11 C
Athens
Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου, 2024

Αν…


Της Άννας Βαρβαρέζου,

Ο Δημήτρης (Χριστόφορος Παπακαλιάτης) ζει μια συνηθισμένη ζωή στο κέντρο της Αθήνας, στην Πλάκα, στον καιρό της οικονομικής κρίσης. Συντροφιά του, ο αγαπημένος του σκύλος, η Μοναξιά, όπως την αποκαλεί. Η μηδαμινής σημασίας απόφασή του να πάει τη Μοναξιά την καθιερωμένη νυχτερινή της βόλτα αποβαίνει μοιραία για τη μετέπειτα εξέλιξη της ζωής του και την επίσης μοιραία συνάντησή του με τη Χριστίνα (Μαρίνα Καλογήρου).

Παράξενο πράγμα ο χρόνος. Δεκαετίες μπορούν να κυλούν χωρίς να φέρνουν καμία αλλαγή και μια στιγμή μπορεί να τα αλλάξει όλα. Η ταινία κινείται ανάμεσα σε δύο άξονες, τις δυο πιθανές αποφάσεις που θα μπορούσε να πάρει ο Δημήτρης εκείνο το βράδυ. Στην πρώτη εκδοχή, πηγαίνοντας βόλτα με τη Μοναξιά, γλιτώνει από επίθεση ληστών στο σπίτι του και γνωρίζει τη Χριστίνα, η οποία τραυματίζει το σκύλο του με το αυτοκίνητό της. Στη δεύτερη, μένει σπίτι και δέχεται την επίθεση. Το συναρπαστικό είναι πως μια τόσο ασήμαντη απόφαση, όπως ανέφερα προηγουμένως, μπορεί να τινάξει τη ζωή του στον αέρα, να την ανατρέψει, να την αλλάξει παντελώς.

Γνωρίζοντας τη Χριστίνα, ο Δημήτρης συναντά και τον μεγάλο έρωτα. Ξαφνικά μπαίνει στη ζωή του το άλλο του μισό, αυτό που πίστευε πως μπορεί και να μην έβρισκε ποτέ. Αν και διαφορετικοί χαρακτήρες, χωρίς πολλά κοινά σημεία, οι πρωταγωνιστές συνειδητοποιούν γρήγορα πως βρίσκονται μπροστά σε κάτι πολύ μεγάλο, κάτι που δεν μπορούν να ελέγξουν με τη λογική και αυτό δεν είναι άλλο από τον κεραυνοβόλο έρωτά τους.

Παράλληλα, στην αντίπερα όχθη, εκεί όπου ο Δημήτρης μένει στο σπίτι βρίσκεται και πάλι μπροστά σε κάτι απροσδόκητο, κάτι που δύσκολα διαχειρίζεται, ωστόσο εδώ αυτό δεν είναι και τόσο θετικό. Μετά την επίθεση έχει τρομοκρατηθεί. Πλέον ζει φοβισμένος, βάζει κάγκελα έξω από τα παράθυρά του. Γίνεται εσωστρεφής, κλείνεται στον εαυτό του. Είναι ένας Δημήτρης διαφορετικός από αυτόν που πήγε τελικά βόλτα εκείνο το βράδυ.

Το μεγάλο «αν», αυτό που πάντα μας βασανίζει, αποτυπώνεται με τον καλύτερο δυνατό τρόπο σε αυτή την ταινία. Σίγουρα δεν υπάρχει κανείς που να μην αναρωτιέται πώς θα ήταν η ζωή του αν είχε κάνει την άλλη επιλογή, αυτή που φοβήθηκε, αυτή για την οποία δίστασε. Ποιο θα ήταν το αποτέλεσμα; Καλύτερο ή χειρότερο, δεν έχει σημασία. Είναι που οι άνθρωποι έχουμε αυτή την απληστία που πάντα θέλουμε να έχουμε τον έλεγχο και να τα ξέρουμε όλα. Αδύνατον. Αυτό είναι το ταξίδι του «Αν». Ταξιδεύεις μαζί με τον Δημήτρη και τη Χριστίνα. Κάνεις και εσύ τον απολογισμό σου. Βλέπεις αν τελικά διαφέρουν τόσο πολύ μεταξύ τους οι επιλογές που σου δίνονται στη ζωή και αν οδηγούν σε διαφορετικά μονοπάτια.

Μαγικές εικόνες απλόχερα κατακλύζουν την οθόνη. Μπορεί σε μερικούς να φαντάζει μελό, υπερβολικό, αλλά σίγουρα οι ρομαντικοί θα καταλάβουν! Το τοπίο είναι μαγευτικό, το σπίτι του Δημήτρη ένα διατηρητέο στην Πλάκα μέσα στα πέτρινα πλακόστρωτα σοκάκια με τη λατέρνα να βρίσκεται κυριολεκτικά ανελλιπώς έξω από τα παράθυρα. Μαγεία. Ακόμα και σε αυτές τις σκηνές προβάλλονται οι δυο παράλληλες πραγματικότητες. Πώς θα ήταν η κάθε απλή μέρα στη περίπτωση που ζούσαν μαζί, εφόσον είχαν γνωριστεί, και πώς θα ήταν, αν ακόμη δεν είχαν γνωριστεί.

Ναι, αν ακόμη δεν είχαν γνωριστεί. Εδώ έρχεται η ανατροπή. Τα λεγόμενα παιχνίδια της μοίρας που δεν μαθαίνουμε ποτέ αν ήταν τελικά τυχαία ή όχι. Ακόμη, λοιπόν, κι αν δεν συναντιόντουσαν εκείνο το βράδυ, θα συναντιόντουσαν αργότερα σε άλλη φάση της ζωής τους. Δεν υπήρχε περίπτωση να μην γνωριστούν είτε υπό αυτούς είτε υπό άλλους όρους. Το σημαντικό εδώ δεν είναι η συνάντηση καθεαυτήν, αλλά πόσο έτοιμος είναι καθένας από τους δυο να υποστηρίξει ό,τι θα προέκυπτε από αυτήν. Σε ποια στιγμή, δηλαδή, θα ήταν προτιμότερο για αυτούς να γνωριστούν; Ποια εκδοχή του «αν» είναι αυτή που έχει τελικά happy end; Βέβαια, να πούμε εδώ πως το happy end είναι εξαιρετικά υποκειμενικό. Είναι προτιμότερο να ζήσουν τον μεγάλο έρωτα με τις συνέπειές του ή μήπως να ζήσουν μια πιο απλή ζωή με τις ασφάλειες που αυτή περιέχει;

Δεν θα αποκαλύψω περισσότερα και φυσικά δεν θα πω τίποτα για το τέλος. Σίγουρα είναι μια ταινία εξαιρετικών προδιαγραφών, που θα μπορούσε κατ’ εμέ να συγκριθεί με μεγάλες παραγωγές άλλων χωρών. Βασίζεται σε πραγματικές καταστάσεις, που δημιουργούνται στη ζωή όλων μας και χαράζει πιθανούς δρόμους, πιθανές εκδοχές για την εξέλιξη των πραγμάτων. Με το τέλος της προβολής σίγουρα βλέπεις τη ζωή με άλλη ματιά, γίνεσαι πιο επιφυλακτικός με το πόσο κάτι εναπόκειται στην τύχη ή με το αν τελικά αυτή είναι η προδιαγεγραμμένη πορεία της κατάστασης. Τολμώ να πω ότι φιλοσοφείς λίγο περισσότερο από όσο συνήθιζες. Σίγουρα συνειδητοποιείς πως το «Αν» δεν είναι μια ταινία πλασμένη από εξωπραγματικές ιδέες, αλλά κάτι το οποίο αντιμετωπίζουμε είτε συνειδητά είτε ασυνείδητα όλοι μας διαρκώς.


 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Άννα Βαρβαρέζου
Άννα Βαρβαρέζου
Γεννήθηκε το 1998 και είναι φοιτήτρια του τμήματος της Νομικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Έχει παρακολουθήσει σεμινάρια και ημερίδες που άπτονται του αντικειμένου της και έχει λάβει μέρος σε συνέδρια προσομοίωσης διεθνών οργανισμών. Μιλάει Αγγλικά και Γερμανικά. Στον ελεύθερο της χρόνο ασχολείται με το θέατρο και τον κινηματογράφο.