22.1 C
Athens
Σάββατο, 2 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΠολιτισμόςΟ σπουδαίος ζωγράφος και ποιητής Νίκος Εγγονόπουλος

Ο σπουδαίος ζωγράφος και ποιητής Νίκος Εγγονόπουλος


Της Αγγελικής Καλοχριστιανάκη,

Σαν σήμερα, 21 Οκτωβρίου, γεννιέται το 1907 μια μεγάλη ελληνική προσωπικότητα, ο Νίκος Εγγονόπουλος. Όντας πολύπλευρος και πολυτάλαντος και ασκώντας παράλληλα τις τρεις επιτυχημένες σταδιοδρομίες του ζωγράφου, του ποιητή και του καθηγητή πανεπιστημίου, αφήνει πίσω του ένα σπουδαίο έργο, το οποίο σε συνδυασμό με την πολυτάραχη ζωή του αξίζει να μελετήσει κανείς.

Πρώτα χρόνια και σπουδές

Παρότι γεννιέται στην Αθήνα, όπου και ζει τα περισσότερα χρόνια της ζωής του, ο ίδιος δηλώνει κοσμοπολίτης, καθώς έχει ρίζες που κρατούν από πολλούς τόπους. Προέρχεται από Κωνσταντινουπολίτικη οικογένεια, η οποία έχει βαθιές ρίζες στη Βόρεια Ήπειρο, την Αρβανιτιά, την Ύδρα και τη Μάνη.

Από τα πρώτα κιόλας χρόνια της ζωής του μυείται στον ελληνικό πολιτισμό, μαθαίνοντας ηρωικές και ένδοξες ελληνικές ιστορίες, θρύλους και παραμύθια. Πρόκειται για τις πρώτες του γνώσεις, οι οποίες αποτελούν τις μεγαλύτερες εμπνεύσεις στο μετέπειτα έργο του, που είναι γεμάτο με ήρωες της μυθολογίας και της αρχαιότητας, του μεσαιωνικού και νεώτερου ελλαδικού πολιτισμού και ήρωες της επανάστασης.

Με την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, μετακομίζει με την οικογένειά του στην Κωνσταντινούπολη. Είναι αλήθεια ότι αισθάνεται συγκινημένος που έζησε για λίγο ως πολίτης της Βασιλεύουσας, παρόλο που θυμάται ελάχιστα από την τότε καθημερινότητά του. Το 1919, μπαίνει εσωτερικός σε λύκειο στο Παρίσι, όπου και μένει μέχρι το 1927. Παρά τα όσα λέει για τον «εγκλεισμό» του, οι σπουδές του εκεί τον βοήθησαν εξαιρετικά στην καλλιέργειά του και στις γνώσεις του για τη γαλλική ζωγραφική και ποίηση, πάνω στην οποία χαρακτηρίζεται ως ειδικός. Εξάλλου, όπως παραδέχεται και ο ίδιος, τότε ήταν που με τη βοήθεια των δυτικών κατανόησε καλύτερα τους Έλληνες ποιητές.

Το 1927 επιστρέφει στην Αθήνα για να ασκήσει τη στρατιωτική του θητεία και το 1932 ξεκινάει τις σπουδές του στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών, όπου τον διδάσκει ο Κωνσταντίνος Παρθένης. Φαίνεται να τον εκτιμά ιδιαίτερα και να χρωστά, επίσης, ευγνωμοσύνη σ’ αυτήν τη σχολή, η οποία, όπως λέει, τον ευεργέτησε ποικιλοτρόπως.

Επαγγελματική πορεία

Αμέσως μετά την επιστροφή του από το Παρίσι, ο Νίκος Εγγονόπουλος εργάζεται για δύο χρόνια, έως το 1930, ως μεταφραστής σε τράπεζα και γραφέας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, για άλλα δύο χρόνια ως σχεδιαστής στη διεύθυνση Σχεδίων Πόλεως του Υπουργείου Δημοσίων Έργων και λίγα χρόνια αργότερα, το 1945, ξεκινάει η ακαδημαϊκή του καριέρα. Πρώτα έχει τη θέση του βοηθού στην έδρα Διακοσμητικής και Ελεύθερου Σχεδίου στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, έως το 1969, κι έπειτα αναλαμβάνει  ως καθηγητής, ώσπου να βγει στη σύνταξη το 1973.

Το έργο του

Όπως κάθε καλλιτέχνης ανήκει σε μια σχολή, έτσι και η σχολή στην οποία εντάσσεται το ευρύτερο ζωγραφικό και ποιητικό έργο του Εγγονόπουλου είναι η υπερρεαλιστική. Εκείνος χαρακτηριστικά αναφέρει ότι δεν εντάχθηκε στο ρεύμα αλλά γεννήθηκε υπερρεαλιστής και ότι ο υπερρεαλισμός είναι ο νόμιμος ρυθμός της εποχής.

Καθώς θεωρούσε τον εαυτό του περισσότερο ζωγράφο παρά ποιητή, έγραφε μεν αλλά για προσωπικούς λόγους και του αρκούσε αυτό· δεν είχε καμία διάθεση να δει τα κείμενά του δημοσιευμένα. Δεν είχε, βέβαια, πρόβλημα να τα διαβάσει σε κάποιον φίλο του ή σε μικρό κύκλο γνωστών. Δεν εκδίδει, λοιπόν, ποίημά του παρά το 1938 κι αφού έχει τελειώσει τις σπουδές του στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών, γιατί το έβρισκε άπρεπο, ενώ μαθήτευε κοντά στον Κωνσταντίνο Παρθένη, να εκδηλωθεί προσωπικά σε κάποιο περιοδικό.

Το 1938 ήταν ένας γόνιμος αλλά και επικίνδυνος χρόνος. Γόνιμος, διότι παρουσιάζει για πρώτη φορά έργα του στην έκθεση «Τέχνη της Νεοελληνικής Παραδόσεως». Πρόκειται για τέμπερες σε χαρτί που απεικονίζουν σπίτια της Δυτικής Μακεδονίας. Δημοσιεύει, επίσης, την πρώτη του ποιητική συλλογή «Μην ομιλείτε εις τον οδηγό». Η κοινωνική ανταπόκριση καθιστά το έτος 1938 επικίνδυνο για τον ποιητή.

Όπως προανέφερα, τις κύριες εμπνεύσεις του αντλούσε από την ελληνική ιστορία και παράδοση. Έτσι, πάρα πολλά από τα ποιήματά του αναφέρονται σε λαϊκούς και βυζαντινούς ήρωες (για παράδειγμα, στον Διγενή ή τον Βελισάριο). Τέτοιου είδους στοιχεία είναι έξω από τα ζητούμενα που πέρασαν στον κοσμοπολίτικο υπερρεαλισμό κι αυτό ήταν που ενόχλησε περισσότερο. Ουσιαστικά, έρχεται για πρώτη φορά να δώσει μια νέα οπτική σε πράγματα που μέχρι τότε ήταν παραδεδομένα στην συντηρητική χρήση του μύθου. Έρχεται, δηλαδή, να κοιτάξει αλλιώς, με το λοξό μάτι του υπερρεαλισμού, μέσα από οικείες μορφές.

Μια επιθεώρηση πέρασε από τη σκηνή τα ποιήματά του, χλευάζοντάς τον. Το θέμα εδώ είναι ότι ο Νίκος Εγγονόπουλος σκοντάφτει πάνω στο λαϊκό αίσθημα, τη μέση εκπαίδευση. Ο κόσμος φοβάται μήπως τον κοροϊδέψουν. Οι ίδιες αντιδράσεις υπάρχουν και στη δεύτερη ποιητική του συλλογή, το 1939, «Τα Κλειδοκύμβαλα της σιωπής».

Οι δύο πρώτες αυτές συλλογές του ενοχλούν, γιατί καταδεικνύουν το παράλογο και τον παραλογισμό της εποχής, την ασυναρτησία αλλά και το αδιέξοδο της ζωής, ατομικής και πολιτικής. Ο ειρωνικός, πολιτικός κι ανατρεπτικός λόγος είναι φανερός. Και, τελικά, παρά τη φαινομενικά μη λογικότητά τους, φαίνεται να δίνουν ένα καθαρό, μάλλον ενοχλητικό νόημα. Το κλίμα δεν είναι καθόλου κατάλληλο. Όμως, ο σπουδαίος καλλιτέχνης δεν υπολογίζει και προχωρά· δε μπορεί με άλλο τρόπο να κάνει την επανάσταση στην τέχνη.

Έρχεται ο Β’ Παγκόσμιος κι ο Εγγονόπουλος επιστρατεύεται στην πρώτη γραμμή, μέχρι το τέλος των επιχειρήσεων. Πιάνεται αιχμάλωτος από τους Γερμανούς, αλλά δραπετεύει και επιστρέφει στην ελληνική πρωτεύουσα περπατώντας! Η κοινή γνώμη, βέβαια, παραμένει αναλλοίωτη, μέχρι την έκδοση του «Μπολιβάρ» (1944), το χαρακτηριστικότερο, μακροσκελές ποίημά του. Ένας ύμνος στην ελευθερία και στο αδούλωτο πατριωτικό φρόνημα. Αρέσει στη νεολαία της εποχής και η κατάσταση σιγά-σιγά αρχίζει να μαλακώνει.

Ως διανοούμενος, όμως, είναι ύποπτος και αυτό το επαναστατικό, νέο του ποίημα τραβάει την προσοχή των Γερμανών. Αναγκάζεται να κρυφτεί και βρίσκει καταφύγιο στον στενό φίλο και συνοδίτη του, Ανδρέα Εμπειρίκο, ο οποίος εκείνη την εποχή δίνει άσυλο σε πολλούς.

Η κατοχή τελειώνει, αλλά ο εμφύλιος ξεκινάει. Είναι μια κρίσιμη περίοδος για όλη την Ελλάδα. Η γραφή του αναπόφευκτα επηρεάζεται και η πολιτική διάθεση είναι τώρα σαφέστερη, χωρίς ποτέ να λείπουν τα υπερρεαλιστικά και επιθετικά στοιχεία.

Το 1957 εκδίδει το «Εν Ανθηρώ Ελλήνι Λόγο», ένα ποίημα-συνομιλία με την τρέχουσα ιστορία, για το οποίο κερδίζει, το 1958, το πρώτο βραβείο ποιήσεως του Υπουργείου Παιδείας. Το ίδιο βραβείο κερδίζει για δεύτερη φορά το 1979. Το 1966 αποκτά το παράσημο «Χρυσός Σταυρός του Γεωργίου Α’» για το ζωγραφικό του έργο και το 1971 κερδίζει τον «Σταυρό του Ταξιάρχη του Φοίνικος».

Ως κύριες επιρροές του αναφέρει τον Σολωμό, τον Μπωντλαίρ, τον Απολλιναίρ, τον Χατζή Σεχρέτ και τον Γιάνγκ, ενώ ο Καρυωτάκης, ο Καβάφης και, φυσικά, ο Εμπειρίκος του δίδαξαν πολλά. Αγαπημένος του συνθέτης ήταν ο Μότσαρτ.

Προσωπική ζωή

Ο Νίκος Εγγονόπουλος ήταν ένας άνθρωπος που διάβαζε πολύ, είχε πολλές γνώσεις και ήταν πολύ μορφωμένος. Πολιτικά δεν ανήκε πουθενά και, ενώ σεβόταν τον Θεό, τον οποίο έχουν ανάγκη πολλοί άνθρωποι, δεν ήταν θρησκευόμενος. Ήταν αισιόδοξος, ζούσε το τώρα και η κατακραυγή του κόσμου δε τον πήρε από κάτω.

Ζωγράφιζε στο ατελιέ του, στο οποίο περνούσε πολλές ώρες, πάντα τη μέρα με το φως του ήλιου. Από το απόγευμα και μετά μονάχα έγραφε και διάβαζε.

Το 1950 παντρεύτηκε τη Νέλλη Ανδρικοπούλου, με την οποία απόκτησαν έναν γιο. Χώρισαν το 1954 και το 1960 παντρεύτηκε την Ελένη Τσιόκου, με την οποία απόκτησαν μια κόρη.

Με τους ήρωές του τελικά ταυτίζεται και πίσω από τα πρόσωπα στα ποιήματά του περιγράφει τελικά τον ίδιο του τον εαυτό. Στο έργο του συνδυάζει άψογα το παράλογο με έναν λόγιο λόγο, την καυστικότητα με έναν βαθύ ερωτισμό, ενώ υπάρχει συγκερασμός της ελληνικής (αρχαίας, βυζαντινής, νεώτερης), της δυτικοευρωπαϊκής και της ανατολίτικης παράδοσης, καθιστώντας τον τον κορυφαίο Έλληνα εκπρόσωπο του υπερρεαλισμού και συγχρόνως έναν διεθνή ποιητή.

Πέθανε το 1985 σε ηλικία 78 ετών από ανακοπή καρδιάς, αφήνοντας πίσω του ένα μεγάλο έργο, το οποίο μεταφράστηκε σε αρκετές γλώσσες και μελοποιήθηκε από τον Χατζηδάκη, τον Αργύρη Κουνάδη και τον Νίκο Μαμαγκάκη.

Το έτος 2007 ανακηρύχθηκε από τον καλλιτεχνικό κόσμο της χώρας ως «έτος Ν. Εγγονόπουλου».


ΠΗΓΕΣ

  • Ο μυστικός ποιητής Νίκος Εγγονόπουλος (Ψαρράς, 2002), ΕΡΤ ΑΕ.
  • Νίκος Εγγονόπουλος, Σαν Σήμερα.
  • Κλεφτογιάννη Ι. (2017), Ερριέτη Εγγονοπούλου: Ο πατέρας μου ήταν ζωγράφος το πρωί, ποιητής το απόγευμα, News247.gr  

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Αγγελική Καλοχριστιανάκη
Αγγελική Καλοχριστιανάκη
Γεννήθηκε το 1998 στο Ηράκλειο Κρήτης και είναι τελειόφοιτη του τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιά. Γνωρίζει αγγλικά και γαλλικά και εργάζεται στις πωλήσεις. Παίζει κλασική κιθάρα και χορεύει παραδοσιακούς, λάτιν και ευρωπαϊκούς χορούς. Στον ελεύθερό της χρόνο ασχολείται με τον εθελοντισμό, ενώ λατρεύει την ανάγνωση λογοτεχνικών βιβλίων.