Της Αναστασίας Τσερμενίδου,
Πολλές φορές μου αρέσει να παίρνω ένα λεωφορείο, οποιασδήποτε γραμμής, κατά τις «νεκρές» ώρες και να κάνω βόλτα από την στάση μετάβασης μέχρι τον τερματικό σταθμό. Το απολαμβάνω, γιατί παρατηρώ την πόλη μου: Τα κτήρια, τους δρόμους, τα πολυάριθμα μικρά και μεγαλύτερα μαγαζιά, τους ανθρώπους, τις ομορφιές και τα ψεγάδια της πόλης και συνάμα, να χάνομαι στις δικές μου σκέψεις.
Η Θεσσαλονίκη ή αλλιώς Νύμφη του Θερμαϊκού, είναι μία μαγική πόλη, ένα από τα «μπιζουδάκια» της Βόρειας Ελλάδας. Κάστρα και Άνω Πόλη, Νέα παραλία, Λευκός Πύργος, Πλατεία Αριστοτέλους είναι λίγα μόνο από τα θαυμαστά σημεία της πόλης. Ωστόσο, αυτό που με λυπεί στην πόλη μου είναι ο έντονος διαχωρισμός της σε ανατολική και δυτική και συγκεκριμένα η υποβαθμισμένη δυτική της μεριά.
Την έντονη αυτή διαφορά μπορεί να τη διαπιστώσει κανείς εκεί που τελειώνει η οδός Εγνατία. Τερματίζεται εκεί στο σταυροδρόμι Δωδεκανήσου-26ης Οκτωβρίου-Λαγκαδά-Μοναστηρίου. Εκεί εκτείνεται η Πλατεία Δημοκρατίας ή διαφορετικά ο γνωστός, (κακο)φημισμένος και πολυτραγουδισμένος Βαρδάρης. Μάλιστα, θυμάμαι πως κάποτε σε μια συζήτηση με μια φίλη μου καταλήξαμε στο εξής συμπέρασμα: «Από τον Βαρδάρη και πέρα, είναι σαν να μη βρίσκεσαι στη Θεσσαλονίκη».
Ο Βαρδάρης, λοιπόν, είναι μία από τις παλαιότερες και ιστορικότερες πλατείες της Θεσσαλονίκης, ο οποίος όμως συνεχώς αλλάζει ριζικά, εξελίσσεται αρνητικά και υποβαθμίζεται όλο και περισσότερο. Σε μια κουβέντα που είχαμε πρόσφατα με τον πατέρα μου, μου είπε πως η περιοχή δεν ήταν πάντοτε έτσι. Κάποτε περιτριγυρίζονταν από όμορφα, επιβλητικά και παλιά κτήρια, τα οποία αντικαταστάθηκαν από μουντά, αφιλόξενα και απρόσωπα κτήρια, μοντέρνες και πολυώροφες κατασκευές. Έτσι, απλά η αίγλη του παρελθόντος χάθηκε μέσα στον χρόνο. Και γρήγορα γρήγορα στην υποβάθμιση ήρθε να συνδράμει η υπό ευρωπαϊκών προδιαγραφών, κατασκευή του μετρό της Θεσσαλονίκη, που εδώ και μια εικοσαετία περιμένει να λάβει την οριστική του (;) μορφή και τα χρήματα του υπέρογκου έργου έχουν γεμίσει τις τσέπες ‘επιφανών’ πολιτών ή αλλιώς έχουν γίνει βούτυρο στο ψωμί ορισμένων.
Τις πρωινές ώρες και όσο ακόμη υπάρχει το φως του ήλιου και η αίσθηση της ασφάλειας, αν κανείς περπατήσει προς τον Βαρδάρη, θα παρατηρήσει να απλώνεται η Αμερικανική Αγορά, απ’ όπου αγοράζουν οι φαντάροι τζάκετ και μπότες. Δεξιά και αριστερά εικοσιτετράωρα καφέ για take away, τα παραδοσιακά φθηνά φαγάδικα και τα πολυσύχναστα πατσατζίδικα, τα μηχανουργεία και τα καταστήματα ανταλλακτικών και σιδερικών. Πιο πέρα η China Town της Θεσσαλονίκης και λίγο παρακάτω ο σταθμός των τρένων, αλλά και το τέρμα πολλών λεωφορείων του Ο.Α.Σ.Θ. που ξεκινούν τη διαδρομή τους για τη δυτική πλευρά της πόλης. Στο Βαρδάρη επίσης, συναντά κανείς και το ασχημότερο, ίσως, κτήριο της Θεσσαλονίκης, το Δικαστικό Μέγαρο. Παρατημένο, απεριποίητο και «υπό κατάρρευση». Πάλι καλά, οι έντονοι ρυθμοί της ζωής και της καθημερινότητας δίνουν πνοή σε αυτό το «σκοτωμένο» κτήριο.
Όταν ο ήλιος δύει και το σκοτάδι παίρνει τη θέση του, τα πράγματα αλλάζουν, οι δρόμοι αδειάζουν, οι φωνές και οι ήχοι σιωπούν. Ξετυλίγεται ένα πιο «άγριο» και «επικίνδυνο» σκηνικό. Τα πεζοδρόμια καταλαμβάνονται από ιερόδουλες και τρανς, που προσφέρουν εύκολη απόλαυση. Οι οίκοι ανοχής, μετά λύπης, είναι ελάχιστοι πλέον στη γύρω περιοχή σε σχέση με το παρελθόν, τότε που ο Βαρδάρης φημιζόταν για τα κορίτσια του και τον παράνομο έρωτα. Και λέω μετά λύπης γιατί εάν υπήρχαν και «υποστηρίζονταν» οι οίκοι ανοχής από την Πολιτεία, τότε η απόλαυση θα ήταν ασφαλής και τα επίπεδα μετάδοσης σεξουαλικών νοσημάτων θα παρέμεναν χαμηλά σε σχέση με τα σημερινά ποσοστά. Και αυτό επειδή τότε οι οίκοι ανοχής μπορεί να ήταν κατακριτέοι και μεμπτοί από την κοινωνία, αλλά οι κοπέλες δούλευαν με ασφάλεια και υπό συνθήκες τήρησης κανόνων υγιεινής. Δυστυχώς, σήμερα, κανείς δε γνωρίζει από πού προέρχονται αυτές οι κοπέλες ή ακόμη χειρότερα, εάν είναι θύματα σωματεμπορίας, κακοποίησης ή εκβιασμού. Και όπως ήταν επόμενο, κανείς δεν ελέγχει και κανείς δεν προτίθεται να ελέγξει την κατάσταση.
Παρακάτω στα πεζοδρόμια και στις καθέτους, γίνεται προφανώς διακίνηση ναρκωτικών. Συνήθως πρόκειται για μικροδιακινητές που προσφέρουν απαγορευμένες και ναρκωτικές ουσίες, νοθευμένες τις περισσότερες φορές, σε ανυποψίαστους εθισμένους πολίτες, έναντι μικροποσών. Λίγο πιο δεξιά ή λίγο πιο αριστερά, γίνονται άλλοι «διακανονισμοί». Αυτοί αφορούν απατεώνες, οι οποίοι εκμεταλλεύονται τις συνθήκες εξαθλίωσης και οικονομικής δυσπραγίας προσφύγων ή οικονομικών μεταναστών, για να μπορέσουν να αποσπάσουν εύκολο και γρήγορο χρήμα.
Και αυτή τη δεδομένη στιγμή εγείρεται και υπερτονίζεται ο παρακάτω προβληματισμός: «Πού είναι η Πολιτεία μέσα σε όλο αυτό; Ποια η θέση της και ποια η σκοπιμότητα της αδιαφορίας;». Κάθε τέσσερα χρόνια, η πόλη γεμίζει με προεκλογικά μηνύματα και καμπάνιες. Οι υποψήφιοι δήμαρχοι της πόλης μας υπόσχονται και δεσμεύονται για μια πιο καθαρή πόλη, περισσότερο αναβαθμισμένη, πιο ανεπτυγμένη, με ένα πιο ψηλό και ποιοτικό επίπεδο ζωής. Κάθε φορά η ίδια πεποίθηση και ελπίδα από τους Θεσσαλονικείς πως κάτι θα αλλάξει…
Παρολ’ αυτά, οι προσδοκίες αποβαίνουν μοιραίες. Η εγκληματικότητα, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, αυξάνεται με ραγδαίους ρυθμούς. Οι λαμαρίνες στη μισή και παραπάνω «σωματοδομή» της πόλης έχουν αντικαταστήσει τα πεζοδρόμια και τις οδούς. Η καθαριότητα σίγουρα όχι αυτή που αρμόζει στη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Ελλάδας με τόσο μεγάλο ποσοστό πληθυσμού. Τα υφιστάμενα μέσα μαζικής μεταφοράς «βογκούν» και ο οργανισμός αστικών συγκοινωνιών αιμορραγεί και δυσλειτουργεί, παρουσιάζοντας συνεχώς νέα κωλύματα. Εικόνα που δεν ταιριάζει σε «συμπρωτεύουσα» (όσο αστείος και αν είναι ο χαρακτηρισμός), που δεν ταιριάζει στη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη και σε ένα από τα μεγαλύτερα ελληνικά λιμάνια που αποτελεί πόλο έλξης των Βαλκανίων και πύλη για τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες.
Κλείνοντας, αυτό που θέλω να τονίσω είναι πως ο κόσμος (και μέσα σε αυτούς κι εγώ) προβληματίζεται, αγανακτεί και συγχύζεται. Σκοπός του δεν είναι να κακολογήσει και να κατακρίνει, αλλά να υπογραμμίσει τα βαθιά και χρόνια προβλήματα της Θεσσαλονίκης. Τα προβλήματα αυτά οφείλουν να λύνονται με την ίδια ταχύτητα και με τον ίδιο ζήλο που λύνονται και τα αντίστοιχα θέματα της πρωτεύουσας. Οι τοπικοί παράγοντες έχουν την υποχρέωση να φέρνουν εις πέρας τις ευθύνες που ανέλαβαν και φυσικά να αναδεικνύουν την ομορφιά και την μοναδικότητα κάθε πόλης. Ευελπιστώ, πως κάποια σειρά θα μπει και όλα θα λυθούν σταθερά μέσα στον χρόνο.