Του Νικόλαου Τσελέντη,
Η Δημοκρατία της Κιργιζίας ή, όπως είθισται να αποκαλείται, Κιργιστάν, είναι ένα κράτος που εντοπίζεται στην Κεντρική Ασία. Μετρά 29 μόλις χρόνια ανεξαρτησίας, από το 1991, το έτος, δηλαδή, που διαλύθηκε επισήμως η πρώην Σοβιετική Ένωση. Ο πληθυσμός της ανέρχεται στα 6,5 εκατομμύρια κατοίκους, με την πλειονότητα αυτών να είναι Μουσουλμάνοι Κιργίζιοι. Τόσο η επίσημη γλώσσα, κιργιζική (παρεμφερής της τουρκικής), όσο και το θρήσκευμα, αποτελούν λόγους για να κατατάσσουν οι Τούρκοι το Κιργιστάν ως μία από τις 6 τουρκογενείς χώρες. Βέβαια, η χρόνια παρουσία των Ρώσων στα εδάφη αυτά και η ισχυρή μειονότητα που εξακολουθεί να ζει εκεί, έχουν οδηγήσει στην καθιέρωση των ρωσικών ως δεύτερης επίσημης γλώσσας του κράτους, αλλά και στη διατήρηση στενών δεσμών με τη Μόσχα.
Παρά τη βραχύβια διάρκεια της ύπαρξής του, το Κιργιστάν χαρακτηρίζεται για την έντονη πολιτικοποίηση των πολιτών του, οι οποίοι τηρούν αμείλικτη στάση έναντι των κυβερνώντων που καπηλεύονται τα οφέλη της εξουσίας. Κατά τη διάρκεια της προηγούμενης δεκαπενταετίας, και συγκεκριμένα τα έτη 2005 και 2010, έχουν εγερθεί διαμαρτυρίες για το εκάστοτε είδος διακυβέρνησης, με αποτέλεσμα την καθαίρεση δύο προέδρων. Μάλιστα, μετά τη φυγή του πρώην προέδρου, Kurmanbek Bakiev, τον Απρίλη του 2010, το πολίτευμα μετετράπη σε έναν συνδυασμό ημιπροεδρικού συστήματος και κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, με αρχηγό του κράτους τον πρόεδρο, γεγονός που αποτελεί παγκόσμια πρωτοτυπία. Η επιζητούμενη πολιτική διαφάνεια και σταθερότητα, όμως, δεν έμελλε να εδραιωθεί ούτε με τις αλλαγές του τρόπου άσκησης εξουσίας. Ο λαός συνέχιζε να ζει στα όρια της πενίας, παλεύοντας για την επιβίωσή του, όσο η καθεστηκυία τάξη επωφελείτο από τη γενναιόδωρη πολιτική των ομοίων τους. Το απροσδόκητο φαινόμενο της πανδημίας συνέβαλε στην οικονομική εξαθλίωση των Κιργιζίων και τα σφάλματα της κυβέρνησης ήταν πλέον ολοφάνερα. Η μόνη, λοιπόν, ελπίδα των κατοίκων εναποτέθηκε στις κοινοβουλευτικές εκλογές του Οκτώβρη.
Η αγανάκτηση ήταν μεγάλη, τα αντιπολιτευτικά κόμματα φαίνονταν έτοιμα για την «επόμενη μέρα» και ο Πρόεδρος, Sooronbay Jeenbekov, δήλωσε πως «αυτές οι εκλογές διεξάγονται υπό συνθήκες πλήρους πολιτικής ανταγωνιστικότητας». Ωστόσο, τα αποτελέσματα επιβεβαίωσαν τους φόβους των πολιτικών επιστημόνων∙ τα κόμματα της ελίτ επικράτησαν για μία ακόμη φορά. Το κόμμα Birimdik (Ενότητα), που στηρίζει ένθερμα τον Jeenbekov, ηγήθηκε με 24,53%, ενώ το κόμμα Mekenim Kyrgyzstan (Πατρίδα μου Κιργιστάν) ακολούθησε με 22,2%, αποφεύγοντας να τοποθετηθεί υπέρ ή κατά του προέδρου. Τα αποτελέσματα οδήγησαν σε ακραίες μορφές διαμαρτυρίας, όπως λεηλασίες και κατάληψη κυβερνητικών κτιρίων της πρωτεύουσας, Bishkek, και στην απελευθέρωση πολλών αντιφρονούντων από τις φυλακές του κράτους. Απειλούμενα για τη ζωή τους, τα περισσότερα κυβερνητικά στελέχη, συμπεριλαμβανομένου του πρωθυπουργού, παραιτήθηκαν, ενώ ο Jeenbekov έδωσε εντολές στον στρατό για τον κατευνασμό των αναταραχών. Πράγματι, τα επεισόδια περιορίστηκαν αισθητά και η Κεντρική Εκλογική Επιτροπή απεφάνθη την ακύρωση των εκλογών της 4ης Οκτωβρίου.
Στην απόφαση αυτή συνέβαλαν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης της χώρας. Βγήκαν στο φως πληροφορίες που ενοχοποιούσαν επιφανείς οικογένειες -όπως η οικογένεια Matraimov, που είναι ο κύριος χορηγός του Mekenim- οι οποίες εμπλέκονταν σε παράνομες επιχειρηματικές δραστηριότητες και εξακολουθούσαν να κατέχουν θέσεις στα υψηλότερα αξιώματα του κράτους. Το πιο τρανταχτό στοιχείο της εκλογικής απάτης, όμως, ήταν η άνευ προηγουμένου χρήση διοικητικών πόρων, όρος που χρησιμοποιείται για να περιγράψει την πίεση και χρηματοδότηση προς τους κυβερνητικούς υπαλλήλους, ώστε να στηρίξουν κόμματα που χαίρουν της προεδρικής εύνοιας. Εν μέσω οικονομικής ύφεσης, η δωροδοκία δεν περιορίστηκε μόνον εκεί, καθώς πολλοί εξαθλιωμένοι ψηφοφόροι εξαγοράστηκαν με το ποσό των 25 δολαρίων. Τόσο οι πιέσεις των ΜΜΕ, όσο και οι διαμαρτυρίες των πολιτών και της αντιπολίτευσης απέδωσαν καρπούς και την Τετάρτη, 14 Οκτωβρίου διεξήχθησαν επαναληπτικές εκλογές. Αυτή τη φορά, το κοινοβούλιο του Κιργιστάν εξέλεξε τον πολιτικό Sadyr Zhaparov ως προσωρινό πρωθυπουργό, προκειμένου να δοθεί ένα τέλος στην πολιτική κρίση.
Ο Sadyr Zhaparov εμφανίστηκε για πρώτη φορά στην πολιτική σκηνή το 2005, ως υποστηρικτής του πρώην προέδρου Kurmanbek Bakiev, μέχρι την απομάκρυνσή του με την κατηγορία της διαφθοράς. Στη συνέχεια, υπήρξε χαμηλόβαθμος αξιωματούχος σε κόμμα που ήταν υπέρμαχο των θέσεων του Bakiev, ώσπου το 2013 καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης 11,5 ετών, λόγω ομηρίας ενός επαρχιακού κυβερνήτη. Η απελευθέρωσή του πραγματοποιήθηκε κατά τη διάρκεια των αναταραχών, χάρη στις ενέργειες της αντιπολίτευσης. Η ιδέα του ότι το κράτος πρέπει να προβεί σε εθνικοποίηση των μεταλλείων χρυσού και οι απλοί πολίτες να απολαμβάνουν το φυσικό τους πλούτο ήταν από τους λόγους που οδήγησαν στην ελευθερία και εκλογή του. Την επόμενη ακριβώς ημέρα, Πέμπτη 15 Οκτώβρη, ο πρόεδρος Jeenbekov αναγκάστηκε να παραιτηθεί κατόπιν πιέσεων του λαού και του πρωθυπουργού. Στη δήλωσή του ανέφερε: «Η ειρήνη στο Κιργιστάν, η ακεραιότητα της χώρας, η ενότητα του λαού μας και η ηρεμία στην κοινωνία έχουν πρωταρχικό ρόλο. Γι’ αυτό επιλέγω να παραιτηθώ». Με την απόφασή του αυτή, ο Zhaparov εκτελεί πλέον προσωρινά καθήκοντα πρωθυπουργού, αλλά και προέδρου της χώρας.
Οι αντιπολιτευτικές ομάδες σίγουρα δείχνουν ικανοποιημένες με την εξέλιξη των γεγονότων. Οι πολιτικοί αναλυτές, εντούτοις, είναι φειδωλοί. Εξάλλου, δεν είναι σύνηθες να ανέρχεται κάποιος χαμηλόβαθμος τόσο γρήγορα στην εξουσία. Υποστηρίζεται δε, ότι ο διορισμός του Zhaparov σε αυτή τη θέση έχει οργανωθεί από δυνάμεις στο παρασκήνιο. Το διάστημα που θα ακολουθήσει, μέχρι τις επόμενες εκλογές του Δεκεμβρίου, είναι κρίσιμο. Θα καταφέρουν οι Κιργίζιοι να επιτύχουν τη δημοκρατία που επιθυμούν; Ή μήπως η ελίτ της χώρας είναι «πολύ σκληρή για να πεθάνει»; Οψόμεθα.