Του Κωνσταντίνου Πίχλιαβα,
Όπως είδαμε στο προηγούμενο άρθρο, η εξαετής βασιλεία του Γορδιανού του Γ΄ (238-244) έληξε με την δολοφονία του, υπό τις οδηγίες του Επάρχου του Πραιτορίου, Φίλιππου (Marcus Iulius Philippus), του Άραβα. Σήμερα θα ασχοληθούμε με τις καθόλα σύντομες βασιλείες των: Φιλίππου του Άραβα, Τραϊανού Δεκίου, Οστιλιανού, Τρεβονιανού Γάλλου και Αιμιλιανού.
Ο Φίλιππος και ο αδερφός του Πρίσκος κατάγονταν από ένα χωριό στην Νότια Συρία, που αργότερα πήρε το όνομά του. Η περιοχή είχε πλήρως εξελληνισθεί από παλιά και ο ίδιος ήταν κάτοχος καλής παιδείας τόσο Ελληνικής όσο και Λατινικής (δεδομένου του αξιώματός του)· η Historia Augusta και άλλες μεταγενέστερες πηγές αναφέρουν (ίσως με μία δόση κακεντρέχειας), πως ήταν ταπεινής καταγωγής και ο πατέρας του ληστής. Κατά την διάρκεια της βασιλείας του Αλεξάνδρου Σεβήρου, εισήλθε στην Πραιτοριανή Φρουρά και επί Γορδιανού του Γ΄ προήχθη σε Έπαρχο του Πραιτορίου μαζί με τον αδερφό του Πρίσκο (Gaius Iulius Priscus). Η συνέχεια μας είναι γνωστή…
Αμέσως μετά την ανάληψη της αρχής, προήγε τον δεκαετή υιό του, Φίλλιπο, σε Καίσαρα και εξαγόρασε την ειρήνη από τον Σάχη των Περσών, Σαπώρη, με την καταβολή χρηματικού αντιτίμου. Όταν όμως επέστρεψε στην Ρώμη για λόγους αξιοπρέπειας, η συμφωνία αυτή ακυρώθηκε. Προκειμένου να στερεώσει την αρχή του, ο νέος Αυτοκράτωρ τοποθέτησε σε θέσεις κλειδιά μέλη της οικογένειάς του. Έτσι ο πεθερός του τοποθετήθηκε διοικητής της Μοισίας (ελέγχοντας τον Δούναβη), ενώ ο Πρίσκος παρέμεινε στην Ανατολή. Το 248/249 έλαβε χώρα εξέγερση στον Δούναβη, για την καταστολή της οποίας κλήθηκε ο Έπαρχος της Ρώμης (Praefectus Urbis) Δέκιος. Μετά την νίκη του επί των επαναστατών ο Δέκιος ανακηρύχθηκε Αυτοκράτορας από το στράτευμά του και προέλασε κατά της Ιταλίας. Οι δύο στρατοί συναντήθηκαν στην Βερόνα, όπου ο στρατός του Φιλίππου ηττήθηκε και ο ίδιος σκοτώθηκε. Κάτι τελευταίο για τον Φίλιππο· από πολλούς Χριστιανούς συγγραφείς με πρώτο τον βιογράφο του Μεγάλου Κωνσταντίνου, Ευσέβιο Καισαρείας, εικάζεται, πως ο Φίλιππος ήταν φίλα προσκείμενος προς τον Χριστιανισμό (εν αντιθέσει με τον διάδοχό του), ή ακόμα και ο «πρώτος» χριστιανός αυτοκράτορας.
Ο Δέκιος ήταν ένας σημαίνων συγκλητικός μεγάλης ηλικίας και πείρας. Στόχος του ήταν η επαναφορά της Ρώμης στις «παλιές καλές μέρες» των Αντωνίνων και όλες του οι πράξεις συνηγορούσαν σε αυτό. Έτσι, έκοψε μία σειρά νομισμάτων με θέμα τους θεοποιημένους προκατόχους του, ανέλαβε το αξίωμα του Τιμητή (Censor), πρώτος αυτός από την εποχή του Δομιτιανού, και προέβη στον πρώτο οργανωμένο διωγμό των Χριστιανών με αφορμή το διάταγμά του για την υποχρεωτική τέλεση θυσιών προς του θεούς. Παρ’ όλα αυτά, είχε να αντιμετωπίσει και εξωτερικούς εχθρούς. Η επίθεση του κατά της Ιταλίας άφησε το ελεύθερο στους Γότθους να εισβάλουν και να λεηλατήσουν την Μοισία (250), τους οποίους πρόσκαιρα νίκησε. Για την νίκη του αυτή η Σύγκλητος του έδωσε το όνομα Τραϊανός. Την επόμενη χρονιά (251) οι Γότθοι πολιόρκησαν την Φιλιππούπολη, ο Δέκιος ηττήθηκε σε μάχη, με αποτέλεσμα την στάση του Επάρχου της Μακεδονίας. Στην προσπάθειά του να τους εμποδίσει να διαβούν τον Δούναβη, συγκρούστηκε μαζί τους στην Άβριττο (Δοβρουτσά), όπου τόσο ο ίδιος όσο και ο υιός του, Καίσαρας Ερρένιος Ετρούσκος, βρήκαν φρικτό θάνατο.
Το επιζήσαν από την μάχη στράτευμα ανακήρυξε αυτοκράτορα τον Τρεβονιανό Γάλλο, ο οποίος σύντομα εξόντωσε τον έτερο Καίσαρα, Οστιλιανό, και έμεινε κύριος της κατάστασης. Τίποτε δεν είναι γνωστό για το πρόσωπό του, εκτός από ότι την επόμενη χρονιά (252) οι Γότθοι εισέβαλαν ξανά, λεηλατώντας την Μοισία και την Θράκη, διέπλευσαν με καράβια την Μαύρη Θάλασσα και λεηλάτησαν την Μικρά Ασία. Την επόμενη χρονιά (253) ο διοικητής της Μοισίας Αιμιλιανός, αφού κέρδισε σε μάχη τους Γότθους ανακηρύχτηκε αυτοκράτορας από το στράτευμα του και στασίασε. Σε μάχη, που έγινε στην Βόρεια Ιταλία, το στράτευμα του Γάλλου προσχώρησε στον Αιμιλιανό ενώ, ο Γάλλος και ο υιός του Βολουσιανός, που είχε λάβει από τον πατέρα του τον τίτλο του Καίσαρα θανατώθηκαν. Η αρχή του Αιμιλιανού διήρκησε μόλις τέσσερις μήνες. Ο Βαλεριανός ένας αξιωματούχος του Γάλλου, ο οποίος είχε αποσταλεί στην Γερμανία για να συγκεντρώσει δυνάμεις για τον αυτοκρατορικό στρατό, όταν έμαθε τον θάνατο του Γάλλου, ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας suo iure. Αυτήν την φορά οι στρατιώτες του Αιμιλιανού ήταν αυτοί, που προσχώρησαν στον Βαλεριανό, ο οποίος μαζί με την νίκη, έλαβε και τον θρόνο. Κατάφερε μάλιστα να εγκαθιδρύσει μια (βραχύβια) δυναστεία, που διήρκησε για 15 ολόκληρα χρόνια.
Εν κατακλείδι, βλέπουμε πως από τον θάνατο του Φιλίππου και μέχρι την βασιλεία του Βαλεριανού, όπως και αργότερα, η έννοια της νομιμότητας βρίσκεται υπό αίρεσην. Ως νόμιμοι Αυτοκράτορες θεωρούνται όσοι έλαβαν την αναγνώριση της Συγκλήτου (ελέγχοντας δηλαδή την Ρώμη), όσοι απέτυχαν, λογίζονται στασιαστές. Παράλληλα, την περίοδο αυτή αρχίζει να ωριμάζει ο θεσμός της συμβασιλείας. Για τον διωγμό των Χριστιανών τόσο επί Δεκίου, όσο και ως φαινόμενο της Ύστερης Αρχαιότητας, θα ασχοληθούμε αναλυτικότερα σε μεταγενέστερο άρθρο αφιερωμένο αποκλειστικά στο θέμα αυτό.
Θέμα το επόμενου άρθρου μας είναι η δεκαπενταετία (253-268), που περιλαμβάνει τα γεγονότα της βασιλείας του Βαλεριανού και των διαδόχων του. Μια περίοδος που θα επιφέρει σημαντικές μεταβολές στο εσωτερικό της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και αποτελεί ένα σημείο σταθμό στην μακρά περίοδο που ονομάζουμε, Ύστερη Αρχαιότητα (193-641).
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Alföldy G., Η Κρίση του 3ου αι. μ.Χ. (235-284 μ.Χ.), Ελληνισμός και Ρώμη Γ΄, τ. 16, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 2015, σ. 172-187.
- Brown P., Ο κόσμος της Ύστερης Αρχαιότητας 150-750 μ.Χ., Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1998, σ. 27-38.
- Κραλίδης Απ., Πολιτικές ανακατατάξεις στην Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, Η αυτοκρατορική λατρεία στην περίοδο της Τετραρχίας (284-313 μ.Χ.), Θεσσαλονίκη 2010, σ. 42-45.
- Mackay Ch., Οι Ύστεροι Αυτοκρατορικοί χρόνοι, 235-476 μ.Χ., Αρχαία Ρώμη Στρατιωτική και πολιτική Ιστορία, Παπαδήμας, Αθήνα 2014, σ. 360-363.
- Σακελαρίου Μ., Η εποχή των Σεβήρων και της Αναρχίας (193-284 μ.Χ.), Ελληνισμός και Ρώμη, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. 14, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 2015, σ. 99-105.