Της Μαρίας Τάκη,
Μια τσάντα με ένα ροζ ποντικάκι με μεγάλα αυτιά. Ήταν η πρώτη που είχα, όταν ξεκίνησα το μπαλέτο, στα 5 μου. Χωρούσε το κορμάκι, τα παπούτσια, το καλσόν και το λαστιχάκι, για να πιάνω τα πολλά και πάντα σγουρά μαλλιά μου. Ο παππούς μου με άφηνε στην είσοδο της σχολής, εγώ τον χαιρετούσα κι έτρεχα στα αποδυτήρια να αλλάξω, να μπω στην αίθουσα, να ισιώσω την πλάτη μου, (όπως, πολλές φορές, μας υπενθύμιζε η δασκάλα), και να ξεκινήσω το μάθημα. Στην ενόργανη, πάλι, εκτόνωνα το ζιζάνιο, που είχα μέσα μου. Ευλύγιστη και υπερκινητική από τη φύση μου, δεν άφηνα κατακόρυφο, γέφυρα, ρόδα και ροντάτ φλικ-φλακ που να μην το κατάφερνα. Η αδρεναλίνη στους κρίκους, στη δοκό και τους παράλληλους ζυγούς με έθρεφε, μου έδινε ζωή.
Στους παραδοσιακούς χορούς, βέβαια, υπήρχε μοτίβο. Συγκεκριμένο, απαρέγκλιτο, που διατηρούνταν και με τις φιγούρες, γιατί κι αυτές ακόμη ένα δικό τους μοτίβο συνέθεταν. Όταν βάζαμε (και βάζουμε) στολές δε, αναδεικνύουμε και την ομορφιά του κάθε χορού, που με τα αθλητικά και τις φόρμες είναι δύσκολο να φανεί, του προσδίδουμε την αίγλη που του πρέπει. Τιμητικό τουλάχιστον να χορεύεις με τη φορεσιά των προγόνων σου… Από την άλλη, στο σύγχρονο, στο ρεγκετόν, στο commercial, το αυστηρό του μπαλέτου χάνεται και το μοτίβο των παραδοσιακών κάνει φτερά. Εκεί το σώμα πρέπει να γίνει πλαστελίνη, να τσαλακωθεί, να λυγίσει η μέση, να κυλιστεί στο πάτωμα, να φύγει από στερεότυπα περί στάσης σώματος, να βγει από τα καλούπια του «έτσι πρέπει».
Με τα χρόνια, βέβαια, οι τσάντες του μπαλέτου σταμάτησαν να έχουν ποντικάκι με αυτιά και έγιναν πιο φοιτητικές. Τα κορμάκια έγιναν σίγουρα περισσότερα, άλλαξαν μέγεθος, καθότι μεγάλωνα, χρώμα, μιας και η αγάπη μου για το κόκκινο επισκίασε όλα τα υπόλοιπα και τα παπούτσια μετατράπηκαν σε χιλιοχτυπημένες πουέντ. Οι παραδοσιακές φορεσιές δεν χρειάζονταν μάζεμα, γιατί ψήλωσα και μπορούσα να φορέσω το καπέλο από Γιδά Αλεξάνδρειας χωρίς να έχω πονοκέφαλο από το βάρος μετά. Οι επιγονατίδες έγιναν δεύτερο δέρμα μου και ο κορμός μου ζορίστηκε, αλλά, τελικά, «έσπασε», ζητώντας νοερά συγγνώμη απ’ όλους τους δασκάλους μπαλέτου που με γαλούχησαν. Μόνο τα λαστιχάκια για τα μαλλιά έμειναν ίδια, γιατί το μαλλί μου είναι κάτι που δεν άλλαξε ποτέ.
Κι εγώ; Εγώ καμιά φορά κοιτάζω τις στολές από τις παραστάσεις, τις τουτού των εξετάσεων, τα σιλικονούχα προστατευτικά για τα δάχτυλα των ποδιών, τις φουρκέτες για τους αυστηρούς κότσους και σκέφτομαι πώς κάτι τόσο άψυχο μπορεί να ανασύρει από τη μνήμη σου κάτι τόσο ζωντανό, όπως η κίνηση. Να σε μεταφέρει χρόνια πίσω, να σε συνδέσει νοερά με αναμνήσεις από το χρονοντούλαπο της ιστορίας σου και να συνθέσει κάπως μοναδικά τη δική σου πορεία στο χορευτικό σανίδι.
Ο χορός είναι από τα υπεροχότερα και δυσκολότερα πράγματα που θα κληθεί να υπηρετήσει κάθε άνθρωπος που θέλει να λέγεται, έστω και ερασιτεχνικά, χορευτής. Ο χορός είναι κατάθεση ψυχής. Ο χορός είναι έκφραση. Βγάζεις το συναίσθημα, την πληγή, τον ερωτισμό, τη χαρά σου και τα κάνεις ρυθμό, δίνεις ζωή σε αυτά που σκέφτεσαι. Επικοινωνείς τον εσωτερικό σου κόσμο ζωγραφίζοντάς τον με το κορμί σου. Και για να εκφράσεις αυτό που νιώθεις, πρέπει να το εκπαιδεύσεις πρώτα, ώστε να γίνει σωστά η μεταφορά. Δύσκολη που είναι αυτή η έκθεση… Γιατί στον χορό το κάθε λάθος κοστίζει. Και πονάει. Πρώτα, σωματικά και μετά, ψυχικά. Γιατί η κατραπακιά είναι διπλή. Γιατί στάθηκες λίγος απέναντι στον εαυτό σου και στο είδος χορού που υπηρετείς. Γιατί δεν έφυγες από εσένα, δεν χάθηκες, δεν σε παρέσυρε ο ρυθμός και αυτό που αισθάνεσαι, παρά έμεινες συμβατικά στο 1-2-3.
Όταν, όμως, δεν νιώθεις τα χέρια σου, όταν τα πόδια σου δεν χωράνε από τον πόνο στα παπούτσια, όταν τα νύχια σου ματώνουν, όταν τα μαλλιά σου στάζουν από ιδρώτα, όταν η μουσική τελειώνει και σε αφήνει ξέπνοη, σημαίνει ότι τα κατάφερες. Ότι βγήκες εκτός τόπου και χρόνου, ότι μίλησες με το σώμα σου για όλα αυτά που δεν χρειάζεται πια να λεχθούν, ότι έβγαλες την καρδιά σου και την έβαλες μέσα στη χορογραφία.
Αν τα πατώματα των σχολών χορού είχαν μιλιά, οι ιστορίες, που θα μας αφηγούνταν, θα γέμιζαν τόμους ολόκληρους. Γιατί και η δική μου ιστορία σε ένα πάτωμα σχολής χορού έχει γραφτεί. Όταν έγραφα καλά στα διαγωνίσματα, αλλά και όταν η βάση με κοιτούσε από μακριά, όταν το σύστημα έδειχνε σωρηδόν τις κόκκινες βαθμολογίες, αλλά και όταν πήρα πτυχίο, όταν ερωτεύτηκα, αλλά και όταν ο παππούς μου έφυγε, εγώ χόρευα. Πάντα χόρευα. Για να βγάλω την ευτυχία και το πένθος, την αποτυχία και τη λύτρωση, τη δικαίωση και τον πόνο από μέσα μου.
Δεν είχα πάντα κοινό. Ούτε χειροκρότημα. Ποιος είπε ότι οι χορευτές έχουν πάντα κοινό και χειροκρότημα; Αυτά είναι η κορυφή του παγόβουνου! Αυτά έρχονται, όταν ο χορός δεν είναι αυτοσκοπός, γιατί μόνο τότε έχουν αξία. Το σημαντικό είναι να χορεύεις για εσένα και μόνο. Γιατί, όπως και όλα τα πράγματα σε αυτή τη ζωή, μόνο τότε χορεύεις αληθινά και με την καρδιά σου. Και τότε, κάπως μαγικά, έρχεται και το χειροκρότημα.
Γεννήθηκε στην Έδεσσα. Είναι απόφοιτη του τρίτου ευρωπαϊκού σχολείου Βρυξελλών και της Νομικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Γνωρίζει άριστα Αγγλικά και Γαλλικά. Παίζει ακορντεόν και πιάνο και έχει κάνει μαθήματα φωνητικής. Χορεύει μπαλέτο και λάτιν και ασχολείται ερασιτεχνικά με το θέατρο και την φωτογραφία. Η αγάπη της για την λογοτεχνία και την ποίηση την οδήγησε στην αρθρογραφία, ενώ τα ταξίδια και η επαφή με διαφορετικές κουλτούρες και πολιτισμούς είναι το διάλειμμα από την καθημερινότητά της.