Του Φιλίππου-Αθανασίου Μισούλη,
Η συνθήκη του Άαρχους αποτελεί ορόσημο για το διεθνές και ευρωπαϊκό δίκαιο προστασίας του περιβάλλοντος. Πρόκειται για μια σύμβαση, που αποτελεί μεικτή διεθνή συνθήκη, όπως ονομάζονται κατά την ορολογία του διεθνούς δικαίου, οι συμβάσεις εκείνες, που έχουν ως μέρη τους κράτη και διεθνούς οργανισμούς, καθώς εκτός από μια πλειάδα κρατών, έχει κυρωθεί και από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η σύμβαση υπεγράφη στις 25 Ιουνίου του 1998, στο Άαρχους της Δανίας. Έχει κυρωθεί από 47 μέρη, ήτοι 46 κράτη (όλα εκ των οποίων βρίσκονται στην Ευρώπη και την Κεντρική Ασία) και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η σημασία της έγκειται στο αντικείμενό της, που είναι η κατοχύρωση διαδικαστικών δικαιωμάτων αναφορικά με την προστασία του περιβάλλοντος. Σε αντίθεση με άλλες διεθνείς συμβάσεις, δεν ρυθμίζει ειδικά ζητήματα περιβαλλοντικού χαρακτήρα, αλλά θέτει ένα γενικό πλαίσιο, που καλύπτει το σύνολο των ζητημάτων του δικαίου προστασίας του περιβάλλοντος, στο εσωτερικό των μερών, ως προς την δικονομική πτυχή τους.
Ειδικότερα, η σύμβαση αποτελείται από τρεις πυλώνες, ο πρώτος εκ των οποίων, κατοχυρώνει το δικαίωμα του κοινού για πληροφόρηση σχετικά με περιβαλλοντικά ζητήματα αλλά και σχετικά με τον περιβαλλοντικό αντίκτυπο των δημοσίων έργων. Τίθεται δηλαδή στα συμβαλλόμενα μέρη της σύμβασης, η υποχρέωση τήρησης της αρχής της διαφάνειας και δημοσιοποίησης από τις δημόσιες αρχές, κάθε πληροφορίας περιβαλλοντικού χαρακτήρα, με εξαίρεση μόνο ορισμένες ειδικές περιπτώσεις, όπως η περίπτωση εκείνη, όπου υπάρχει ανάγκη διαφύλαξης της εθνικής άμυνας.
Ταυτόχρονα, κατοχυρώνεται το δικαίωμα πρόσβασης των πολιτών στη δικαιοσύνη σε περίπτωση περιβαλλοντικής βλάβης και ζημίας. Προβλέπεται, δηλαδή, υποχρέωση των συμβαλλομένων κρατών και διεθνών οργανισμών, να θεσπίσουν στο εσωτερικό δίκαιό τους, τις κατάλληλες δικονομικές διαδικασίες, που θα καθιστούν εφικτή την πρόσβαση των πολιτών στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά ζητήματα. Ως προς το σκέλος αυτό, προβλέπονται και συγκεκριμένα ποιοτικά κριτήρια, που θα καθιστούν αποτελεσματική τη δικαστική αυτή προστασία, θέτοντας ως προϋπόθεση να εξασφαλίζεται η πρόσβαση σε αμερόληπτο, ανεξάρτητο και ιδρυθέν εκ του νόμου δικαστήριο, ενώ παράλληλα η παρεχόμενη δικαστική προστασία απαιτείται να είναι αποτελεσματική, έγκαιρη, αλλά και να μην συνεπάγεται οικονομικό κόστος, τόσο υψηλό, ώστε να καθίσταται εν τοις πράγμασιν αδύνατη για σημαντική μερίδα των πολιτών.
Τέλος, η σύμβαση επιβάλλει και ορισμένες υποχρεώσεις στις δημόσιες αρχές σχετικά με τη λήψη αποφάσεων και τη νομοθετική διαβούλευση, όσον αφορά ζητήματα που επιφέρουν αντίκτυπο στο περιβάλλον. Το σκεπτικό πίσω από την εν λόγω ρύθμιση, είναι ότι η εμπλοκή στο στάδιο της λήψης αποφάσεων των ενδιαφερομένων μερών, των πολιτών αλλά και παραγόντων της κοινωνίας των πολιτών, όπως είναι τυχόν μη κυβερνητικές οργανώσεις οικολογικού χαρακτήρα, θα οδηγήσει σε βελτίωση της νομοθεσίας και της ποιότητας των αποφάσεων, που σχετίζονται με περιβαλλοντικά ζητήματα.
Παράλληλα, η συνθήκη προωθεί την πολυμερή διακυβέρνηση εγκαθιδρύοντας όργανα και διαδικασίες, με την συμμετοχή κρατών, διεθνών οργανισμών αλλά και άλλων παραγόντων, όπως μη κυβερνητικές οργανώσεις. Τέτοιο όργανο είναι η Επιτροπή Συμμόρφωσης, την οποία θεσπίζει το άρθρο 15 της συνθήκης, και η οποία επιλαμβάνεται της εφαρμογής των διατάξεων της συμφωνίας από τα συμβαλλόμενα μέρη.
Με το πέρας του χρόνου, η σύμβαση έχει δεχθεί πρόσθετα πρωτόκολλα, όπως το πρωτόκολλο του Κιέβου του 2003, σχετικά με το Μητρώο Έκλυσης και Μεταφοράς Ρύπων (PRTR). Το πρωτόκολλο είναι το πρώτο δεσμευτικό κείμενο διεθνούς δικαίου, όσον αφορά το ζήτημα της μεταφοράς ρύπων, το οποίο θέτει έμμεσα την υποχρέωση στις επιχειρήσεις των συμβαλλομένων μερών να παραδίδουν στις δημόσιες αρχές αλλά και να δημοσιοποιούν πληροφορίες και επιστημονικά δεδομένα, σχετικά με την ποσότητα των ρύπων που εκλύουν και μεταφέρουν. Αντίστοιχο πλαίσιο στο πεδίο των γενετικά τροποποιημένων οργανισμών, θέτει και η τροποποίηση της σύμβασης του 2005 αναφορικά με την απελευθέρωση στο περιβάλλον γενετικά τροποποιημένων οργανισμών, η οποία υπεγράφη το 2005 στο Αλμάτι του Καζαχστάν.
Συνοψίζοντας, η συνθήκη του Άαρχους είναι ένα νομικό κείμενο υψίστης σημασίας για το διεθνές δίκαιο περιβάλλοντος, το περιεχόμενο του οποίου βαίνει πέραν από τις επιταγές, που κατοχυρώνουν οι προγενέστερες διεθνείς συμβάσεις. Η σημασία του έγκειται αναλυτικότερα, στο ότι για πρώτη φορά κατοχυρώνεται η υποχρέωση διαμόρφωσης από τα μέρη ενός διαδικαστικού πλαισίου πρόσβασης στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά ζητήματα, προσδίδοντας ούτως ουσιαστική ισχύ στο δίκαιο προστασίας του περιβάλλοντος, αλλά και την εγγύηση της πραγματικής και αποτελεσματικής εφαρμογής του.
Πηγές
- Καραγεώργου Β., Ψηφιακή Νομική Βιβλιοθήκη – Περιοδικά – ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ & ΔΙΚΑΙΟ – 2_2013, Απρίλιος – Μάιος – Ιούνιος – Η πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά ζητήματα υπό το πρίσμα της επιρροής της Σύμβασης Άαρχους και της πρόσφατης νομολογίας του Δικαστηρίου
- Καραγεώργου Β., Ψηφιακή Νομική Βιβλιοθήκη – Περιοδικά – ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ & ΔΙΚΑΙΟ – 4_2017, Οκτώβριος – Νοέμβριος – Δεκέμβριος 2017 – Η δικαστική προστασία στις περιβαλλοντικές διαφορές υπό το πρίσμα της Σύμβασης Άαρχους και του άρθρου 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων: Σκέψεις με αφορμή τις Αποφάσεις του ΔΕΕ στις Υποθέσεις LZ Ι (C-240/09) και LZ ΙΙ (C-243/15)
- https://www.consilium.europa.eu/el/press/press-releases/2018/06/18/aarhus-convention-council-decision-strengthens-access-to-justice-in-environmental-matters/