Της Ιωάννας Μπινιάρη,
«Τι είναι τέχνη;» Το συγκεκριμένο ζήτημα είναι από τα δυσκολότερα που συναντώνται στην εποχή μας, δεδομένου ότι η έννοια της τέχνης είναι ρευστή και μέχρι σήμερα έχουν δοθεί παραπάνω από 1.000 ορισμοί προκειμένου να εξακριβωθεί. Για παράδειγμα, σύμφωνα με τον ομότιμο καθηγητή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών Π. Δαγτόγλου, «τέχνη είναι κάθε δημιουργική έκφραση της ανθρώπινης φαντασίας» ενώ σύμφωνα με έναν άλλο ορισμό, «τέχνη είναι κάθε τι που ο δημιουργός του ορίζει ως ‘τέχνη’, εκτός αν αυτό έρχεται σε αντίθεση με τις κρατούσες κοινωνικές αντιλήψεις». Αντιλαμβάνεται λοιπόν κανείς ότι όπως και σε κάθε ειδικότερο επιστημονικό κλάδο, έτσι και στην αισθητική, υπάρχουν διχογνωμίες, με αποτέλεσμα σε αυτές τις περιπτώσεις να αρκεί τουλάχιστον να συγκλίνει η πλειοψηφία των ειδικών προς κάποιο πόρισμα. Παρά το γεγονός ότι είναι πολύ δύσκολο να προσδιοριστεί με βεβαιότητα η τέχνη, αυτό που στην πραγματικότητα προξενεί μεγάλη εντύπωση είναι ότι η ελευθερία του κάθε ανθρώπου να υποβάλλεται σε οποιεσδήποτε πνευματικές δημιουργίες κατοχυρώνεται και σε συνταγματικό επίπεδο.
Συγκεκριμένα, η ελευθερία της τέχνης, όπως και της επιστήμης και της ακαδημαϊκής ελευθερίας, κατοχυρώνεται στο πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 16 του Συντάγματος. Πρόκειται για μια καινοτομία του ελληνικού Συντάγματος, η οποία είναι εμπνευσμένη από το γερμανικό Θεμελιώδη Νόμο της Βόννης, ενώ στο ενωσιακό δίκαιο την ελευθερία της τέχνης εγγυάται το άρθρο 13 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στο διεθνές δίκαιο το άρθρο 10 της ΕΣΔΑ ως ειδικότερη έκφανση της ελευθερίας της έκφρασης. Δεδομένου ότι η τέχνη διαμορφώνει την πολιτιστική ταυτότητα μιας εποχής και ενός κοινωνικού συνόλου, γίνεται δεκτό ότι αυτή είναι ελεύθερη, όχι μόνο έναντι του κράτους, αλλά και έναντι κάθε τρίτου που θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο την άσκηση του δικαιώματος αυτού, φορείς του οποίοι είναι τόσο φυσικά όσο και νομικά πρόσωπα.
Όσον αφορά το πεδίο προστασίας της ελευθερίας της τέχνης, αυτή αναφέρεται σε κάθε μορφής τέχνη, ακόμη και μελλοντική, και περιλαμβάνει την ελευθερία της παραγωγής έργων τέχνης, της κυκλοφορίας αυτών, αλλά και της πρόσβασης του κοινού σε έργα τέχνης. Η αξιολόγηση έργου τέχνης προκειμένου να κριθεί η αρτιότητά του γίνεται αναγκαίως με κριτήρια των ειδικών της τέχνης, τα οποία κυρίως είναι αισθητικά, καθώς εξετάζουν την αισθητική ποιότητα καλλιτεχνικών έργων, αλλά και επιστημονικά, διαμορφούμενα από τα πορίσματα της επιστήμης της ιστορίας και κριτικής της τέχνης. Στην κρίση σχετικά με τη φύση του έργου, καθοριστικής σημασίας είναι η γνώμη των ειδικών του κόσμου της τέχνης, αν και καλό θα είναι ο εφαρμοστής του δικαίου να επικουρείται στο έργο του να κρίνει αν ένα έργο είναι έργο τέχνης όχι μόνο από τις γνώμες των καλλιτεχνών αλλά και τις απόψεις του κοινού, προκειμένου να προστατεύονται όλα τα έργα τέχνης, ακόμα και αυτά που προσβάλλουν το κοινό αίσθημα. Σε κάθε περίπτωση, δεδομένης της αυξημένης προστασίας που έχει αναγνωρίσει στην ελευθερία της τέχνης ο συνταγματικός νομοθέτης, οφείλουμε να ακολουθήσουμε την αρχή in dubio pro libertate, η οποία εν προκειμένω σημαίνει ότι ένας δημιουργός είναι ελεύθερος να δημιουργήσει έργα είτε καλής είτε κακής ποιότητας και ότι το κοινό είναι ελεύθερο να έχει πρόσβαση σε κάθε ένα από αυτά.
Επίσης, χρήζει αναφοράς ότι το άρθρο 16 του Συντάγματος κατοχυρώνει όχι μόνο την αμυντική διάσταση του ατομικού δικαιώματος στην τέχνη, που διασφαλίζει την προστασία της ελευθερίας του καλλιτέχνη ανεξάρτητα από την αξία του έργου του, αλλά και τη θετική υποχρέωση του κράτους να προωθεί τη δραστηριότητα αυτή, για παράδειγμα, επιχορηγώντας τη δημιουργία καλλιτεχνικών έργων. Ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της ελευθερίας της τέχνης, που τη διακρίνει από άλλα συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα, είναι ότι κατοχυρώνεται ως ανεπιφύλακτο συνταγματικό δικαίωμα, δηλαδή χωρίς να προβλέπεται κάποιος ειδικός περιορισμός εκ του νόμου και με το να απαγορεύεται η επιβολή άμεσων περιορισμών εναντίον της. Η συγκεκριμένη προνομιακή μεταχείριση της ελευθερίας της τέχνης δεν οφείλεται παρά μόνο στο γεγονός ότι ιεραρχείται στην υψηλότερη βαθμίδα προστασίας του λόγου, ειδικότερη έκφανση του οποίου αποτελεί.
Γίνεται όμως δεκτό ότι η ελευθερία της τέχνης μπορεί νομίμως να περιοριστεί στις περιπτώσεις συκοφαντικής δυσφήμισης μέσω έργων τέχνης, διότι στην συγκεκριμένη περίπτωση πλήττεται ο πυρήνας του συνταγματικού δικαιώματος στην αξία του ανθρώπου. Βέβαια, οι συχνότερες περιπτώσεις λογοκρισίας έργων τέχνης αφορούν έργα που θεωρήθηκαν άσεμνα ή κατηγορήθηκαν ότι προσβάλλουν το θρησκευτικό αίσθημα του κοινού. Χαρακτηριστικό παράδειγμα τέτοιας περίπτωσης αποτελεί η λογοκρισία που υπέστη ο σπουδαίος συγγραφέας Νίκος Καζαντζάκης για το έργο του «Ο τελευταίος πειρασμός», ένα βιβλίο για τη διπλή φύση του Ιησού, που προκάλεσε την οργισμένη αντίδραση της Εκκλησίας της Ελλάδος και την απαγόρευση προβολής της αντίστοιχης ταινίας και οδήγησε τον Καζαντζάκη ένα βήμα πριν τον αφορισμό. Επί του συγκεκριμένου θέματος θα λέγαμε ότι από τη στιγμή που δεν υφίσταται κακοβουλία στο πρόσωπο του καλλιτέχνη και απλά το συγκεκριμένο έργο αποτελεί προϊόν καλλιτεχνικής δημιουργίας που προσφέρεται στην πολιτιστική ζωή, πρόκειται για θεμελιώδη παραβίαση της ελευθερίας της τέχνης που πλήττει άμεσα την καλλιτεχνική δημιουργία ως μέσο έκφρασης.
Συμπερασματικά, γίνεται κατανοητό ότι σε ένα κράτος δικαίου η τέχνη δεν μπορεί παρά να θεωρείται ως παιδί της ελευθερίας και της δημοκρατίας, αφού μόνο έτσι μπορεί ο δημιουργός να εκφραστεί ανεμπόδιστος και απαλλαγμένος από τις πολιτικές λογοκρισίας και παρέμβασης, οι οποίες μόνο καταστροφικά μπορούν να λειτουργήσουν, αφού ακρωτηριάζουν το δημιουργούμενο έργο και περιορίζουν ασφυκτικά τα περιθώρια έκτασης του καλλιτέχνη, πόσω μάλλον όταν υποκινούνται από προκαταλήψεις και θρησκευτικό σκοταδισμό.
Πηγές
- Θεμελιώδη Δικαιώματα, Σπ. Βλαχόπουλος, Νομική Βιβλιοθήκη 2017
- Δαγτόγλου Π., Συνταγματικό Δίκαιο – Ατομικά Δικαιώματα, 4η εκδ. Σάκκουλα, 2012
- https://www.newsbeast.gr/weekend/arthro/2656085/o-telefteos-pirasmos-pou-efere-ton-kazantzaki-ena-vima-prin-ton-aforismo