Της Αρετής Μούστου,
Στην κοινωνιολογία, γίνεται σαφής διαφοροποίηση μεταξύ του βιολογικού και του κοινωνικού φύλου. Το βιολογικό φύλο είναι όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που χρησιμοποιούν οι κοινωνίες, για να κατηγοριοποιήσουν τους ανθρώπους θηλυκά και αρσενικά, είτε αυτά βασίζονται στα χρωμοσώματα τους είτε στη βιολογική μορφολογία των γεννητικών τους οργάνων. Συνήθως, όταν οι άνθρωποι αναφέρονται στις διαφορές μεταξύ ανδρών και γυναικών, εννοούν βασικά τα βιολογικά τους χαρακτηριστικά.
Αντίθετα, το κοινωνικό φύλο είναι πιο «ρευστό», καθώς μπορεί και να μην εξαρτάται από βιολογικά σύμβολα. Πιο συγκεκριμένα, εξηγεί τον τρόπο με τον οποίο οι κοινωνίες καθορίζουν και διαχειρίζονται την έννοια του φύλου, τους ιστορικά καθορισμένους ρόλους ανδρών και γυναικών, αλλά και τον τρόπο που τα άτομα αντιλαμβάνονται τη σεξουαλική τους ταυτότητα. Το κοινωνικό φύλο εμπεριέχει κοινωνικές νόρμες, συμπεριφορές και δράσεις που η κοινωνία θεωρεί πιο κατάλληλες για το ένα φύλο απ’ ότι για το άλλο, ενώ, την ίδια στιγμή, καθορίζεται και από τον τρόπο που νιώθει και πράττει το άτομο.
Για την καλύτερη κατανόηση και διαφοροποίηση των δύο αυτών όρων, αξίζει να αναφερθεί πως το βιολογικό φύλο δεν ταυτίζεται πάντα με το κοινωνικό, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα εκείνο των transsexual. Τα άτομα αυτά επιλέγουν να διαφοροποιηθούν από την κοινωνική νόρμα που προσάπτεται στο βιολογικό τους φύλο και να αλλάξουν τον τρόπο που ντύνονται και αυτο-παρουσιάζονται, προκειμένου να αισθανθούν πιο κοντά στον πραγματικό τους εαυτό.
Την ίδια στιγμή, η σεξουαλικότητα είναι κάτι τελείως διαφορετικό, καθώς αντικατοπτρίζει κατ’ ουσίαν, σεξουαλικές προτιμήσεις και ταυτότητες. Όπως το κοινωνικό φύλο δεν ταυτίζεται πάντα με το βιολογικό, έτσι συμβαίνει και στη σχέση κοινωνικού φύλου και σεξουαλικότητας. Τα άτομα μπορούν να επιλέξουν να προσδιορίσουν την σεξουαλικότητά τους από ένα ευρύ φάσμα, ξεκινώντας από την ετεροφυλοφιλία και καταλήγοντας μέχρι και στη μη-σεξουαλικότητα. Αυτό, όμως, το οποίο έχει σημασία είναι ότι, πέρα από τις συμπεριφορές, τις πρακτικές και τις προτιμήσεις, το κοινωνικό φύλο και η σεξουαλική ταυτότητα αποτελούν, κατά βάση, την κοινωνική μας ταυτότητα. Δημιουργούνται από τις επαφές μας με τους ανθρώπους και εξαρτώνται, κατά κόρον, από την κοινωνική αλληλεπίδραση και αναγνώριση και, επομένως, επηρεάζουν τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τους εαυτούς μας συγκριτικά με τους άλλους.
Συνδέοντας, λοιπόν, την κοινωνικοποίηση με το κοινωνικό φύλο, παρατηρούμε ότι, από νεαρή κιόλας ηλικία, υπάρχουν κάποιες «καθορισμένες» προσδοκώμενες συμπεριφορές για τα αγόρια και τα κορίτσια. Παραδείγματα μπορούν να αποτελέσουν οι χαρακτηρισμοί των γυναικών ως ευαίσθητες, φλύαρες, συναισθηματικές και των αντρών ως σκληροί, δυνατοί και λιγότερο συναισθηματικοί σαν άτομα. Τα παιδιά είναι εκτεθειμένα, μέχρι και σήμερα, απέναντι σε αυτά τα κοινωνικά στερεότυπα, τα οποία αν δεν προταθούν εμμέσως από την ίδια την οικογένεια, τότε θα έρθουν αντιμέτωπα με αυτά μέσω του σχολείου και κυρίως, των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Τα στερεότυπα του κοινωνικού φύλου συνιστούν ακριβώς και τη βάση του σεξισμού.
Όταν, συνεπώς, από μεριάς μας, αποδεχόμαστε την έννοια του «κοινωνικού φύλου», δεχόμαστε και τη διάζευξη της βιολογικής και κοινωνικής μας ταυτότητας. Δεν θα έπρεπε να μας εκπλήσσει, λοιπόν, που όλες οι έρευνες και οι αναλύσεις πάνω στο κοινωνικό φύλο έδωσαν βάση στις κοινωνικοπολιτικές, οικονομικές και ιστορικές μεταβολές της ανθρώπινης κοινωνίας. Αυτά ακριβώς συνιστούσαν τους παράγοντες προσδιορισμού των προτύπων «αρρενωπότητας» και «θηλυκότητας», αλλά και τις νόρμες συμπεριφοράς για τα δύο φύλα.
Αντί επιλόγου, σήμερα, βλέπουμε ότι το βιολογικό φύλο δεν είναι ταυτόσημο ούτε με το κοινωνικό φύλο του ατόμου, αλλά ούτε και με τις σεξουαλικές του προδιαθέσεις. Στις αναπτυγμένες κοινωνίες, το άτομο κάθε άλλο από υποχρεωμένο είναι να συμπεριφέρεται αποκλειστικά και μόνον με τα παραδοσιακά ετεροφυλόφιλα πρότυπα. Καταλαβαίνουμε επομένως, ότι η ουσία και η έννοια του «φύλου» δεν είναι προφανής. Θα ήταν σφάλμα να θεωρείται δεδομένη τόσο κοινωνικά, όσο και επιστημονικά. Μία τόσο ρευστή και ακαθόριστη έννοια χρειάζεται να αναθεωρείται και να προσαρμόζεται, ανά τακτά χρονικά διαστήματα, στις εκάστοτε κοινωνικές συνθήκες και πολιτισμικές αλλαγές, προκειμένου να ανταποκριθεί στις συνεχώς μεταβαλλόμενες ανθρώπινες ανάγκες αυτοπροσδιορισμού.