12.8 C
Athens
Κυριακή, 17 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΠαρατηρητήριο Αμερικανικής ΠολιτικήςΗ εξωτερική πολιτική του Lyndon Johnson

Η εξωτερική πολιτική του Lyndon Johnson


Της Χάρις Γιαννοπούλου,

Καθώς πλησιάζουν οι αμερικανικές εκλογές, όλο και περισσότερο φουντώνει το ενδιαφέρον των πολιτών σχετικά με παλαιότερους προέδρους των Ηνωμένων Πολιτειών, την πολιτική που ακολούθησαν και τους λόγους για τους οποίους έμειναν στην ιστορία. Ιδιαίτερη περίπτωση αποτελεί ο Lyndon Johnson, ο 36ος  Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, ο οποίος ανέλαβε την εξουσία μετά τη δολοφονία του Προέδρου John F. Kennedy. Ο Johnson, που διατελούσε χρέη αντιπροέδρου κατά την προεδρία του Kennedy, ορκίστηκε νέος Πρόεδρος των Η.Π.Α., όπως ορίζει το αμερικανικό Σύνταγμα.

Παρότι η διαχείριση των εσωτερικών υποθέσεων, όπως τα μέτρα κατά της φτώχειας και η νομοθεσία περί πολιτικών δικαιωμάτων, ικανοποιούσε μεγάλη μερίδα των πολιτών, ο σχεδιασμός της εξωτερικής πολιτικής δεν ενθουσίαζε τους Αμερικανούς. Η επιφυλακτικότητα αυτή ήταν απότοκο της απόφασης να αποσταλούν, το 1964, επιπλέον δυνάμεις αμερικανικών στρατευμάτων προς υπεράσπιση του Νότιου Βιετνάμ στον πόλεμο που διεξήγε με τον Δημοκρατικό Στρατό του Βιετνάμ (Βόρειο Βιετνάμ). Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι η δημοτικότητα του Johnson από το 70% στα μέσα του 1965 έπεσε στο 40% το 1967. Αν και, μέχρι το 1968, η παρουσία των Αμερικανών στρατιωτών των Η.Π.Α. είχε ξεπεράσει το μισό εκατομμύριο δεν υπήρχαν νικηφόρα αποτελέσματα. Οι μαζικοί βομβαρδισμοί στο Βόρειο Βιετνάμ δεν αποτέλεσαν αποτελεσματική στρατηγική απέναντι στην ασύμμετρη απειλή του ανταρτοπόλεμου και αυτός ήταν ο βασικός λόγος που η αμερικανική κυβέρνηση αποφάσισε να ενισχύσει τον συμβατικό στρατό. Επί της ουσίας, ο πόλεμος αυτός διεξαγόταν δια αντιπροσώπων, προκειμένου να μην υπάρξει άμεση εμπλοκή των δύο υπερδυνάμεων -των Η.Π.Α. και της Σοβιετικής Ένωσης- δεδομένου ότι υπήρχε το ενδεχόμενο ενός πυρηνικού πολέμου. Η στρατιωτική επέμβαση δημιούργησε ισχυρά αντιπολεμικά και αντιπολιτισμικά κινήματα σε όλον τον κόσμο, ενώ ενέτεινε την αμφισβήτηση προς τους πολιτικούς θεσμούς, προκαλώντας, παράλληλα, ένα αντιεπεμβατικό «σύνδρομο» στην εξωτερική πολιτική των Η.Π.Α. Ακόμα μεγαλύτερη κατακραυγή επήλθε με τον απολογισμό των νεκρών Αμερικανών στρατιωτών, καθώς, με τη λήξη του πολέμου το 1973 και την κατάρρευση του Νότιου Βιετνάμ, είχαν χάσει τις ζωές τους 58.000 Αμερικανοί.

Η απόφαση να συνεχιστεί η στήριξη στο Βιετνάμ, προκειμένου να διατηρηθεί η ανεξαρτησία του, θα μπορούσε κάποιος να πει ότι ήταν ειλημμένη από τους προκατόχους του. Άλλωστε, κατά τον Ψυχρό Πόλεμο, επικρατούσε η θεωρία του ντόμινο (Domino Effect), σύμφωνα με την οποία, αν ένα κράτος στρεφόταν προς τον κομμουνισμό, τότε θα το ακολουθούσαν και άλλα. Αυτό ήταν ένα σενάριο το οποίο οι Η.Π.Α. ήθελαν να αποφευχθεί πάση θυσία και γι’ αυτό προτίμησαν να στείλουν τον μεγαλύτερο δυνατό εξοπλισμό, προκειμένου να εξασφαλίσουν την επικράτησή τους στη νοτιοανατολική Ασία. Μετά το τέλος του πολέμου, βέβαια, αποδείχθηκε ότι η αμερικανική αποτυχία στο Βιετνάμ είχε πολύ μικρότερο αντίκτυπο από ότι είχε, αρχικά, προβλεφθεί, καθώς, με εξαίρεση το Λάος και την Καμπότζη, ο κομμουνισμός δεν κατάφερε να εξαπλωθεί σε άλλα κράτη της Νοτιοανατολικής Ασίας. Επιπροσθέτως, ο Johnson δεν επιθυμούσε να χαρακτηριστεί ο ηττημένος Πρόεδρος, που θα έχανε τη μάχη με τον κομμουνισμό. Ο ίδιος, μάλιστα, στην αρχή της θητείας του, διεξήγε εκστρατεία ειρήνης υποστηρίζοντας πως δεν είχε πρόθεση να κλιμακωθεί ο πόλεμος. Κομβικής σημασίας ήταν η επίθεση του Βορείου Βιετνάμ στο αμερικανικό πλοίο ηλεκτρονικής κατασκοπείας, USS Maddox, ανοικτά στον κόλπο Tonkin. Παρότι, κατά τη συμπλοκή, δύο βορειοβιετναμέζικα σκάφη βυθίστηκαν, σκοπός τους ήταν να καταστήσουν σαφές στις αμερικανικές δυνάμεις ότι δεν αποδέχονταν την αμερικανική παρουσία στα χωρικά τους ύδατα. Τα αντίποινα των αμερικανικών βομβαρδισμών σε ναυστάθμους του Βορείου Βιετνάμ ανακοινώθηκαν με τηλεοπτικό διάγγελμα του Johnson στις 5 Αυγούστου. Κατόπιν, εκμεταλλευόμενος τη δημοσιότητα, που είχε δοθεί στον πόλεμο, ζήτησε από το Κογκρέσο ψήφισμα, πετυχαίνοντας να λάβει ομόφωνα εξουσιοδότηση για την απόκρουση μελλοντικών επιθέσεων κατά των Η.Π.Α., αλλά και τη συνέχιση της υπεράσπισης του λαού του Νοτίου Βιετνάμ, που μαχόταν για την ελευθερία του. Εντούτοις, το 1965, χρησιμοποίησε το ψήφισμα του Κόλπου Tonkin για την περαιτέρω εμπλοκή του στον πόλεμο του Βιετνάμ, έχοντας αποκρύψει από το Κογκρέσο και την κοινή γνώμη ότι οι επιθέσεις ενάντια στα αμερικανικά πλοία συνέπεσαν με ναυτικές επιδρομές που διεξήγαν μυστικά δυνάμεις του Νοτίου Βιετνάμ και ότι η δεύτερη επίθεση, που πραγματοποιήθηκε σε βάρος τους, είχε τεθεί υπό αμφισβήτηση.

Παρά την έκρυθμη κατάσταση στη Νοτιοανατολική Ασία, ο Johnson σημείωσε ορισμένες επιτυχίες στις εξωτερικές υποθέσεις της χώρας. Αφενός, το 1967, υπέγραψε με τον Σοβιετικό ομόλογό του, Aleksei Kosygin, τη Συνθήκη για το Διάστημα (Outer Space Treaty), η οποία απαγόρευε τα πυρηνικά όπλα στο φεγγάρι και σε άλλους πλανήτες. Επίσης, μετά τον Αραβο-Ισραηλινό πόλεμο, οι δύο υπερδυνάμεις συμφώνησαν να μειώσουν τις εντάσεις στη Μέση Ανατολή, παρά τα αντικρουόμενα συμφέροντα που είχαν. Βέβαια, να σημειωθεί ότι, στον πόλεμο των Έξι Ημερών, παρότι ο Johnson έχει χαρακτηριστεί ο πιο φιλικά προσκείμενος προς το Ισραήλ Αμερικανός πρόεδρος, έδειξε και εκεί σημάδια ανεπαρκούς διαχείρισης και κωλυσιεργίας κυρίως λόγω της πίεσης του Βιετνάμ. Ως αρχηγός της πλειοψηφίας της Γερουσίας, προσπάθησε να πείσει τον Eisenhower να αποφύγει την επιβολή κυρώσεων στο Ισραήλ, επειδή δεν αποσύρθηκε από το Σινά. Ήταν, επίσης, ο πρώτος πρόεδρος που εξόπλισε το Ισραήλ με επιθετικά οπλικά συστήματα, παρά την αντίθεση του Υπουργείου Εξωτερικών. Ομοίως, ο πρόεδρος θα μπορούσε να ωθήσει τα Ηνωμένα Έθνη να καθυστερήσουν την απομάκρυνση των ειρηνευτικών δυνάμεων από το Σινά, κάτι που θα επιβράδυνε την κλιμάκωση του πολέμου, ωστόσο η κυβέρνηση δεν προέβη σε καμία ουσιαστική προσπάθεια. Αφετέρου την επόμενη χρονιά, ήτοι το 1968, οι Η.Π.Α. έγιναν συμβαλλόμενο μέρος στη συνθήκη για τη μη διάδοση των πυρηνικών όπλων, η οποία απαγόρευε τη μεταφορά πυρηνικών σε άλλα έθνη, αλλά και τη βοήθεια που θα επέτρεπε σε άλλα έθνη να ενταχθούν στην ομάδα των κρατών με τα πυρηνικά.

Εν κατακλείδι, ο Lyndon Johnson αποτελεί μια άκρως ενδιαφέρουσα και αμφιλεγόμενη περίπτωση προέδρου, που κρίθηκε αρνητικά κυρίως από την παγίδα, που έκρυβε ο πόλεμος του Βιετνάμ και οι λανθασμένοι χειρισμοί του, που οδήγησαν, τελικά, στην πιο ταπεινωτική ήττα των Ηνωμένων Πολιτειών. Όταν παρέλαβε την εξουσία από τον εκλιπόντα πρώην πρόεδρο, υπήρχαν αρκετά ζητήματα ανοιχτά. Πολλοί είναι, μάλιστα, εκείνοι που μπαίνουν ακόμα στη διαδικασία να αναρωτιούνται πώς θα είχε εξελιχθεί ο πόλεμος του Βιετνάμ και η πορεία του κόσμου ολόκληρου, αν παρέμενε ο JFK στην εξουσία και ολοκλήρωνε τη θητεία του. Η διοίκηση του Kennedy επικεντρώθηκε σχεδόν αποκλειστικά στην εξωτερική πολιτική με την κρίση των πυραύλων της Κούβας να αποτελεί ένα καλό παράδειγμα των έξυπνων και αποτελεσματικών χειρισμών του. Ωστόσο, η απόφασή του να μην εξαλείψει τον κομμουνισμό στο κράτος του Λάος, όπως είχε προηγουμένως προτείνει η κυβέρνηση Eisenhower, άφησε το Νότιο Βιετνάμ στη σφαίρα επιρροής του κομμουνισμού και τελικά αμαύρωσε την ισχύ και το κύρος των Η.Π.Α.

Αναμφίβολα, ο JFK αξίζει μεγάλο μέρος του θαυμασμού, που του έχει απονεμηθεί, όμως η αλήθεια είναι ότι το χρονικό σημείο της δολοφονίας του υπήρξε καταλυτικό για την υστεροφημία του. Παρότι και εκείνος μετρά αρκετές αποτυχημένες αποφάσεις στο ενεργητικό του, εντούτοις, λόγω του φιλελεύθερου οράματός του, το επικοινωνιακό ταλέντο και την λάμψη, που εξέπεμπε, άφησε θετικό πρόσημο στην πολιτική του καριέρα. Στον αντίποδα, ο Johnson, με πολλές επιτυχίες, όσον αφορά τις εσωτερικές μεταρρυθμίσεις, με κυριότερη εκείνη που αφορούσε τα θέματα των κοινωνικών αλλαγών και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, στιγματίστηκε από τις ενέργειές του στην εξωτερική πολιτική. Η ιστορία, όμως, έχει δείξει ότι η έκβαση αξιοσημείωτων γεγονότων δεν εναπόκειται πάντα στην ικανότητα του εκάστοτε ηγέτη, αλλά εξαρτάται από εξωτερικούς μη επηρεαζόμενους παράγοντες.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ


TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Χάρις Γιαννοπούλου
Χάρις Γιαννοπούλου
Είναι απόφοιτος του τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιά. Το 2019 παρακολούθησε το Μονοετές Πρόγραμμα Εκπαίδευσης Μεταφραστών και το Σεμινάριο Υποτιτλισμού παίρνοντας ειδίκευση στη μετάφραση νομικών και οικονομικών κειμένων. Τρέφει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την αρθρογραφία έχοντας ιδιαίτερη προτίμηση στην ανάλυση της διεθνούς πολιτικής ενώ ασχολείται ενεργά και με την δημιουργική γραφή.