Της Αρετής Δανδάκη,
Το πλήρωμα του χρόνου έφτασε για την έκδοση της καταδικαστικής απόφασης για το νεοναζιστικό κόμμα της Χρυσής Αυγής, με την πρόεδρο του δικαστηρίου, Μαρία Λεπενιώτη, να ανακοινώνει τις ποινές των διευθυντών και των ενταχθέντων στην εγκληματική οργάνωση, οι οποίες είναι μεν υψηλές, όχι όμως οι αυστηρότερες. Πλέον κυριαρχεί η αγωνία αναφορικά με τις οριστικές ανακοινώσεις του δικαστηρίου, καθώς και η αναμονή παραδειγματικής καταδίκης των ενόχων.
Το καταδικασθέν πολιτικό κόμμα ιδρύθηκε ως οργάνωση το 1980, αναπτύσσοντας τη δράση του στις αρχές της δεκαετίας του 1990 κατά τη διάρκεια εντάσεων σχετικά με το Μακεδονικό ζήτημα, ενώ δεν εξέλειπαν οι επιθέσεις εναντίον μεταναστών καθώς και Ελλήνων. Το 1993 γίνεται και επισήμως κόμμα και από τα σχεδόν μηδενικά ποσοστά των εκλογών κατακτά στις πρώτες εκλογές του 2012 21 έδρες, ενώ στις εκλογικές αναμετρήσεις του 2015 κατακτά την τρίτη θέση στην Βουλή. Εδώ εύλογα έρχεται το εξής ερώτημα: Πώς στη χώρα που γέννησε τη δημοκρατία και αγωνίστηκε όσο λίγες για την υπεράσπισή της ένα νεοναζιστικό κόμμα κατέχει κυρίαρχο ρόλο στη λήψη αποφάσεων και στην έκφραση του κοινωνικού συνόλου; Οι βίαιες επιθέσεις της πολλές φορές πέρασαν στο απυρόβλητο (1-2% των υποθέσεων τους εκδικάζονταν), εκφράστηκαν ως κοινωνικό ξέσπασμα ενός λαϊκού κινήματος, ενίοτε στηρίχθηκαν από θεσμούς και ΜΜΕ, ενώ έγιναν πρώτο θέμα σε τηλεοπτικές εκπομπές.
Ωστόσο, το φαινόμενο ανόδου του φασισμού και της ακροδεξιάς δεν παρατηρήθηκε μόνο στην Ελλάδα. Σε όλη την Ευρώπη λαϊκίστικα ακροδεξιά κόμματα κέρδισαν έδαφος στα εθνικά κοινοβούλια και κατ’ επέκταση ενισχύθηκαν στην Ευρωβουλή. Έτσι, εκεί που η Γηραιά Ήπειρος φάνταζε να έχει ξεπεράσει τις απειλές κατά της δημοκρατίας, η θεμελιώδης στήριξή της ήταν πιο επίκαιρη από ποτέ. Βέβαια, δεν ήταν λίγες οι φορές που η προσπάθεια αποπροσανατολισμού του συνόλου με στόχο ένα ακροδεξιό μέλλον δεν στηλιτεύθηκε ως χρειαζόταν τόσο από τους ιθύνοντες όσο και από την κοινωνία.
Γίνεται εύκολα αντιληπτό πως οι αρνητές της δημοκρατίας και υμνητές απολυταρχικών καθεστώτων έχουν κοινά χαρακτηριστικά τα οποία υπερβαίνουν τα εδαφικά σύνορα. Πρωτίστως, γοητεύονται από τον ολοκληρωτισμό, ο οποίος ικανοποιεί τρία βασικά ανθρώπινα ένστικτα: αυτό της ανάγκης για ικανοποίηση, της ανάγκης για δύναμη και της ανάγκης ύπαρξης ενός σκοπού. Επιπλέον, εξιδανικεύουν την υποταγή, έχουν ανάγκη από πατριαρχική καθοδήγηση, ενώ είναι ιδιαίτερα φοβικοί προς το διαφορετικό, την πρόοδο, τη μόρφωση και την εξέλιξη. Ειδικά σε περιόδους ταραχών και κρίσεων, όπου οι θεσμοί αμφισβητούνται και οι κυβερνήσεις κατακρίνονται, οι αυταρχικοί ηγέτες ισχυροποιούνται παρασέρνοντας στο πλευρό τους τις ανωτέρω «μάζες». Η Ευρώπη και η Ελλάδα κατέχουν την πρόσφατη και επίπονη εμπειρία της οικονομικής κρίσης, που ακόμα δε μοιάζει να αποτελεί παρελθόν. Όπως εξηγεί η κ. Βασιλική Γεωργιάδου, καθηγήτρια Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, σε τέτοιες συγκυρίες συνηθίζεται να κερδίζει έδαφος η υπονόμευση της δημοκρατίας παρά η ίδια η δημοκρατία. Τούτο συμβαίνει αρχικά λόγω της περίπλοκης και πολύπλοκης αλχημείας του περιβάλλοντος της λαϊκιστικής ριζοσπαστικής δεξιάς, η οποία προβάλλει ανομοιογενείς ιδέες πέραν των γνωστών δίπολων, καταφέρνοντας να επηρεάσει τα πλήθη, καθώς επίσης και με τον δίχως ηθικούς φραγμούς πολιτικό της λόγο και τον άκριτο καταλογισμό ευθυνών σε όλα τα υπόλοιπα πολιτικά κόμματα. Ένα τέτοιο σύστημα πάντα ευνοείται και κερδίζει έδαφος σε ασταθείς για την ανθρωπότητα περιόδους.
Με αφορμή τη δίκη της Χρυσής Αυγής, μια δίκη που χαιρέτησαν με θαυμασμό τα διεθνή ειδησεογραφικά πρακτορεία, χαρακτηρίζοντάς τη τη μεγαλύτερη δίκη φασιστών μετά τη Νυρεμβέργη, γεγονός που χρειάζεται να μας χαροποιεί ως προς το αποτέλεσμα αλλά κυρίως να σταθεί ως αφορμή προβληματισμού και όχι λήθης για τα ανεπανόρθωτα λάθη που έγιναν, για τις ζωές που χάθηκαν και εκφοβίστηκαν αλλά και για το πώς στρατολογήθηκαν πολιτικά τόσες χιλιάδες ψηφοφόρων, θαυμαστών, ο οποίοι ως συνένοχοι βοήθησαν τις ρίζες του φασιστικού δέντρου να δυναμώσουν και να ανθίσουν στην Ευρώπη του διαφωτισμού, της Magna Charta, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των επαναστάσεων αλλά και στην χώρα της δημοκρατίας, των φιλοσόφων και της αντίστασης, την Ελλάδα. Αδιαμφισβήτητα ένα μέλλον με περισσότερη ανθρωπιά, παιδεία και κριτική σκέψη πρέπει να πάψει να θεωρείται ουτοπία, αλλά η προτεραιότητα για έναν πιο δημοκρατικό κόσμο.