12.1 C
Athens
Πέμπτη, 26 Δεκεμβρίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΠότε είναι νόμιμη μια απεργία;

Πότε είναι νόμιμη μια απεργία;


Της Χρυσοβαλάντως Κουτσούλη,

Απεργία είναι η συλλογική αποχή των εργαζομένων από την εργασία, με σκοπό να ασκήσουν, κατά κανόνα, πίεση στην εργοδοτική πλευρά στην επιδίωξη τους να διαφυλάξουν και να προαγάγουν τα συλλογικά συμφέροντά τους. Η αποχή είναι και προσωρινή, αφού πρόθεση των απεργών είναι να επιστρέψουν στην εργασία τους μετά τη λήξη της απεργίας και να συνεχίσουν κανονικά την παροχή της εργασίας τους.

Προϋποθέσεις για τη νόμιμη κήρυξη απεργίας είναι η κήρυξη της από αρμόδια συνδικαλιστική οργάνωση και από το αρμόδιο όργανο της, η μυστική ψηφοφορία με την οποία λαμβάνεται η απόφαση αυτή από τη Γενική Συνέλευση και η λήψη της απόφασης με βάση την προβλεπόμενη από το νόμο ή το καταστατικό πλειοψηφία. Επιπλέον, για την έναρξη και τη διεξαγωγή της απεργίας απαιτείται γνωστοποίηση των αιτημάτων και προειδοποίηση του εργοδότη. Η προσφυγή σε αυτό το αγωνιστικό μέσο επιβάλλεται μετά από αποτυχία των διαπραγματεύσεων, ενώ, επίσης, προϋποτίθεται και η παράβαση της υποχρέωσης ειρήνης και η τήρηση του δημόσιου διαλόγου. Όσον αφορά τη νομιμότητα των αιτημάτων, αυτά θα πρέπει να μην προσκρούουν σε διατάξεις αναγκαστικού δικαίου, να είναι συλλογικά και ρυθμίσιμα με συλλογική σύμβαση εργασίας.

Η απεργία είναι το έσχατο μέσο για την προαγωγή των οικονομικών και εργασιακών συμφερόντων των εργαζομένων. Η προσφυγή σ’ αυτήν επιτρέπεται μόνο όταν έχουν εξαντληθεί οι δυνατότητες επίλυσης της συλλογικής διαφοράς με διαπραγματεύσεις. Μόνο μετά την αποτυχία των διαπραγματεύσεων είναι νόμιμη η προσφυγή στην απεργία. Ο σαφής διαχωρισμός του διαπραγματευτικού από το αγωνιστικό πεδίο είναι αναγκαίος, προκείμενου να διασφαλίζεται ένα χρονικό διάστημα, κατά το οποίο τα μέρη θα μπορούν να διαπραγματεύονται χωρίς πίεση και απειλή. Με βάση αυτά, οι διαπραγματεύσεις μεταξύ εργοδοσίας και εργαζομένων διεξήχθησαν χωρίς αποτέλεσμα και για αυτό διακοπήκαν, πράγμα το οποίο συνέβη και κατά τον δεύτερο κύκλο διαπραγματεύσεων. Έτσι, η εργοδοσία, ενόψει της αποτυχίας της διαβούλευσης και με πιεστικό παράγοντα το χρόνο λόγω οικονομικής ζημίας επέβαλαν το μέτρο της εκ περιτροπής εργασίας και ακολούθησε σχετική ενημέρωση των εργαζομένων. Η επιβολή εκ περιτροπής εργασίας από την εργοδοτική πλευρά συνιστά έκφανση του διευθυντικού δικαιώματος, το οποίο επιβάλλει τη νόμιμη επιβολή του μέτρου αυτού εφόσον τηρηθήκαν οι προϋποθέσεις του άρθρου 38 παρ.3 του νόμου 1892/1990. Απαιτείται με βάση αυτό ο περιορισμός των δραστηριοτήτων της επιχείρησης και η προηγούμενη διαβούλευση και ενημέρωση των εργαζομένων.

Ειδικότερα, απαραίτητη προϋπόθεση για την εξασφάλιση της νομιμότητας της απεργίας είναι η υποχρέωση για προειδοποίηση. Το σωματείο των εργαζομένων οφείλει να γνωστοποιεί στην εργοδοτική πλευρά τα αιτήματα που διεκδικεί ώστε να καταβάλλεται προσπάθεια να λυθεί η συλλογική διαφορά με ειρηνικά μέσα (διαπραγματεύσεις). Η εν λόγω υποχρέωση των εργαζομένων πηγάζει τόσο από την καλή πίστη, όσο και από το γεγονός ότι η απεργία αποτελεί το έσχατο μέσο για την ικανοποίηση των αιτημάτων. Η προειδοποίηση του εργοδότη ή της εργοδοτικής συνδικαλιστικής οργάνωσης για την άσκηση του δικαιώματος απεργίας πρέπει να λαμβάνει χώρα τουλάχιστον 24 ώρες πριν την πραγματοποίηση της απεργίας. Ο σκοπός της συγκεκριμένης υποχρέωσης είναι να αποτρέψει τον πλήρη αιφνιδιασμό του εργοδότη και παράλληλα να του δώσει τη δυνατότητα να λάβει στοιχειώδη μέτρα για την αντιμετώπιση των προβλημάτων που προκύπτουν για την επιχείρηση από την απεργία διαφυλάττοντας ταυτόχρονα τους μισθωτούς από μία στιγμιαία και πρόχειρη απόφαση και δίνοντάς τους πριν την καταφυγή στο μέσον της απεργίας τη δυνατότητα για διαπραγμάτευση. Η προειδοποίηση μπορεί να γίνει με οποιονδήποτε τρόπο: έγγραφο, τηλεγράφημα ή ακόμη και προφορικά. Κατά κανόνα αρκεί η γενική προειδοποίηση. Ο προσδιορισμός ή μη της ημέρας και της ώρας έναρξης της απεργίας εναπόκειται στις εκάστοτε συνθήκες και την εκάστοτε μορφή του συγκεκριμένου εργατικού αγώνα. Η προειδοποίηση έπεται συνήθως της αποτυχίας των διαπραγματεύσεων. Η απεργία που πραγματοποιείται χωρίς 24ωρη προειδοποίηση είναι παράνομη.

Επιπλέον, η άσκηση του δικαιώματος απεργίας δεν επιτρέπεται να θέτει σε κίνδυνο τις εγκαταστάσεις της επιχείρησης, να προκαλεί καταστροφές ή ατυχήματα, καθώς αυτό δεν είναι σύμφωνο με τον σκοπό της απεργίας, αλλά και τα συμφέροντα των απεργών. Έτσι, η διάθεση προσωπικού ασφαλείας για την πρόληψη καταστροφών ή ατυχημάτων δεν περιορίζει την άσκηση του δικαιώματος της απεργίας, αλλά είναι σύμφωνη με το περιεχόμενο και την φύση του. Σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 21 του νόμου 1264/1982, όπως αυτό έχει τροποποιηθεί και αντικαταστάθηκε από το άρθρο 2 του νόμου 2224/1994, «κατά τη διάρκεια της απεργίας η συνδικαλιστική οργάνωση έχει την υποχρέωση να διαθέτει το αναγκαίο προσωπικό για την ασφάλεια των εγκαταστάσεων της επιχείρησης και της πρόληψης καταστροφών και ατυχημάτων». Στις δε υπηρεσίες, οργανισμούς και επιχειρήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 19 παρ.2, των οποίων η λειτουργία έχει ζωτική σημασία για την εξυπηρέτηση βασικών αναγκών του κοινωνικού συνόλου διατίθεται επιπλέον προσωπικό για την αντιμετώπιση αυτών των βασικών αναγκών. Η συγκρότηση του προσωπικού ασφαλείας θα πρέπει να γνωστοποιείται στις αρμόδιες αρχές το πρώτο δεκαπενθήμερο του Ιανουαρίου.

Σχετικά με το νόμιμο του αιτήματος, περιορισμός ως προς τα αιτήματα της απεργίας προκύπτει επίσης από το ότι η απεργία αναγνωρίζεται ως μέσο επίλυσης συλλογικών διαφορών εργασίας. Η άσκηση του δικαιώματος της εργασίας αποβλέπει στη διαφύλαξη και την προαγωγή συλλογικών συμφερόντων των εργαζομένων. Αντικείμενο της απεργίας είναι η επίλυση συλλογικών και όχι ατομικών διαφορών. Εάν, βέβαια, κάτω από μια ατομική διαφορά υποκρύπτεται νόμιμο συλλογικό συμφέρον των εργαζομένων, είναι δυνατόν αυτή να αποτελέσει αντικείμενο απεργίας. Στο νόμο μάλιστα ορίζεται ρητά (άρθρο 19, παρ.1 του νόμου 1892/1990) ότι στους νόμιμους στόχους της απεργίας ανήκουν, εκτός των άλλων και η διαφύλαξη και η προαγωγή των συνδικαλιστικών συμφερόντων. Το γεγονός ότι μια συλλογική διαφορά συνιστά συγχρόνως και νομική διαφορά δεν αποκλείει, σύμφωνα με τη νομολογία, την προσφυγή στην απεργία με αίτημα την επίλυση της. Βέβαια, γίνεται δεκτό ότι αντικείμενο της απεργίας είναι η επίλυση συλλογικών διαφορών και όχι νομικών διαφορών .


ΠΗΓΕΣ
  • Δ. Ζερδελής, Συλλογικό Εργατικό Δίκαιο, Σάκκουλας
  • Τραυλού – Τζανετάτου Δ., «Συνδικαλιστική Δράση στην επιχείρηση και Σύνταγμα», Εκδόσεις Αντ.Ν.Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 1984
  • Λεβέντης Γεώργιος, «Συλλογικό Εργατικό Δίκαιο», Β΄ Εκδ., Εκδόσεις Δελτίου Εργατικής Νομοθεσίας, Αθήνα, 2007
  • Καρακατσάνης, Συλλογικό Εργατικό, 1992
  • ΕφΑθ5799/2001 ΔΕΕ 2001,1032

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Χρυσοβαλάντω Κουτσούλη
Χρυσοβαλάντω Κουτσούλη
Γεννήθηκε και κατοικεί στους Φιλιάτες Θεσπρωτίας. Ασκούμενη Δικηγόρος και πτυχιούχος της Νομικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Υπότροφος του Ι.Κ.Υ. για τα έτη 2016-2018. Μιλάει την αγγλική και τη γερμανική γλώσσα. Έχει συμμετάσχει σε προσομοιώσεις διεθνούς κλίμακας και έχει παρακολουθήσει σεμινάρια και ημερίδες σχετικές με το αντικείμενο σπουδών της. Στον ελεύθερό της χρόνο πηγαίνει θέατρο, ασχολείται με τη συγγραφή ποιημάτων και την ανάγνωση βιβλίων. Αρθρογραφεί για νομικά θέματα, κυρίως ιδιωτικού δικαίου.