Του Αλέξανδρου Γκανά,
Προ ολίγων ημερών, πραγματοποιήθηκε η δίκη και κατ’ επέκταση η καταδίκη της εγκληματικής οργάνωσης επ’ ονόματι Χρυσή Αυγή. Δεν επιθυμώ να σταθώ τόσο στο γεγονός αυτό καθ’ εαυτό, ούτε στα τεκταινόμενα της δίκης, αλλά ούτε και στα πολυδιάστατα αποτελέσματα που συνεπάγεται η, αν μη τι άλλο, ορθή έκβαση του δικαστικού αγώνα.
Εντούτοις, στο παρόν κείμενο και λαμβάνοντας ως αφορμή την δημοσιότητα που έχει λάβει το όλο θέμα λόγω της προαναφερθείσας δίκης, θα ήθελα να παραθέσω την άποψή μου πάνω σε ένα φαινόμενο ιδιαίτερα συχνό κατά την εποχή μας. Ο λόγος γίνεται για την αλόγιστη και επιβεβλημένη χρήση ακραίων όρων, όπως αυτοί του φασίστα ή του αναρχικού, στις καθημερινές συζητήσεις, προκειμένου να καυτηριαστούν πολιτικές θέσεις και απόψεις. Με λίγα λόγια, στην εποχή που διανύουμε, ουκ ολίγοι συνάνθρωποί μας υποστηρίζουν ασυναίσθητα ή σε ορισμένες περιπτώσεις ίσως και συνειδητά, ότι υπάρχουν μόνο δύο αντικρουόμενα πολιτικά ρεύματα, δύο διαφορετικές σχολές σκέψης και δύο είδη πολιτικών πεποιθήσεων. Το πρώτο μέρος της άνωθεν αναφερθείσας εξίσωσης αποτελεί κάποιος που είναι υπέρμαχος ακροδεξιών πεποιθήσεων, γεγονός που έχει ως άμεσο απότοκο να τίθεται υπέρ της καταπίεσης και του ρατσισμού που πρεσβεύει η εν λόγω ιδεολογία, ενώ παράλληλα, δεν έχει την δυνατότητα να σκεφτεί με τρόπο ανοιχτόμυαλο και προοδευτικό, όντας ανεπανόρθωτα τυφλός απ’ τις παρωπίδες που συνεπάγονται τα πολιτικά του πιστεύω. Στην άλλη όψη αυτού του νομίσματος, οι φέροντες την προαναφερθείσα πεποίθηση συμπολίτες μας, κατατάσσουν τα άτομα που έχουν υιοθετήσει αναρχικές αντιλήψεις και αλόγιστα αντιστέκονται και επαναστατούν σε κάθε τι που, κατά τη γνώμη τους, απειλεί τις ανθρώπινες ελευθερίες, με τρόπο βίαιο και καταστροφικό.
Δεν θεωρώ ότι κρίνεται απαραίτητο να διασαφηνίσω ότι ο εν λόγω τρόπος σκέψης δεν είναι σε καμία περίπτωση ορθός, εφόσον υπάρχουν πολλές διαφορετικές σχολές σκέψεις και ιδεολογίες. Η ανθρώπινη ζωή, πόσο μάλλον, όταν ο λόγος γίνεται για το φάσμα των πολιτικών πεποιθήσεων του καθενός από εμάς, δεν απαρτίζεται σε καμία περίπτωση μόνο από «άσπρες και μαύρες κουκίδες», ούτε βέβαια κυριαρχείται απ’ την χρόνια καταστροφική μάχη δύο ακροτήτων, όπου η κάθε μια πασχίζει να επισκιάσει την άλλη. Αυτού του είδους ο τρόπος σκέψης, εντούτοις, έχει αρκετά ακόμα αποτελέσματα, τα οποία κρίνονται ιδιαίτερα ανησυχητικά, κυρίως στο πλαίσιο των καθημερινών πολιτικών συζητήσεων, έστω και αν αυτές γίνονται σε φιλικό επίπεδο, ή και σε επίπεδο παρέας.
Κατά την γνώμη μου, ο ενστερνισμός μιας τέτοιου είδους άποψης σε συνδυασμό με την αλόγιστη και βεβιασμένη χρήση ακραίων πολιτικών όρων προκειμένου να χαρακτηρίσει κανείς τις, προφανώς αντίθετες, πεποιθήσεις του συνομιλητή του, καθίσταται κατά κάποιο τρόπο μια μορφή λογοκρισίας. Κρίνεται σε κάθε περίπτωση αδιαμφισβήτητο ότι καμία πολιτική συζήτηση, ακόμα και αν γίνεται σε φιλικό περιβάλλον δεν μπορεί να τελεσφορήσει και να λάβει τον χαρακτήρα της γόνιμης ανταλλαγής απόψεων εφόσον κάποιος διατρέχει τον κίνδυνο του να στιγματιστεί και να παρεξηγηθούν οι πεποιθήσεις του αλλά και ο ίδιος. Είναι αδιαμφισβήτητο, κυρίως λόγω της εκτεταμένης χρήσης των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, ότι ζούμε σε μια εποχή όπου ο καθένας, έχει ποικίλους τρόπους να εκφράσει τις απόψεις του αλλά παράλληλα και να σχολιάσει αυτές των συμπολιτών του. Το πρόβλημα δεν έγκειται βέβαια εκεί. Η ελευθερία της έκφρασης και του λόγου, ανεξαρτήτως το μέσο με το οποίο αυτή επιτυγχάνεται, συνιστά τον ακρογωνιαίο λίθο της εύρυθμης λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος. Τα δεδομένα, εντούτοις, μεταβάλλονται, όταν ο λόγος δεν γίνεται για ελεύθερη εκφορά άποψης ή και λελογισμένης κριτικής των απόψεων κάποιου άλλου, αλλά πολύ περισσότερο για την ηθελημένη και δόλια στοχοποίηση κάποιου, μέσω εκτεταμένων, υπεραπλουστευτικών γενικεύσεων και, σε αρκετές περιπτώσεις, λογικών αλμάτων.
Τοιουτοτρόπως, καλλιεργείται ένα κλίμα έμμεσου φόβου αλλά και απάθειας σχολιασμού των πολιτικών δρωμένων, ένα κλίμα που σε κάθε περίπτωση, περισσότερο υποσκάπτει, παρά διαφυλάσσει τα θεμέλια της δημοκρατίας. Είναι δεδομένο, ότι εάν οι πιο συντηρητικές απόψεις ορισμένων συμπολιτών μας, εξισώνονται με την φασιστική ιδεολογία και παράλληλα εάν οι φιλελεύθερες πεποιθήσεις κάποιων άλλων, εκλαμβάνονται λανθασμένα ως αναρχικές, προωθείται σε κάθε περίπτωση ο φανατισμός και ο εξτρεμισμός.
Υπάρχουν άτομα που έχουν χάσει τη ζωή τους από οργανώσεις που πρεσβεύουν, τέτοιου είδους ακραίες ιδεολογίες όπως εύκολα συμπεραίνει κανείς αν ανατρέξει στην αρχή του παρόντος κειμένου και στη δική της εγκληματικής οργάνωσης που ονομάζεται Χρυσή Αυγή. Είναι τουλάχιστον άδικο και ανήθικο, το να εξισώνουμε τον οποιονδήποτε έχει αντίθετη άποψη από εμάς με ανθρώπους που πρεσβεύουν την βία, τον φανατισμό και δεν σέβονται την έννοια της ανθρώπινης ζωής και της αξιοπρέπειας. Δεν έχει σημασία αν κανείς είναι αριστερός, κεντρώος, δεξιός, φιλελεύθερος ή και συντηρητικός. Η τέτοιου είδους στοχοποίηση, δεν τα αναγνωρίζει αυτά. Αναγνωρίζει μόνο την αντιπαλότητα και το μίσος και δεν διστάζει να θυσιάσει τις προσωπικές απόψεις του καθενός στον αιματηρό βωμό της μισαλλοδοξίας της.