Του Δημήτρη Τόλια,
Νομίζω, πως οι περισσότεροι αισθανθήκαμε ένα μούδιασμα στο άκουσμα της είδησης ότι η φαρμακευτική βιομηχανία Johnson&Johnson ανέστειλε τις κλινικές δοκιμές για το εμβόλιο εναντίον του κορωνοϊού. Η βασική ερώτηση που μας έρχεται στο νου αμέσως είναι «Πότε θα τελειώσει όλο αυτό;». Μια ερώτηση εύλογη, που φαίνεται να καθορίζει την ίδια την ροή όχι μόνο της ζωής μας, αλλά και τον τρόπο σκέψης ολόκληρης της κοινωνίας. Η πραγματικότητα προσλαμβάνει ένα φίλτρο προσωρινότητας, το οποίο είναι αισθητό σε κάθε τομέα της ζωής μας, όπως φυσικά και στο πολιτικό πεδίο.
Διάβασα πρόσφατα μια έρευνα της «διαΝΕΟσις» με τίτλο «Επτά μήνες Πανδημία: Πως ζουν οι Έλληνες». Η έρευνα αυτή εστίαζε στην ατομική συναισθηματική διάθεση σε συνάρτηση με την κοινωνικοποίηση και στις μεταβολές που η πανδημία προκάλεσε. Εκείνο που μου έκανε μεγάλη εντύπωση είναι η αυξανόμενη απαισιοδοξία σχετικά με το τέλος της «προσωρινότητας». Τον Απρίλιο του 2020, το 67,9% των ερωτηθέντων πίστευε πως θα έχουμε επανέλθει σε μια φυσιολογική καθημερινότητα μέχρι το Σεπτέμβριο του 2020. Αντίθετα, στην έρευνα του Σεπτεμβρίου του 2020, το ποσοστό των ερωτηθέντων που πιστεύει πως η κανονικότητα θα επέλθει στα μέσα του 2021 πέφτει στο 56,1%.
Αναφέρομαι ακριβώς σε αυτή την σύγκρουση «προσωρινότητας-κανονικότητας». Αρκετά ρευστές έννοιες που όμως όπως παρουσιάζεται και στην έρευνα φαίνεται να καθορίζουν την κοινωνική ζωή των πολιτών. Ουσιαστικά, κυριαρχεί μια πεποίθηση, η οποία αντιλαμβάνεται το παρόν ως κάτι το προσωρινό, ως μια παρένθεση, παρέκκλιση από το συνηθισμένο. Όμως, ο τρόπος σκέψης αυτός έχει άμεσα αποτελέσματα στον τρόπο με τον οποίο δρούμε κοινωνικά. Μία κίνηση, ένα σχέδιο, ένα πλάνο που είχε σχεδιαστεί ενδεχομένως να αφεθεί «προσωρινά», να μην γίνει. Από την άλλη, η αντίδραση σε κάποιο ερέθισμα μια είδηση, ένα νέο, ένα γεγονός το οποίο δεν μοιάζει «κανονικό» γίνεται αποδεκτό στα συμφραζόμενα της «προσωρινότητας», στην «μη-κανονικότητα» στην οποία ζούμε.
Τον τρόπο σκέψης αυτό, τον βλέπουμε και στην εγχώρια πολιτική σκηνή. Υπάρχει στατικότητα. Μια αδράνεια από όλες τις πλευρές. Αν δεν υπήρχε η δίκη της ναζιστικής εγκληματικής οργάνωσης, η ατζέντα θα αφορούσε απλώς ζητήματα διαχείρισης. Πλημμύρες, πυρκαγιές, μάσκες και δάσκαλοι στα σχολεία, υποδομές κ.α. Δεν υπάρχουν θέματα χάραξης πολιτικής στην ατζέντα ακριβώς διότι, όλα θα έρθουν «αφού επανέλθουμε στην κανονικότητα». Η προσωρινότητα βάζει φρένο σε κάθε σχέδιο και πλάνο. Το ίδιο συμβαίνει και στην αντιπολίτευση. Πρόκειται για αυτό το «θα λογαριαστούμε μετά». Κι όμως τα δύο μεγαλύτερα κόμματα της αντιπολίτευσης, στο κρίσιμο σημείο της «κυβερνητικής φθοράς» σύμφωνα με την θεωρία του εκλογικού κύκλου νεκρά, άφωνα.
Εκμεταλλεύονται την αφήγηση περί προσωρινότητας, ώστε στην ουσία να κρύψουν την ακινησία που φυσικά οφείλεται στην παντελή έλλειψη συνοχής. Είδαμε τι συνέβη προ λίγων ημερών με τον Κοντονή. Ενδεχομένως και ο μόνος λόγος για τον οποίο δεν έχουμε τεκτονικές αλλαγές, να είναι αυτή η αίσθηση προσωρινότητας που διακατέχει τις διάφορες φυγόκεντρες τάσεις των κομμάτων αυτών. Οι πολίτες από την άλλη βρίσκονται σε αυτή την διαχειριστική αμηχανία. Οι κοινωνικές κινήσεις μέσα στην προσωρινότητα είναι ακριβώς αντιδράσεις στα παρελκόμενα της διαχειριστικής πολιτικής της «προσωρινότητας». Βλέπουμε επομένως, πως η αφήγηση της προσωρινότητας επιδρά καθοριστικά στην πολιτική αρένα.
Όλα αυτά είναι εύλογα. Για να είναι ωστόσο βιώσιμος αυτός ο τρόπος σκέψης, θα πρέπει να προσβλέπει σε έναν ορίζοντα. Σε ένα χρονικό σημείο πέρα από το οποίο λήγει η προσωρινότητα. Κάθε παρένθεση άλλωστε, κάπου πρέπει να αρχίζει και κάπου να τελειώνει για να είναι παρένθεση. Το πιο ορατό αυτό σημείο έχει ταυτιστεί σήμερα με την κυκλοφορία του εμβολίου. Με την ανακοίνωση όμως της J&J δεν θα έπρεπε να προβληματιστούμε;
Η αύξηση του αριθμού των απαισιόδοξων σχετικά με την λήξη της προσωρινότητας στην παραπάνω έρευνα στην οποία αναφέρθηκα είναι ενδεικτική. Μια κοινωνία από τον Μάρτιο και μετά λειτουργεί σε “Flight Mode”. Οι αντιδράσεις σε ερεθίσματα και ο τρόπος σκέψης σε σχέση με την πραγματικότητα τρέχει, παράλληλα με τον χρόνο της προσωρινότητας. Αν ωστόσο οι απαισιόδοξες ειδήσεις πληθύνουν και σταδιακά γίνει αντιληπτό πως η παρένθεση δεν πρόκειται να κλείσει και πως ενδεχομένως να μην υπάρχει και να μην υπήρξε ποτέ προσωρινότητα μα απλώς μια νέα κανονικότητα, οι συνέπειες ιδίως για τα μεγάλα κόμματα θα είναι μεγάλες.
Τα ρεκόρ κρουσμάτων δεν θα είναι οι τελικές εξάψεις του ιού που σβήνει, αλλά μια ατέλειωτη και διαρκής απειλή για τη ζωή μας. Οι υπερμεγέθεις μάσκες στα σχολεία, οι υπερπληθείς σχολικές αίθουσες, ο συνωστισμός στα ΜΜΜ λόγω έλλειψης οχημάτων και κυρίως ο ανεπαρκής αριθμός μονάδων εντατικής θεραπείας, θα πάψουν να είναι ζητήματα της προσωρινότητας, που θα απαιτούν εύκολες λύσεις- πατέντες ερήμην μιας μικρής παρένθεσης. Θα είναι θεμελιώδη ζητήματα πολιτικού βίου που θα απαιτούν λύσεις ανοικοδόμησης θεσμών και λογικής στην λειτουργία του κράτους και όχι προσωρινές μικρό-παρεμβάσεις.
Για την αντιπολίτευση δεν χρειάζεται να αναφέρω κάτι περισσότερο. Εάν ο μανδύας της προσωρινότητας που τόσο καιρό καλύπτει την γύμνια των θεμελίων των δυο κομμάτων φύγει θα επέλθουν μεγάλες αλλαγές, τολμώ να πω καθοριστικές για το ελληνικό πολιτικό σύστημα του 21ου αιώνα. Μεταβολές που κάθε μέρα παίρνουν και μια ακόμη αναβολή. Αναβολές που σημαίνει κερδισμένος χρόνος για το πλήρωμα του καραβιού που βουλιάζει, το οποίο παλεύει μέσα στην φουρτούνα να ζυγίσει τις επιλογές μεταξύ διαφορετικών σανίδων σωτηρίας.
Αυτό εννοούσα ως «προβληματισμό» σχετικά με την δυσάρεστη είδηση από την J&J. Ωστόσο, σε αυτόν θα πρέπει να απαντήσουμε μέσα μας και εμείς οι ίδιοι. Ενδεχομένως, ουσιαστικά να αφήσουμε την «προσωρινή αδράνεια» στη ζωή μας και σταδιακά να επιλέγουμε την «προσαρμογή». Μια λέξη που ίσως να παίξει πολύ το επόμενο διάστημα, ίσως και καθόλου. Πάντως, το ερώτημα για εμάς τους ίδιους είναι αν από εδώ και στο εξής επιθυμούμε να βλέπουμε την πραγματικότητα ως «προσωρινή» επιλέγοντας την αδράνεια, ή αν θα επιλέξουμε με ασφάλεια και προσαρμογή να κάνουμε πράξη τα σχέδιά μας, τα πλάνα μας και τον προγραμματισμό της ζωής μας, έτσι (ή τουλάχιστον σχεδόν έτσι) όπως τα είχαμε ορίσει σε περιόδους κανονικές. Θα ζήσουμε λοιπόν μια προσωρινότητα ή μια νέα κανονικότητα;