Της Βίκυς Ντζούρβα,
Η Μικρά Ασία αποτελεί γεωπολιτική περιοχή με ιδιαίτερο ενδιαφέρον από τα πρώιμα ιστορικά χρόνια, καθώς οι ανακατατάξεις πληθυσμών διακατέχονταν η μία την άλλη, όπως και η πολιτική επικράτηση σε ένα τόσο κρίσιμο γεωστρατηγικά περιβάλλον. Μετά την κυριαρχία των Οθωμανών σε αυτή και τη σύσταση του Τουρκικού κράτους, η δημιουργηθείσα Τουρκία βρέθηκε να συνορεύει στο σύνολό της με 8 χώρες, δυνητικούς αντιπάλους, στη διεκδίκηση και εξασφάλιση των εξωτερικών της συμφερόντων. Σε ένα κράτος με έντονα εσωτερικά προβλήματα ανομοιογένειας και μεγάλα ποσοστά εθνικιστικού φανατισμού, η χάραξη εξωτερικής πολιτικής δεν στηρίζονταν πάντοτε στην πιστή υιοθέτηση των κανόνων του διεθνούς δικαίου, αλλά συχνά παρουσίαζε μιλιταριστικά στοιχεία και βιαιότητες.
Η τακτική αυτή εξυπηρετούσε τόσο στον αποπροσανατολισμό της κοινής γνώμης από τα κρίσιμα εσωτερικά προβλήματα οικονομικής και πολιτικής φύσεως, με τη «δημιουργία» εξωτερικών αντιπάλων, αλλά ταυτόχρονα ικανοποιούσε τη φανατική εθνικιστική μερίδα του τουρκικού πληθυσμού που οραματίζονταν μία κυρίαρχη Τουρκία, σε όλο το γεωπολιτικό της περιβάλλον. Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, στα πρώτα χρόνια ηγεσίας του, φαινόταν να μην συμμερίζεται την υιοθέτηση εξωτερικής πολιτικής στρατιωτικής φύσεως και να ακολουθεί το παράδειγμα του ιδρυτή του σύγχρονου τουρκικού κράτους, Μουσταφά Κεμάλ, προωθώντας την ειρηνική συμβίωση με τους γείτονες. Ωστόσο, δεν έμεινε πιστός στην απόφαση αυτή.
Στα επόμενα χρόνια μέχρι και σήμερα, η τουρκική ηγεσία φαίνεται να προτάσσει τη στρατιωτική κυριαρχία και ισχύ έναντι της διπλωματικής διόδου για την διεκδίκηση των εξωτερικών της συμφερόντων, ανοίγοντας περισσότερα από ένα μέτωπα αντιπαράθεσης. Η άρνηση οποιουδήποτε συμβιβασμού περιόρισε τις συμμαχικές της επιλογές, κάνοντας τη στρατιωτική ισχύ μονόδρομο στη χάραξη εξωτερικής πολιτικής και στη διεκδίκηση ηγετικής θέσης στο ευρύτερο περιβάλλον της. Η Τουρκία, αν και χώρα-μέλος του ΝΑΤΟ και υποψήφιο προς ένταξη μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με την οποία είναι συνδεδεμένη ήδη από το 1969, δεν δείχνει να περιορίζει τη μιλιταριστική δράση της, πάρα τις όποιες προειδοποιήσεις των κοινοτήτων. Η μετριοπάθεια και η έλλειψη κοινού μετώπου των κρατών-μελών δίνει την αίσθηση του κενού στην τουρκική πλευρά για επικυριαρχία στη Μέση Ανατολή, ως νέα Μεγάλη Δύναμη μετά την αποχώρηση των ΗΠΑ από την περιοχή. Ταυτόχρονα, διεκδικεί μέρος των ερευνών για υδρογονάνθρακες στην Ανατολική Μεσόγειο, αμφισβητώντας τη θαλάσσια κυριαρχία Ελλάδας-Κύπρου με μονομερείς ερευνητικές ενέργειες. Στρατιωτικές επιχειρήσεις και παρουσία υφίστανται και στη Λιβύη και τη Συρία, με τον συνολικό αριθμό χωρών με τουρκική στρατιωτική παρουσία να φτάνει στις 9.
Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν έχει αφιερώσει το σύνολο σχεδόν της κρατικής μηχανής της χώρας του στην εξυπηρέτηση μίας πολιτικής γοήτρου, που θέλει το τουρκικό κράτος να συναγωνίζεται την ακτινοβολία των εποχών πρότερης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η εξυπηρέτηση των παραπάνω στρατιωτικών απαιτήσεων και η διατήρηση πληθώρας μετώπων έχει διπλασιάσει τα τελευταία χρόνια τις στρατιωτικές δαπάνες, σε μία χώρα με έντονα ζητήματα ύφεσης και ένδειας σε μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού. Ο ίδιος δικαιολογεί την απορρόφηση μεγάλων ποσών στο στρατιωτικό τομέα ως αναγκαιότητα για την επιβίωση και κυριαρχία του μοναδικού μουσουλμανικού κράτους σε ένα δυτικοποιημένο περιβάλλον, ενώ χαίρει στήριξης από την εσωτερική κοινή γνώμη σε ποσοστό κατάλληλο να διατηρήσει τη λαοφιλία του. Μάλιστα, ευελπιστεί να επιτευχθεί η δυνατότητα κατασκευής οπλικών συστημάτων στο εσωτερικό του τουρκικού κράτους, περιορίζοντας ακόμη περισσότερο την εκτός συνόρων εξάρτηση από τρίτες χώρες. Κατά πόσο όμως είναι αυτά τα σχέδια εφικτά, σε μία Τουρκία με σταδιακά υποτιμημένη οικονομία και αυξανόμενα εχθρικά μέτωπα;