Της Αλεξάνδρας Ιωάννου,
Στις 15 Οκτωβρίου 2020, ημέρα Πέμπτη, η Νορβηγός Υπουργός Εξωτερικών, Ine Eriksen Soereid κατηγόρησε τη Ρωσία για την κυβερνοεπίθεση που πραγματοποιήθηκε την τελευταία εβδομάδα του Αυγούστου εις βάρος του νορβηγικού κοινοβουλίου, γνωστού και με την ονομασία Stortinget. Με τη σειρά της, η ρωσική πρεσβεία στο Όσλο αρνήθηκε την κατηγορία, υποστηρίζοντας πως οι δηλώσεις της Υπουργού είναι αβάσιμες πέρα από απαράδεκτες.
Πράγματι, την 1 Σεπτεμβρίου 2020, το κοινοβούλιο της Νορβηγίας ανέφερε πως ορισμένα μέλη του και άλλοι υπάλληλοι ήρθαν αντιμέτωποι με «χακαρισμένους» προσωπικούς λογαριασμούς στο πλαίσιο του ηλεκτρονικού τους ταχυδρομείου χωρίς να προβεί στην απόδοση ευθυνών. Η κυβερνοεπίθεση σταμάτησε άμεσα, ενώ ειδοποιήθηκε και η αστυνομία, ενώ η τηλεφόρτωση δεδομένων δεν αποτράπηκε. Την εξιχνίαση της υπόθεσης ανέλαβε η εθνική υπηρεσία ασφάλειας και λίγο αργότερα το κοινοβούλιο αποκάλυψε πως διάφορες ιδιωτικές πληροφορίες, όπως τραπεζικά δεδομένα ή στοιχεία επικοινωνίας, μπορεί να έχουν χαθεί.
Έναν μήνα αργότερα, η Υπουργός Εξωτερικών της χώρας, μετά την αξιολόγηση πληροφοριών διαθέσιμων αποκλειστικά στην κυβέρνηση, εκτίμησε ότι οι κακόβουλες ηλεκτρονικές ενέργειες προήλθαν από ρωσική παρέμβαση. Με αφορμή αυτό το γεγονός, αξίζει να σημειωθεί ότι στην ετήσια αξιολόγηση της νορβηγικής υπηρεσίας πληροφοριών, όσον αφορά τις πιθανές απειλές τις οποίες οφείλει να καταπολεμήσει η χώρα, η οποία δημοσιεύθηκε τον Φεβρουάριο, οι ενέργειες που αποσκοπούν στην προσβολή ηλεκτρονικών δικτύων αποτελούν συνεχή και μακροχρόνιο πρόβλημα στη Νορβηγία. Ειδικότερα, είχαν υπογραμμιστεί οι ρωσικές προσπάθειες να αποδυναμώσουν την εμπιστοσύνη την Νορβηγών πολιτών στην κυβέρνηση και στα media.
Σχετικά με την επίδραση της συγκεκριμένης επίθεσης στην σχέση μεταξύ της Νορβηγίας και της Ρωσίας, φαίνεται πως προκάλεσε αρνητικό αντίκτυπο με βάση τις δηλώσεις στις οποίες προέβησαν τα 2 μέρη. Αφενός, η νορβηγός Ine Eriksen Soereid εξέφρασε την προθυμία που είχε η χώρα να αναπτύξει πραγματιστική σχέση με τη Ρωσία, επισημαίνοντας, όμως, ότι τέτοιου είδους επιθέσεις εναντίον των νορβηγικών δημοκρατικών θεσμών δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτές. Αφετέρου, η ρωσική πρεσβεία τόνισε πως προσλαμβάνει τη σοβαρή αυτή κατηγορία ως εσκεμμένη, θεωρώντας ότι προκαλεί επιβλαβή αποτελέσματα στις διμερείς σχέσεις μεταξύ Μόσχας και Όσλο.
Επιπρόσθετα, η αυξανόμενη ένταση των ρωσονορβηγικών σχέσεων δεν ευθύνεται αποκλειστικά στην πρόσφατη, υποδεικνυόμενη από την Νορβηγία, ρωσική προκλητικότητα. Την τελευταία περίοδο, έχουν γνωστοποιηθεί μια σειρά από ζητήματα κατασκοπείας, συλλήψεων και απελάσεων διπλωματών που αφορούν τις 2 χώρες. Αναλυτικότερα, το 2018 συνελήφθη στη Νορβηγία άτομο ρωσικής υπηκοότητας, ύποπτος για περισυλλογή πληροφοριών αντλούμενων από το νορβηγικό κοινοβουλευτικό ηλεκτρονικό δίκτυο, το οποίο αφέθηκε ελεύθερο λίγες εβδομάδες αργότερα, λόγω έλλειψης ικανοποιητικών αποδεικτικών στοιχείων. Το 2019, ένας Νορβηγός, πρώην επιθεωρητής συνόρων, καταδικάστηκε στη Ρωσία σε 14 χρόνια φυλάκισης, καθώς το 2017 συνελήφθη στη Μόσχα με την κατηγορία της συλλογής πληροφοριών σχετικών με ρωσικά πυρηνικά υποβρύχια. Ακόμη, τον Αύγουστο του 2020 στη Νορβηγία προηγήθηκε της κυβερνοεπίθεσης, η σύλληψη Νορβηγού υπηκόου, ο οποίος κατηγορήθηκε για άσκηση κατασκοπείας υπέρ της Ρωσίας και η απέλαση Ρώσου διπλωμάτη, ο οποίος θεωρήθηκε αξιωματικός των ρωσικών μυστικών υπηρεσιών και με τον οποίο ο προαναφερόμενος είχε αναπτύξει επαφές. Σε αυτή την υπόθεση κατασκοπείας, το ρωσικό Υπουργείο Εξωτερικών απάντησε αντίστοιχα με τη διακήρυξη υψηλόβαθμου διπλωμάτη της Νορβηγικής πρεσβείας στη Μόσχα ως ανεπιθύμητου προσώπου, το οποίο αναγκαστικά συνεπάγεται την απέλασή του.
Σε ένα γενικότερο πλαίσιο των σχέσεων μεταξύ Νορβηγίας και Ρωσίας, θα ήταν σκόπιμο να σημειωθεί πως η Νορβηγία αποτελεί ένα από τα ιδρυτικά μέλη της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας (NATO) και μοιράζεται τόσο ηπειρωτικό σύνορο με την Ρωσία (200 χλμ.) όσο και θαλάσσιο, ενώ έχει διευθετηθεί ο ορισμός των ορίων των Αποκλειστικών Οικονομικών Ζωνών (ΑΟΖ) μεταξύ των 2 χωρών που επεκτείνονται στην θάλασσα του Μπάρεντς και τον Αρκτικό Ωκεανό. Οι δύο χώρες έχουν συνεργαστεί με επιτυχία για την καταπολέμηση της παράνομης αλιείας, για τη διεξαγωγή θαλάσσιων ερευνών και επιχειρήσεων διάσωσης στα βορειότερα νερά της Αρκτικής, ενώ παράλληλα εξυπηρετούνται σημαντικά κοινά συμφέροντα προωθώντας την σταθερότητα στην περιοχή. Ωστόσο, ιδιαίτερα μετά την ρωσική παρέμβαση στην Ουκρανία το 2014, κυριαρχεί φόβος και καχυποψία στις πολιτικές σχέσεις της Νορβηγίας και γενικότερα της Δύσης έναντι της Ρωσίας. Οι ρωσικές επιθετικές ενέργειες προκάλεσαν την αντίδραση των κρατών της Δύσης συμπεριλαμβανομένης και της Νορβηγίας, που οδήγησε στην εφαρμογή αντιποίνων κατά της Ρωσίας, όπως την επιβολή οικονομικών κυρώσεων και την καταστολή της στρατιωτικής συνεργασίας.
Η διενέργεια των προσβλητικών δράσεων κατά του κοινοβουλίου της Νορβηγίας υπό ηλεκτρονική μορφή για τις οποίες ένοχη κρίνεται η Ρωσία, πιθανότατα να αποτελεί μια ακόμη ανεπίτρεπτη παρέμβαση της Ρωσίας στις πολιτικές υποθέσεις άλλων χωρών. Αν και η Νορβηγός Υπουργός Εξωτερικών δεν αποκάλυψε κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει ότι η Ρωσία κρύβεται πίσω από την κυβερνοεπίθεση, οι κατηγορίες θα μπορούσαν να θεωρηθούν αληθείς με δεδομένο ότι η Ρωσία επανειλημμένα έχει κατηγορηθεί για άσκηση παρόμοιων πρακτικών στο παρελθόν. Τρανταχτό παράδειγμα, η περίπτωση της Εσθονίας. Το 2008, ύστερα από την απόφαση της εσθονικής κυβέρνησης να απομακρύνει το μπρούτζινο άγαλμα του σοβιετικού στρατιώτη που έδραζε στο κέντρο της πρωτεύουσας Ταλίν, άρχισαν ηλεκτρονικές παρεμβάσεις στις ιστοσελίδες της εσθονικής κυβέρνησης, οι οποίες αποδόθηκαν σε ρωσικές ενέργειες.
Ωστόσο, δεν είναι μόνο η Ρωσία που ακολουθεί τέτοιες ενέργειες, καθώς και άλλα κράτη χρησιμοποιούν με κακόβουλο τρόπο τις δυνατότητες του διαδικτύου (π.χ. παρόμοια κατηγορία Αυστραλίας κατά Κίνας), προκειμένου να αποκτήσουν πρόσβαση σε δεδομένα που αφορούν την διαμόρφωση εθνικών πολιτικών και στρατηγικών. Οι επιθέσεις κατά του κυβερνοχώρου συνεχώς πολλαπλασιάζονται, θέτοντας σε κίνδυνο την κυβερνοασφάλεια σε παγκόσμιο επίπεδο. Λαμβάνοντας υπόψη ότι οι κυβερνοεπιθέσεις δεν εκτελούνται μόνο από κρατικούς φορείς, η διατήρηση της κυβερνοασφάλειας συνιστά αδιαμφισβήτητα μια πρόκληση για το μέλλον.