Της Μαρίας Κελεπούρη,
Μετά από έξι χρόνια προετοιμασίας, ο Άρης Αλεξάνδρου παραδίδει το 1972 με «Το Κιβώτιο» ένα εμβληματικό έργο, όχι μόνο για τον κόσμο της αριστεράς, αλλά και για τον πεζογραφικό μοντερνισμό, προσθέτοντας και ο ίδιος μία εκδοχή για την πολυδιάστατη ανθρώπινη μοίρα στη νεωτεριστική γραφή του ελλαδικού χώρου.
Ο συγγραφέας γεννήθηκε το 1922 στο Λένινγκραντ, το οποίο όμως εγκατέλειψε λίγο αργότερα, ερχόμενος με την οικογένειά του στη Θεσσαλονίκη και έπειτα φτάνοντας στην Αθήνα. Αμέσως μετά από την αποφοίτησή του στη Βαρβάκειο, γράφτηκε στην Οικονομική Σχολή Αθηνών, όπου εντάσσεται στο παράνομο τότε ΚΚΕ και στη συνέχεια στο ΕΑΜ. Οι ιδεολογικές του πεποιθήσεις δεν δημιούργησαν μόνο εσωτερικές αντιπαραθέσεις που τον οδήγησαν σε αποχώρηση από το κόμμα, αλλά μετά το πέρας του πολέμου τον έφεραν αντιμέτωπο με την ποινή της φυλάκισης.
Ακολουθώντας το παράδειγμα ποιητών της γενιάς του, επέλεξε και ο ίδιος να χρησιμοποιήσει λογοτεχνικό ψευδώνυμο. Ο Άρης Βασιλειάδης, λοιπόν, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, με δάσκαλο τον Ρίτσο είχε ως επίκεντρο του ποιητικού του έργου το θέμα της ιδεολογικής στράτευσης, μέσω του οποίου αμφισβήτησε το δόγμα του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, με αποτέλεσμα να αποξενωθεί από την κομματική οργάνωση, εφόσον ουσιαστικά αυτό ήταν που εκείνη πρέσβευε. Συστήθηκε στο αναγνωστικό κοινό με την ποιητική συλλογή «Ακόμη τούτη η άνοιξη», ενώ παράλληλα μετέφραζε τα μυθιστορήματα του Ντοστογιέφσκι. Αν και λόγω του συνόλου των ποιημάτων του, στα οποία εμπεριέχονται η «Ευθύτης Οδών» καθώς και η «Άγονος Γραμμή», που τον καθιέρωσε, συμπεριλήφθηκε στους κύκλους της δογματικής αριστεράς, η ποιητική του συλλογή επισκιάστηκε από «Το Κιβώτιο».
Με την έκδοση του έργου αυτού, ο Αλεξάνδρου απαντά στην κομματικά στρατευμένη λογοτεχνία με την ευθύνη που επωμίζεται ο αγωνιστής ως μονάδα. Αντλώντας από τον εμφύλιο την περιπέτεια των ανταρτών, διηγείται το διάστημα μεταφοράς ενός κιβωτίου, το περιεχόμενο του οποίου είναι άγνωστο και ταυτοχρόνως υψίστου σημασίας. Κατά την πορεία του, ο χρόνος δείχνει το σκληρό του πρόσωπο, φέρνοντας στον δρόμο των επίλεκτων ανδρών καχυποψίες, συγκρούσεις, τραυματισμούς, ακόμα και αναγκαστικούς θανάτους. Έτσι, με το πέρας της αποστολής η ομάδα έχει αποδεκατιστεί, ενώ ο τελευταίος επιζών μέσα από συνεχόμενες απολογίες, που παραπέμπουν σε μία κατάθεση ψυχής, προσπαθεί να αποδείξει την αθωότητά του με την παράθεση των αναμνήσεών του, που όμως συμπλέκονται και περιπλέκονται, καθώς ο ίδιος προχωρά την κατάθεσή του.
Η απροσδιοριστία των προσώπων αλλά και του τόπου δράσης οδηγεί σε εικασίες, ώστε να στρέψει την προσοχή στην ανθρωποκεντρική πλευρά, μέσω της μεταβαλλόμενης ψυχολογίας του αφηγητή, που έχει ως αποτέλεσμα να αμφισβητείται ακόμα και η αληθοφάνεια του κειμένου. Η σύγκρουση των αναμνήσεών του αγγίζει τα όρια του παραλογισμού, ο οποίος με τη σειρά του αποτυπώνεται σε μία ιδιότυπη γραφή, που φτάνει σχεδόν ως την κατάλυση της συντακτικής δομής, θέτοντας την ίδια τη γλώσσα εν αμφιβόλω. Πρόκειται για την αναπαράσταση τόσο των ψυχολογικών διακυμάνσεων, που οφείλονται στις πληγές του πολέμου, όσο και των καταστάσεων μιας κυνικά αυτορρυθμιζόμενης πολιτείας, που τα κίνητρα των οπαδών της κρύβονται πίσω από τον μανδύα της υστεροβουλίας στο πλαίσιο μίας κοινωνίας που χαρακτηρίζεται από παθητικότητα.
«Το Κιβώτιο» θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα κείμενα της εγχώριας μεταπολεμικής λογοτεχνίας, καθώς μεταφέρει το κλίμα της πίκρας που άφησε πίσω του ο πόλεμος σε μία κοινωνία πολιτικού αμοραλισμού που ματαιώνει κάθε ελπίδα. Η απόρριψη κάθε είδους μηχανιστικής σύμβασης της λογοτεχνίας κλονίζει την επικοινωνιακή λειτουργία της γλώσσας, αποδομώντας την. Οι εκπρόσωποι του λεγόμενου Νέου Μυθιστορήματος αποσκοπούν στη συμμετοχή του αναγνώστη και αυτό το επιδιώκουν μέσω της αμεσότητας. Κείμενα λοιπόν μοντερνιστικής γραφής, όπως το συγκεκριμένο, καταρρίπτουν τις προσδοκίες των αναγνωστών και αποτελούν στοίχημα, γι’ αυτό και χαρακτηρίζονται ως αντι-μυθιστορήματα.