9.8 C
Athens
Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου, 2024
ΑρχικήΔιεθνήΟ ΟΗΕ στη Νότια Ασία: Επιτυχία ή Αποτυχία;

Ο ΟΗΕ στη Νότια Ασία: Επιτυχία ή Αποτυχία;


Της Άννας Γκουέν,

Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος επέφερε πολλές αλλαγές με τη λήξη του, επηρεάζοντας τον τρόπο που είναι δομημένος ο σημερινός κόσμος. Οι επιπτώσεις του ήταν δραματικές σε ανθρώπινο, ηθικό, πολιτικό και οικονομικό επίπεδο. Οι αρχηγοί κρατών τότε αποφάσισαν πως δεν επιθυμούσαν την επανάληψη ενός τέτοιου γεγονότος, καθώς δε θα ήταν βιώσιμο για κανέναν. Συνεπώς, δημιούργησαν τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ), με μερικούς από τους στόχους του να είναι η διατήρηση της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας, η προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η παροχή ανθρωπιστικής βοήθειας και, γενικότερα, η τήρηση του διεθνούς δικαίου.

Υπάρχουν περιοχές όπου ο ΟΗΕ συνέβαλλε στην επίτευξη της ειρήνης μέσω των Ειρηνευτικών Δυνάμεών του, που είναι μέρος του Τμήματος Ειρηνευτικών Επιχειρήσεων. Κύρια αρμοδιότητα των Ειρηνευτικών Δυνάμεων του ΟΗΕ είναι η αποκατάσταση της ειρήνης στην εκάστοτε περιοχή, ύστερα από απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας και της Γενικής Συνέλευσης του Οργανισμού. Στο συγκεκριμένο άρθρο θα αναφερθούν τρεις τέτοιες περιπτώσεις που έλαβαν χώρα στο παρελθόν, ως παραδείγματα αυτών των δράσεων.

Η πρώτη περίπτωση που θα παρατεθεί είναι η διαμάχη που υπάρχει, έως και σήμερα, ανάμεσα στην Ινδία και το Πακιστάν για την περιοχή του Κασμίρ, το οποίο είχε την επιλογή να ενταχθεί σε μια από τις δυο προαναφερθείσες χώρες. Εν τέλει, εντάχθηκε στην πρώτη, προκαλώντας τη σύγκρουση των δυο κρατών, τα οποία δε φαίνεται να έχουν λύσει αυτήν τους τη διαφορά, έως και τη σημερινή εποχή. Αμέσως μετά την έναρξη των συγκρούσεων, το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, υιοθετώντας την Απόφαση 39 (1948) δημιούργησε την Επιτροπή για την Ινδία και το Πακιστάν. Με τη Συμφωνία Καράτσι (1949), υπό την επιτήρηση της προαναφερθείσας επιτροπής, τα δυο κράτη συμφώνησαν την εγκαθίδρυση μιας γραμμής εκεχειρίας στο Κασμίρ. Για τη διατήρηση αυτής της γραμμής, ο ΟΗΕ συγκρότησε μια Ομάδα Στρατιωτικών Παρατηρητών στην Ινδία και το Πακιστάν (United Nations Military Observer in India and Pakistan – UNMOGIP), η οποία συνέχισε να βρίσκεται στη γραμμή, παρά τη διάλυση της Επιτροπής για την Ινδία και το Πακιστάν, τον επόμενο χρόνο. Οι εντάσεις, όμως, συνεχίστηκαν, παρά τις προσπάθειες του ΟΗΕ, φτάνοντας στην κορύφωση το 1965 και επεκτεινόμενες πέραν του Κασμίρ, γεγονός που οδήγησε στη σύσταση της Αποστολής Παρατήρησης Ινδίας και Πακιστάν (United Nations India-Pakistan Observation Mission – UNIPOM), της οποίας στόχος ήταν η επιτήρηση της εκεχειρίας στα ινδο-πακιστανικά σύνορα εκτός της περιοχής Τζαμού-Κασμίρ.

Κυανόκρανοι επιβλέπουν τη Γραμμή Ελέγχου, η οποία χωρίζει την Ινδία από το Πακιστάν, στη διαφιλονικούμενη περιοχή του Κασμίρ. (2005).

Τηρώντας τις αρχές λειτουργίας των Ειρηνευτικών Δυνάμεων, η συγκεκριμένη Αποστολή δεν μπορούσε να κάνει χρήση βίας, παρά μόνο ως έσχατη λύση και μόνο ύστερα από έγκριση του Συμβουλίου Ασφαλείας. Παρά την παρουσία της Αποστολής του ΟΗΕ στην περιοχή, η κατάσταση δε βελτιωνόταν αλλά δυσχεραινόταν, οδηγώντας το Συμβούλιο Ασφαλείας να υιοθετήσει την Απόφαση 215 (1965), όπου καλούσε τα δυο μέρη να παύσουν τις παραβιάσεις της γραμμής εκεχειρίας και να συνεργαστούν με τις Δυνάμεις του ΟΗΕ. Το 1966, συμφώνησαν τα δυο εμπλεκόμενα κράτη να αποσύρουν τα στρατεύματά τους σταδιακά, επιστρέφοντας στο σημείο που βρίσκονταν προηγουμένως, επιτηρώντας και οι δυο πλευρές την τήρηση της εκεχειρίας. Το Φεβρουάριο της ίδιας χρονιάς, το σχέδιο απόσυρσης των ενόπλων δυνάμεων ολοκληρώθηκε, συνεπαγόμενο τον τερματισμό της UNIPOM, τον επόμενο μήνα. Παρά, όμως, αυτήν τη μερική επιτυχία, οι εντάσεις στην περιοχή συνεχίζονται και, για το λόγο αυτό, η UNMOGIP βρίσκεται ακόμα εκεί, μέχρις ότου επιλυθεί αυτή η διαμάχη.

Η δεύτερη περίπτωση που θα παρατεθεί είναι αυτή της Αποστολής Καλών Υπηρεσιών των Ηνωμένων Εθνών στο Αφγανιστάν και το Πακιστάν (United Nations Good Offices Mission in Afghanistan and Pakistan – UNGOMAP). Το Δεκέμβριο 1979, Σοβιετικοί στρατιώτες εστάλησαν στο Αφγανιστάν για να αναχαιτίσουν τις εσωτερικές επαναστάσεις, αλλά, τελικά, συγκρούστηκαν με τους Μουτζαχεντίν. Το γεγονός αυτό οδήγησε σε μια Σύνοδο του Συμβουλίου Ασφαλείας, η οποία δεν κατέληξε σε κάποια απόφαση, με αποτέλεσμα το θέμα να οδηγηθεί σε μια έκτακτη Σύνοδο της Γενικής Συνέλευσης, όπως ορίζει το Καταστατικό του ΟΗΕ. Η τελευταία κατέληξε στην Απόφαση ES/6-2 (1980), που «καλεί την άμεση απόσυρση των ξένων στρατευμάτων από το Αφγανιστάν». Μέχρι να τεθούν σε ισχύ οι Συμβάσεις της Γενεύης για τη Διευθέτηση της Κατάστασης στο Αφγανιστάν (1988), η κατάσταση ήταν δυσχερής, αφού αυτές άρχισαν να ισχύουν οχτώ χρόνια μετά την απόφαση της Γενικής Συνέλευσης. Μέρη των Συμβάσεων αυτών ήταν το Αφγανιστάν και το Πακιστάν, ενώ εγγυητές ήταν οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Σοβιετική Ένωση. Δημιουργήθηκε, λοιπόν, η UNGOMAP, η οποία ήταν υπεύθυνη για την τήρηση των όρων των Συμβάσεων του 1988 και την αναφορά πιθανών παραβιάσεών τους. Ειδικότερα, αυτά τα Γραφεία ήλεγχαν την απόσυρση των Σοβιετικών στρατευμάτων από το Αφγανιστάν, την εθελοντική επιστροφή των προσφύγων και τη μη-επέμβαση του ενός κράτους στο άλλο. Υπήρχαν γραφεία και στις δυο πρωτεύουσες, Καμπούλ και Ισλαμαμπάντ, του Αφγανιστάν και του Πακιστάν, αντίστοιχα. Οι Συμβάσεις προέβλεπαν πως τα Γραφεία θα έπαυαν τη λειτουργία τους δυο μήνες μετά την ολοκλήρωση όλων των μερών τους. Όπως φαίνεται, όμως, υπήρχε ανάγκη για παράταση της παρουσίας της αποστολής στα μέρη αυτά, καθώς η ειρήνη δεν είχε αποκατασταθεί. Ωστόσο, προκειμένου να παραταθεί η παρουσία, επιτακτική ήταν η ανάγκη ομόφωνης απόφασης και από τα τέσσερα μέρη των Συμβάσεων, τα οποία, όμως, διαφώνησαν. Τελικά, η UNGOMAP τερματίστηκε επισήμως το Μάρτιο 1990.

Η τρίτη και τελευταία περίπτωση που θα παρουσιαστεί είναι η Αποστολή Παρατηρητών του ΟΗΕ στο Τατζικιστάν (United Nations Mission of Observers in Tajikistan – UNMOT), που συστάθηκε το 1994. Οι αναταράξεις στην περιοχή ξεκίνησαν, όταν το τότε Σοβιετικό Τατζικιστάν κήρυξε την ανεξαρτησία του από τη Σοβιετική Ένωση, το 1991. Μέχρι τα μέσα του 1993, υπολογίζεται πως είχε χάσει τη ζωή του μεγάλος αριθμός πολιτών (περίπου 50.000 άνθρωποι), ενώ άλλοι είχαν προσφύγει στο Βόρειο Αφγανιστάν ή σε άλλα γειτονικά κράτη και κράτη της Κοινοπολιτείας των Ανεξάρτητων Κρατών. Επρόκειτο, δηλαδή, για μια κατάσταση όπου δεν τηρούνταν τα ανθρώπινα δικαιώματα και κρίθηκε επιτακτική η ανάγκη εμπλοκής γειτονικών κρατών για τη σταθεροποίησή της. Η εμπλοκή του ΟΗΕ ήταν πιο εμφανής μετά την έκκληση του προέδρου του Ουζμπεκιστάν στο Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ, ο οποίος ενέκρινε την αποστολή μερικών αξιωματικών να παρακολουθήσουν και να αξιολογήσουν την κατάσταση. Αφού κρίθηκε, λοιπόν, πως υπήρχε η περίπτωση κλιμάκωσης, εστάλησαν ειδικοί απεσταλμένοι για να εδραιωθεί η εκεχειρία στην περιοχή. Η Συμφωνία της Τεχεράνης ήταν το αποτέλεσμα των συζητήσεων των απεσταλμένων με τα εμπλεκόμενα μέρη, όπου συμφωνήθηκε η εκεχειρία και η παύση εχθροπραξιών. Μάλιστα, συμφωνήθηκε και η ίδρυση μιας Κοινής Επιτροπής Επιτήρησης από την κυβέρνηση και την αντιπολίτευσή της για την πραγμάτωση της Συμφωνίας. Η Επιτροπή αυτή ζητήθηκε να στηριχθεί από τον ΟΗΕ, μέσω Ειρηνευτικής Δύναμης, όπως και έγινε με την UNMOT. Η τελευταία συστάθηκε, κατόπιν Αποφάσεως 968 (1994) του Συμβουλίου Ασφαλείας. Παρά την επιτυχή διατήρηση της ειρήνης στην περιοχή, το 1996, κορυφώθηκαν ξανά οι εντάσεις ακυρώνοντας τη συμφωνημένη εκεχειρία, με αποτέλεσμα την απόφαση ενδυνάμωσης της UNMOT αυξάνοντας το προσωπικό και παρατείνοντας την παρουσία του (Απόφαση 1138, 1997). Σημαντικός ήταν ο ρόλος που διαδραμάτισε ο ΟΗΕ, σε συνεργασία με τον Οργανισμό για την Ασφάλεια και Συνεργασία στην Ευρώπη, στη διεξαγωγή εκλογών στο Τατζικιστάν. Οι τελευταίες ήταν σημάδι πως η μεταβατική περίοδος στο Τατζικιστάν έφτανε στο τέλος της, όπως και η παρουσία της UNMOT, η οποία διαλύθηκε τον Μάιο 2000.

Κύριος στόχος του ΟΗΕ είναι η διατήρηση της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας. Όπως φαίνεται, όμως, δε σημειώνει 100% ποσοστό επιτυχίας και πολλές φορές έχει κριθεί ότι υπόσχεται περισσότερα από όσα πράττει. Ωστόσο, θα μπορούσε να ειπωθεί πως, αν δεν υπήρχε, κάποια γεγονότα ενδεχομένως να είχαν διαφορετική κατάληξη.


Ενδεικτικές Πηγές

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Άννα Γκουέν
Άννα Γκουέν
Απόφοιτη του τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιώς, με κύρια ενδιαφέροντα τις διεθνείς, αλλά και τις οικονομικές σχέσεις μεταξύ των κρατών. Είναι βιετναμέζικης καταγωγής, αλλά έχει γεννηθεί και μεγαλώσει στην Αθήνα. Έχει συμμετάσχει σε προσομοιώσεις του ΟΗΕ, Ευρωπαϊκών και Περιφερειακών θεσμών. Μιλάει ελληνικά, βιετναμέζικα και αγγλικά, καθώς μαθαίνει και γαλλικά. Της αρέσουν τα ταξίδια και ο αθλητισμός.