Του Νίκου Μελιτσιώτη,
Μετά τη λήξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η Ελλάδα βρίσκεται στο πλευρό των νικητών, μεταξύ των οποίων είναι και η Ιταλία, η οποία εντάχθηκε στην Entente από το 1915. Η συνύπαρξη των δύο χωρών στο τραπέζι των νικητών έμελλε να διαταραχθεί πολλάκις τα επόμενα χρόνια, με τελικό αποτέλεσμα την πολεμική σύρραξη.
Καθ’ όλη τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η Ιταλία εξέφραζε έντονα παράπονα για την παραχώρηση της Σμύρνης στους Έλληνες. Έχοντας υπό την κατοχή της τα Δωδεκάνησα, αποσκοπούσε σε μια εύκολη απόβαση στις γειτονικές της τουρκικές ακτές. Με τα διαβήματα του Βενιζέλου για ανάληψη ενεργειών της Ελλάδος προς προστασία του ελληνικού στοιχείου της περιοχής να είναι συνεχή και με τον κίνδυνο επέκτασης της Ιταλίας πέραν της Αττάλειας, που κατέλαβε αιφνιδιαστικά, να είναι ορατός, οι Σύμμαχοι έδωσαν το πράσινο φως για την απόβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη, η οποία έγινε στις 2/16 Μαΐου 1919. Η αντίδραση της Ιταλίας εκδηλώθηκε με μικροσυμπλοκές και προκλήσεις εναντίον των Ελλήνων, ενώ, στη συνέχεια, βοήθησαν υπογείως τις δυνάμεις του Μουσταφά Κεμάλ.
Τα επόμενα έτη οι διενέξεις συνεχίστηκαν. Τον Νοέμβριο του 1921, η Ιταλία ακύρωσε την παραχώρηση της Βορείου Ηπείρου και των Δωδεκανήσων, τα οποία είχε καταλάβει από το 1912, στην Ελλάδα. Δύο χρόνια αργότερα, το καλοκαίρι του 1923, με αφορμή τη δολοφονία του Στρατηγού Τελλίνι, κατά τη διάβαση του φυλακίου της Κακαβιάς από άγνωστους δράστες, η Ιταλία βομβαρδίζει και καταλαμβάνει την Κέρκυρα, το σημαντικότερο νησί του Ιονίου. Για την αποχώρησή της εξασφάλισε ταπεινωτικές αποζημιώσεις, χωρίς ποτέ να αποδειχθεί η ενοχή της Ελλάδος, της οποίας πάγιο αίτημα ήταν η ειρηνική συμβίωση.
Σε αυτό το σημείο, να τονιστεί το γεγονός πως η παρουσία και ο παρεμβατισμός της Ιταλίας στην Αλβανία ήταν εντονότατος, τόσο σε οικονομικό όσο και σε στρατιωτικό επίπεδο. Άλλωστε, η δημιουργία του κράτους της Αλβανίας, το 1913, πραγματοποιήθηκε με μεγάλη βοήθεια της Αυστρίας και της Ιταλίας, η οποία επιθυμούσε να επεκταθεί στα Βαλκάνια.
Το 1928, οι σχέσεις Ελλάδας και Ιταλίας εξομαλύνονται, με την υπογραφή της Συνθήκης Φιλίας, Συνδιαλλαγής και Διακανονισμού. Σύμφωνα με το 3ο άρθρο της Συνθήκης αυτής, εάν η ασφάλεια και τα συμφέροντα κάποιας εκ των δύο χωρών απειληθούν από εισβολή έξωθεν, η άλλη υποχρεούται να την στηρίξει πολιτικά και διπλωματικά. Με αυτή την εξέλιξη, καλλιεργήθηκε ένα κλίμα ασφάλειας, το οποίο, όμως, έμελλε να διαταραχθεί ανεπανόρθωτα.
Τα πρώτα σύννεφα της επικείμενης θεομηνίας εμφανίστηκαν το 1936, όταν οι διερευνητικές συνομιλίες του Υπουργού Εξωτερικών της Ιταλίας, κόμη Τσιάνο, με την Ναζιστική Γερμανία καταλήγουν σε απόλυτη ιδεολογική –και όχι μόνο– ταύτιση, με αποτέλεσμα ο Ιταλός δικτάτορας, Μπενίτο Μουσολίνι, να μιλά, σε λόγο του, την 1η Νοεμβρίου 1936, για άξονα Ρώμης–Βερολίνου.
Το ίδιο έτος, λίγους μήνες νωρίτερα, ανήλθε στην εξουσία της Ελλάδος ο δικτάτορας Ιωάννης Μεταξάς. Αρχικά, ο Ιταλός ομόλογός του είδε με συμπάθεια αυτή την εξέλιξη, πιστεύοντας πως θα ταχθεί στο ίδιο στρατόπεδο με αυτόν. Η εξέλιξη, όμως, του καθεστώτος μετέβαλε την καλή διάθεση σε καχυποψία.
Από το 1936 έως το 1939, η προσοχή τόσο της Ευρωπαϊκής διπλωματίας όσο και του Άξονα ήταν στραμμένη στον αγώνα για επικράτηση του δικτάτορα της Ισπανίας, Φρανσίσκο Φράνκο. Μόλις οι συγκρούσεις στην Ισπανία έληξαν με την επικράτηση του τελευταίου, οι δύο δικτάτορες, Αδόλφος Χίτλερ και Μπενίτο Μουσολίνι, ήταν ελεύθεροι να υλοποιήσουν τα επεκτατικά τους σχέδια. Έτσι, ο πρώτος καταλαμβάνει, στις 15 Μαρτίου, την Πράγα και ο δεύτερος εισβάλει, στις 7 Απριλίου, στην Αλβανία. Να σημειωθεί πως, λίγες μέρες πριν την κατάληψη της Αλβανίας, οργίαζαν οι φήμες για κατάληψη της Κέρκυρας από τους Ιταλούς, φήμες που οι Ιταλοί φρόντισαν να διαψεύσουν.
Στις 8 Απριλίου, ο Ιταλικός στρατός καταλαμβάνει τα Τίρανα και εγκαθιστά ιταλόφιλη κυβέρνηση, με το βασιλιά της Αλβανίας Ζώγου να αναζητά καταφύγιο στην Ελλάδα. Η ελληνική κυβέρνηση, ανησυχώντας έντονα για τις επεκτατικές βλέψεις της γείτονος και θέλοντας να διατηρήσει την ουδετερότητά της, όσο αυτή δεν απειλείται άμεσα, εγκαθιστά τον έκπτωτο βασιλιά στο Πήλιο, ενώ, παράλληλα, στέλνει στον Ιταλό Υπουργό Εξωτερικών, μέσω της πρεσβείας της, τηλεγράφημα που ξεκαθαρίζει πως δεν θα επιτρέψει στο βασιλιά που φιλοξενεί να αναπτύξει οποιαδήποτε δράση.
Η κίνηση αυτή εκτιμήθηκε από την ιταλική πλευρά, με τον Ιταλό δικτάτορα να μοιράζει διαβεβαιώσεις πως οι φήμες για επίθεση κατά της Ελλάδος είναι αβάσιμες και ψευδείς και πως θα σεβαστεί την ακεραιότητα αυτής. Αντίθετα, τις ίδιες ημέρες των διαβεβαιώσεων ανακοίνωνε την πρόθεσή του να εισβάλει τόσο στην Τσαμουριά όσο και στο Κοσσυφοπέδιο. Επίσης, κατά τη διάρκεια της κατάληψης της Αλβανίας, το Ελληνικό Προξενικό Κατάστημα στους Αγίους Σαράντα δέχτηκε από τους Ιταλούς ριπές πολυβόλων, ενώ εισήλθαν στο Κατάστημα με εφ’ όπλου λόγχη και τοποθέτησαν εντός πυρομαχικά.
Οι εκ νέου ανησυχίες για το πλήθος των στρατιωτών που βρίσκονται στην Αλβανία, τουλάχιστον 70.000, με την παρουσία πυροβολικού και αρμάτων, καθησυχάστηκαν από τον Ιταλό πρέσβη, Εμμανουέλε Γκράτσι, ο οποίος, όμως, έλαβε τη διαβεβαίωση του Μεταξά, στις 21 Αυγούστου, πως, αν και επιθυμούσε να διατηρήσει τις καλές σχέσεις των δύο χωρών, θα εργαζόταν εναντίον κάθε επιβουλής.
Το 1939 κύλησε χωρίς περαιτέρω εντάσεις. Η επανεμφάνιση των νεφών θυέλλης γίνεται τον Μάρτιο του 1940, οπότε και πραγματοποιείται μια σύσκεψη μεταξύ των Χίτλερ, Μουσολίνι και Τσιάνο, στην οποία έγινε λόγος, μεταξύ άλλων, και για την κατάσταση των Βαλκανίων. Για μια ακόμη φορά, ο κόμης Τσιάνο καθησύχασε τον Πρέσβη της Ελλάδος, σε συνάντησή τους, πως η περιοχή αυτή θα μείνει αμετάβλητη και ειρηνική. Σε μια νέα προσπάθεια, τον επόμενο μήνα, κατευνασμού των φημών για εισβολή της Ιταλίας στην Ελλάδα, οι γνωστές διαβεβαιώσεις του Ιταλού Πρεσβευτή περιείχαν κάποιες επιφυλάξεις, οι οποίες έκαναν το νόημα λιγότερο κατευναστικό, εντείνοντας την ανησυχία της ελληνικής κυβέρνησης.
Μετά την εκπληκτική προέλαση της Γερμανίας, το διάστημα Μαΐου–Ιουνίου 1940, προκαλείται ανησυχία. Οι αρχικές απόψεις περί ουδετερότητας, που εκφράζονταν από τον βασιλιά της Ιταλίας, Βίκτορα Εμμανουήλ Γ΄, και τον ιταλικό λαό, άρχισαν να μετασχηματίζονται, καθώς οι σαρωτικές γερμανικές επιτυχίες καλλιέργησαν ένα κύμα ανασφάλειας σε αυτούς, πως η καθυστερημένη είσοδός τους στον πόλεμο θα τους στερήσει οφέλη και εδαφικές επεκτάσεις. Με αυτές τις ανησυχίες, η Ιταλία εισέρχεται στον πόλεμο στις 10 Ιουνίου 1940, κηρύττοντας τον πόλεμο στη Γαλλία, διακηρύττοντας, παράλληλα, πως δεν σκοπεύει να παρασύρει σε πόλεμο όσες χώρες συνορεύουν με τη δική του, είτε στη στεριά είτε στη θάλασσα.
Την επομένη της εισόδου της Γαλλίας στον πόλεμο, ο Γκράτσι, πιστός στο δόγμα περί ακεραιότητος της Ελλάδος, ζητά έγγραφο το οποίο να πιστοποιεί τη στάση της Ελλάδος έναντι της Ιταλίας. Φυσικά, η απάντηση ήταν μία. Ουδετερότητα, εφόσον ο πόλεμος δεν μεταφέρεται στα Βαλκάνια.
Από τα μέσα Ιουνίου 1940, η στάση της Ιταλίας έναντι της Ελλάδας γίνεται σκληρότερη. Η πρώτη κατηγορία είναι πως τα αγγλικά πολεμικά παραμένουν σε ελληνικούς λιμένες για περισσότερο από όσο ορίζει το διεθνές δίκαιο. Μετά την διάψευση των πληροφοριών αυτών και τη φαινομενική ηρεμία, οι Ιταλοί επανέρχονται με κατηγορίες, εξίσου αβάσιμες, πως ο Έλληνας πρεσβευτής στην Τουρκία εργάζεται εναντίον του Άξονα και πως τα πλοία των Άγγλων χρησιμοποιούν τους ελληνικούς λιμένες, προκειμένου να ενεργήσουν εναντίον τους, όπως επίσης και ότι από γαλλικά κατασχεθέντα έγγραφα έγινε γνωστή η βοήθεια που παρέχει η Ελλάδα στον αγγλικό στόλο.
Φαίνεται ξεκάθαρα σε αυτό το σημείο η προσπάθεια της Ιταλίας να δημιουργήσει πλασματικές αφορμές και να δυναμιτίσει την κατάσταση, με απώτερο σκοπό την κήρυξη πολέμου προς την Ελλάδα, η οποία πλήττει τα συμφέροντά της και του συμμάχου της. Οι προσπάθειες του Ιωάννη Μεταξά και του Έλληνα πρεσβευτή να διαψεύσει αυτές τις συκοφαντίες έπεσαν στο κενό. Από τα μέσα Ιουλίου και σχεδόν καθημερινά αεροπλάνα της Ιταλικής Αεροπορίας παραβίαζαν τον ελληνικό εναέριο χώρο, ενώ ιταλικά βομβαρδιστικά έπληξαν, μεταξύ άλλων, τα αντιτορπιλικά «Ύδρα» και «Βασιλεύς Γεώργιος».
Τα γεγονότα δείχνουν τον δρόμο. Σύντομα, οι προκλήσεις θα ενταθούν, με αποκορύφωμα τον τορπιλισμό του ευδρόμου «Έλλη», στις 15 Αυγούστου 1940, γεγονός–σταθμό για τη διαμόρφωση των επερχόμενων εξελίξεων.
Βιβλιογραφία
- ΓΕΣ/ΔΙΣ (1959), Ο Ελληνικός Στρατός κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο – Αίτια και Αφορμαί Ελληνο-Ιταλικού Πολέμου 1940–1941 Αθήνα: Εκδόσεις ΔΙΣ
- Σφήκα Θ., «Η χαμένη τιμή της Ελληνικής Ουδετερότητας», Σε Συλλογικό Έργο (s.d.) «ΟΧΙ» Η Ελλάδα στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο–Διπλωματία–Προπαγάνδα–Πόλεμος, Αθήνα: Εκδόσεις Χ.Κ. Τεγόπουλος
- Κολιόπουλος Ι., «Εσωτερικές και Εξωτερικές Εξελίξεις από την 1η Μαρτίου 1935 ως την 28η Οκτωβρίου 1940», Σε Συλλογικό έργο (2015) Ιστορία του Ελληνικού Έθνους Τόμος 35 Νεότερος Ελληνισμός από το 1913 έως το 1941, Αθήνα: Εκδόσεις Παραπολιτικά