Της Ελένης Διοΐλη,
Η τελευταία Συνοδός Κορυφής των ηγετών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.) έθεσε και επίσημα την επανέναρξη των διερευνητικών εργασιών και του διαλόγου μεταξύ Ελλάδας-Τουρκίας. Φάνηκε, όμως, πολύ γρήγορα, ότι η Τουρκία, αφού δεν έλαβε και τις κυρώσεις της Ε.Ε., δε θα διατίθεντο να κάτσει στο τραπέζι του διαλόγου χωρίς να έχει εξασφαλίσει τα συμφέροντά της και τη διενέργεια των συνομιλιών υπό τους δικούς της όρους και κανόνες. Η κλιμάκωση της έντασης και των προκλήσεων τόσο στην Κύπρο με το ζήτημα του ανοίγματος της παραλίας της Αμμοχώστου όσο και με την νέα Navtex για έρευνες, σε περιοχή νότια του Καστελόριζου από το Oruç Reis, αποδεικνύει τη συνέχιση της τουρκικής πίεσης προς την ελληνική πλευρά και τις αλλαγές που θέλει να υπάρξουν και στη θεματολογία και στον τρόπο διενέργειας των διερευνητικών επαφών, όταν και εφόσον αυτές θα ξεκινήσουν. Άραγε, σ’ αυτό το κλίμα κλιμάκωσης, πόσο μακριά βρισκόμαστε από μια ειρηνική επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών και σε μια ενδεχόμενη προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης;
Δίνοντας μια γρήγορη πρώτη απάντηση και με τα γεγονότα να τρέχουν, είμαστε μάλλον μακριά από μια υπογραφή συνυποσχετικού και προσφυγής στη Χάγη. Η συζήτηση για τη διεθνή διαιτησία ενός δικαιοδοτικού οργάνου είναι πολύχρονη και εξαιρετικά δύσκολη υπόθεση, ιδιαίτερα λόγω της μη συμφωνίας των δύο πλευρών ως προς τα υπό συζήτηση θέματα. Η πάγια θέση της Ελλάδας είναι ότι αναγνωρίζει μόνο το ζήτημα της οριοθέτησης θαλασσίων ζωνών, ενώ η Τουρκία από το 1974 μέχρι σήμερα, έχει θέσει μια πληθώρα ζητημάτων, όπως είναι η αποστρατικοποίηση των νησιών που βρίσκονται κοντά στα τουρκικά παράλια, η μη επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης της Ελλάδας στα 12 ναυτικά μίλια και τα πιο πρόσφατα, για τη μη αναγνώριση υφαλοκρηπίδας στο Καστελόριζο, αλλά και σε πιο μεγάλα νησιά, όπως είναι η Κρήτη, η Ρόδος, η Κάρπαθος και η Κάσος. Η κλιμακούμενη τουρκική επιθετικότητα τους τελευταίους μήνες καταδεικνύει την επιθυμία και την αποφασιστικότητα της ολοένα και αναθεωρητικής Τουρκίας να επιβάλει στο τραπέζι της συζήτησης και αλλά θέματα και όχι μόνο αυτά που προκρίνει η Ελλάδα ως διαφορές.
Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι η Τουρκία δεν είναι ο ίδιος συνομιλητής των διερευνητικών του 2004. Είναι μια Τουρκία του προέδρου της, Erdogan, ο οποίος θέλει να συσπειρώσει γύρω του τον ισλαμικό κόσμο και να προβάλει στην ευρύτερη περιφέρεια της Ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής, ότι καμία απόφαση δεν πρέπει να παίρνεται χωρίς την συμμετοχή της Τουρκίας. Έχει αυξήσει την ατζέντα και φαίνεται ότι όσο η Ε.Ε. και η Ελλάδα προσπαθούν να βρουν τρόπο να οριοθετήσουν και να δημιουργήσουν μια νέα σχέση με την Τουρκία, εκείνη προκαλεί και θέτει καινούργια ζητήματα. Η Τουρκία δε φαίνεται να είναι πρόθυμη να αφήσει καμία από τις αξιώσεις της στην Ανατολική Μεσόγειο, και ακόμη και αν ορισμένες θέσεις της είναι θεμιτές υπάρχουν κάποιες άλλες, εμφανώς, εξωφρενικές. Έτσι και αλλιώς η εξωτερική πολιτική του Τούρκο Προέδρου εξυπηρετεί στον αποπροσανατολισμό της τουρκικής κοινής γνώμης από τα θέματα της κρίσης της τουρκικής οικονομίας.
Η Ελλάδα φαίνεται να είναι αυτή που ακολουθεί τις εξελίξεις και προσπαθεί να βρει τρόπους να προωθήσει τις πολιτικές της. Επιθυμεί το διάλογο, αν και είναι εγκλωβισμένη στις μαξιμαλιστικές της θέσεις όλων αυτών των δεκαετιών αντιπαράθεσης με τους γείτονες. Οι ελληνοτουρκικές κρίσεις, και όχι μόνο των τελευταίων χρόνων, έχουν αποδυναμώσει τη διπλωματική ισχύ της χώρας. Δεν φαίνεται να μπορεί να επηρεάσει τους Ευρωπαίους στο βαθμό που θα ήθελε και να αναγάγει τις διαφορές με την Τουρκία σε ευρωτουρκικές. Bλέπει, επίσης, να στριμώχνεται στην πολιτική της Τουρκίας, που δημιουργεί νέες προκλήσεις, περιμένοντας κιόλας ένα θερμό επεισόδιο που θα ανάγκαζε την Ελλάδα να διαπραγματευτεί σε κατώτερο επιθυμητό επίπεδο και να αναγκαστεί να συζητήσει κάποια θέματα που τίθενται από την πλευρά της Τουρκίας. Θυμίζω ότι η μεγαλύτερη ελληνοτουρκική κρίση, η κρίση των Ιμίων, είχε ως αποτέλεσμα να τεθεί ζήτημα «γκρίζων ζωνών» στο Αιγαίο και τετελεσμένα που δυσχέραναν τη θέση της Ελλάδας.
Παρά τις διαφορετικές απόψεις που διαμορφώνονται κατά καιρούς, είναι σίγουρα προς το συμφέρον της Ελλάδας να επιλυθούν οι διμερείς μας διαφορές με την Τουρκία. Η Ελλάδα φαίνεται να είναι αυτή που οι πολύχρονες ελληνοτουρκικές διαφορές της έχουν κοστίσει περισσότερο. Από το 1974 έως σήμερα, φαίνεται ότι ο χρόνος δεν έχει ευνοήσει την ελληνική πλευρά, η οποία έχει χάσει χρήματα είτε λόγω στρατιωτικών εξοπλιστικών προγραμμάτων είτε λόγω της μη έρευνας και εκμετάλλευσης των θαλασσίων ζωνών. Πρέπει να τονιστεί επίσης, ότι η χώρα έχει αργήσει στην αξιοποίηση των θαλάσσιων κοιτασμάτων της υφαλοκρηπίδας της, και με την είσοδο μας σε μια μετά-ανθρακική περίοδο είναι απαραίτητο να επιλυθεί το ζήτημα της ενέργειας σύντομα προς την κατεύθυνση της πράσινης ενέργειας, είτε με την αξιοποίηση κοιτασμάτων φυσικού αερίου είτε με την «πράσινη» ενέργεια της θάλασσας (υπεράκτιες ανεμογεννήτριες, παραγωγή ενέργειας από κύματα κ.α.).
Όσο μακριά και να πιστεύουμε ότι βρισκόμαστε από τη Χάγη, πρέπει να γίνει σαφές ότι η Ελλάδα συνεχίζει να χάνει, όσο συνεχίζεται η ένταση με τη γείτονα χώρα. Υπάρχουν ακόμη διπλωματικά εργαλεία και τρόποι για να πειστούν και οι δύο πλευρές να «καθίσουν» στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Οι διερευνητικές επαφές πρέπει να ξεκινήσουν, ώστε να ιχνηλατιθεί το πεδίο και να ανοιχθεί ο δρόμος για έναν διάλογο, ο οποίος μπορεί να οδηγήσει τις δύο χώρες σε συμφωνία για την προσφυγή των διαφορών τους στη Χάγη. Αυτό δε σημαίνει ότι η Ελλάδα πρέπει να συζητήσει όλες τις αξιώσεις της Τουρκίας, αλλά η συνεχής ένταση και κλιμάκωση από την πλευρά της Τουρκίας και ο φόβος ενός θερμού επεισοδίου συνεχίζουν τον φαύλο κύκλο που έχει δημιουργηθεί τους τελευταίους μήνες.
Υπάρχουν θέματα, εξάλλου, που θα μπορούσαν να συζητηθούν σε έναν πιο ευρύ διάλογο για την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών. Αυτό προϋποθέτει ότι η ελληνική ηγεσία πρέπει να είναι συνειδητοποιημένη και να προετοιμάσει και την κοινή γνώμη ότι η διαπραγμάτευση με την Τουρκία, ακόμη και η προσφυγή στη Χάγη, δε θα ικανοποιήσει απόλυτα τις ελληνικές θέσεις. Είναι γνωστό ότι το Δικαστήριο της Χάγης δεν εξετάζει τις υποθέσεις μόνο με τη χρήση νομικών μέσων. αλλά λαμβάνει υπόψη της και τις πραγματικές συνθήκες της υπό εξεταζόμενης περιοχής. Ακόμη και αν αυτό σημαίνει ότι το Δικαστήριο μπορεί να ευνοήσει την Τουρκία σε αρκετά θέματα, η σημασία της επίλυσης των ελληνοτουρκικών διαφόρων είναι σημαντικότερη, με γνώμονα ότι αυτό κυρίως θα εξυπηρετήσει την ίδια την Ελλάδα.