνθρωπος δεν μπορεί να χρησιμοποιείται ποτέ ως μέσο, αλλά αυτοτελώς ως σκοπός.

Η απάντηση που θα έδινε το δίκαιο θα ήταν κάπως διαφορετική από την παραπάνω και θα χωριζόταν σε δύο νομικά επιχειρήματα: ένα που στηρίζεται καθαρά σε διατάξεις κανόνων και ένα που συνάγεται ερμηνευτικά κι συστηματικά από την ανάγνωση όλων των άρθρων.

Όσον αφορά στο πρώτο επιχείρημα, αυτό διαγράφεται καθαρά στο άρθρο 285 του Αστικού Κώδικα (ΑΚ), το οποίο αποτελεί λόγο άρσης της ευθύνης προς αποζημίωση. (επεξήγηση: το άτομο που «ευθύνεται» σημαίνει πως υποχρεούται σε αποζημίωση στο αστικό δίκαιο) και έκφανση της αρχής impossibilium nulla obligatio est. Η διάταξη 285 ΑΚ, η οποία είναι συναφής με το άρθρο 25 ΠΚ, όπου κι αίρεται ο καταλογισμός, ορίζει ρητά πως: «Δεν αποτελεί παράνομη πράξη η καταστροφή ξένου πράγματος, εφόσον είναι αναγκαία για να αποτραπεί επικείμενος κίνδυνος που απειλεί δυσανάλογα μεγαλύτερη ζημία αυτού που επιχειρεί την καταστροφή ή άλλου» (σε κατάσταση ανάγκης δηλαδή).

Εφόσον, λοιπόν, συντρέχουν αναγκαιότητα προσβολής του συγκεκριμένου εννόμου αγαθού, πιθανολόγηση ζημίας και δυσαναλογία μεταξύ ζημίας και οφέλους και δεν υπάρχουν έτσι άλλα ηπιότερα μέτρα, αίρεται ο παράνομος χαρακτήρας της συγκεκριμένης καταστροφής. Η λέξη «πράγμα» που χρησιμοποίησε ο νομοθέτης είναι προσφορότερο να ερμηνευθεί τελεολογικά, ώστε να συμπεριλάβει εκτός από τα ενσώματα αντικείμενα, όλες τις αξιώσεις και τα εν γένει έννομα αγαθά, σε περιπτώσεις που η προσβολή τους μπορεί να είναι ανεκτή αν συντρέχουν κι οι υπόλοιποι όροι του 285 ΑΚ.

Σημασία έχει ποια είναι η αξία, όμως, κι όχι η φύση του εννόμου αγαθού, δηλαδή σημασία έχει να εξετάσουμε τη δυσαναλογία σωζόμενου και προσβαλλόμενου εννόμου αγαθού. Στα παραδείγματά μας, προσβαλλόμενο έννομα αγαθά είναι η ανθρώπινη αξία και η ανθρώπινη ζωή, τα οποία είναι απαραβίαστα βάσει του Συντάγματος. Η ανθρώπινη αξία, όπως ήδη έχουμε τονίσει, δεν υπόκειται σε στάθμιση, αφού το πρόσωπο είναι υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, αλλά στην έννομη τάξη είναι εκείνη που σταθμίζει όλα τα υπόλοιπα έννομα αγαθά (είναι απαραβίαστη βάσει άρθρου 2 παρ. 1 Σ).

Εφαρμόζοντας όλα αυτά στα παραδείγματά μας, συμπεραίνουμε ότι δε νοείται «ζυγαριά» μεταξύ των ανθρώπων. Συνταγματικά, κάτι τέτοιο είναι ανεπίτρεπτο. Δε γίνεται σύγκριση μαθηματική ανάμεσα σε 1 και 10 ανθρώπους. Κι αυτό διότι είναι σε σύγκριση ένας και καθένας από τους δέκα. Στάθμιση μπορεί να γίνει μόνο μεταξύ προσωπικών και περιουσιακών εννόμων αγαθών.

Όσον αφορά στο δεύτερο νομικό επιχείρημα, αυτό συνάγεται ερμηνευτικά από το πνεύμα όλων των κανόνων δικαίου: στο πρώτο παράδειγμά μας ο ένας έχει απέναντι στον κλειδούχο μια αξίωση αρνητική-μη βλάβης, άρα ο κλειδούχος έχει ένα καθήκον αρνητικό, αυτό της μη αφαίρεσης της ζωής. Οι άλλοι 5 δεν έχουν αρνητική αξίωση, αλλά μια θετική αλληλοβοήθειας. Φαίνεται από το πνεύμα του νόμου να είναι σημαντικότερα τα αρνητικά καθήκοντα. Οι αξιώσεις στην ελληνική έννομη τάξη είναι κατά βάση αρνητικές, αξιώσεις μη προκλήσεως βλάβης (π.χ. στο έγκλημα ανθρωποκτονίας στο 299 ΠΚ καθρεφτίζεται η αρνητική αξίωση του «ου φονεύσεις»). Οι θετικές αξιώσεις της πολιτείας είναι ελάχιστες, συναντιούνται σπανιότατα στην έννομη τάξη και υπό πολύ συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Ένα παράδειγμα εμφανίζεται στο ποινικό δίκαιο, όπου το άτομο καλείται να παρέμβει να σώσει αυτόν που κινδυνεύει, εφόσον μπορεί να το πράξει χωρίς σοβαρό κίνδυνο της δικής του ζωής ή υγείας.

Ως συμπέρασμα, μπορούμε να πούμε ότι παρατηρείται πως τα ερμηνευτικά εργαλεία του δικαίου πολλές φορές είναι ατελή (π.χ. γραμματική, συστηματική, τελεολογική ερμηνεία) κι έτσι χρειάζεται μια βαθύτερη εξέταση των εννοιών, προκειμένου η απόφαση που θα παρθεί να είναι η ορθή.


Πηγές
  • Εισαγωγή στην επιστήμη του δικαίου, Π. Σούρλας
  • Επιτομή Γενικού  Ενοχικού  Δικαίου, Μ. Σταθόπουλος
  • Πρόσωπα, Λόγοι και Πράγματα, Φ. Βασιλόγιαννης
  • Θεμελιώδη δικαιώματα, Σ. Βλαχόπουλος

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Δήμητρα Κουφωλιά
Δήμητρα Κουφωλιά
Βρίσκεται στο τρίτο έτος της Νομικής Σχολής Αθηνών κι από πάντα την γοήτευε ο κόσμος της συγγραφής και των κειμένων. Παράλληλα με την αφοσίωση στη νομική επιστήμη και το διάβασμα λογοτεχνικών κειμένων, λατρεύει τον χορό και θεωρεί πως συνδέεται άμεσα με την πνευματική καλλιέργεια, εφόσον αποτελεί κι αυτός έκφραση της ανθρώπινης ψυχής. Πιστεύει πως ό,τι κι αν επιλέξει κάποιος να κάνει στη ζωή, πρέπει να επιδεικνύει ζήλο, να στοχεύει ψηλά, έχοντας όμως πάντα στο νου του από πού ξεκίνησε κι τηρώντας πάντα τον «αξιακό» κώδικα.