Της Ευφροσύνης Κουκουφιλίππου,
Την 1η Ιανουαρίου του έτους το Ηνωμένο Βασίλειο υλοποίησε κι επίσημα, με τρομερές επευφημίες μάλιστα, το διαζύγιό της με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Κι εκεί που νομίζαμε ότι το Brexit είναι πλέον γεγονός, στην πραγματικότητα ούτε καν έχει αρχίσει! Η Βρετανία βρίσκεται σε μία μεταβατική περίοδο μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου του 2020, η οποία θεσπίστηκε με σκοπό την ομαλή μετάβαση και των δύο πλευρών σε νέο καθεστώς. Επιπλέον, ο χρόνος αυτός προβλέφθηκε, έτσι ώστε το Ηνωμένο Βασίλειο είτε να συνάψει συμφωνίες που θα διαμόρφωναν μία νέα τάξη πραγμάτων, στις εμπορικές πρωτίστως σχέσεις, ανάμεσα στο πρώην κράτος-μέλος και την Ένωση ή να αποφασίσει τη διακοπή τέτοιων δεσμών με τις επακόλουθες φυσικά συνέπειες. Αυτό σημαίνει ότι το Ηνωμένο Βασίλειο ακολουθεί προς το παρόν ακόμη τις ευρωπαϊκές οδηγίες, την εμπορική, αλιευτική, εργατική και περιβαλλοντική νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και συνεισφέρει στο κοινό ευρωπαϊκό ταμείο μέχρι το τέλος του έτους.
Οι διαπραγματεύσεις δεν εκτυλίχτηκαν όπως αναμενόταν από την πλευρά των Βρυξελλών, καθώς οι δυσκολίες που προέκυψαν ήταν ουκ ολίγες με την αβεβαιότητα για το αν θα υπάρξει συμφωνία να πλημμυρίζει και τους Ευρωπαϊκούς εταίρους. Το μήλο της έριδος φαίνεται να αποτελεί το πρωτόκολλο της Βόρειας Ιρλανδίας, το οποίο υπεγράφη τον Οκτώβριο του 2019 και προστέθηκε στη συμφωνία εξόδου της Μεγάλης Βρετανίας. Το πρωτόκολλο προέβλεπε ότι, όσον αφορά τη Βόρεια Ιρλανδία, θα συνεχίσει να ακολουθεί τους εμπορικούς και τελωνειακούς κανονισμούς της Ε.Ε., εφόσον αυτό θα διευκόλυνε τις σχέσεις μεταξύ της Δημοκρατίας της Ιρλανδίας και του Ηνωμένου Βασιλείου και θα απέτρεπε την εφαρμογή φυσικού συνόρου που θα επέφερε πολιτική αστάθεια στην Ιρλανδία και θα ξυπνούσε κακές μνήμες του παρελθόντος (βλ. The Troubles).
Η σύγκρουση των δύο μερών όμως δεν σταματάει εκεί. Η αλιεία υπήρξε ανέκαθεν ένα ευαίσθητο θέμα για τη Βρετανία. Από τη μεριά της θέλει να αυξήσει το μερίδιό της στο ποσοστό αλιεύματος που δικαιούται και η Ε.Ε. από τη δική της πλευρά θέλει να διατηρήσει την παρούσα κατάσταση έτσι ώστε να μην επηρεαστούν τα αλιευτικά συμφέροντα των άλλων κρατών που έχουν μερίδιο στην περιοχή (Γαλλία, Ισπανία ως επί το πλείστον). Όπως τονίζει και ο αρχηγός της ομάδας διαπραγμάτευσης της Ε.Ε, Michel Barnier, «Η Ευρωπαϊκή Ένωση θέλει το status quo, το Ηνωμένο Βασίλειο θέλει να αλλάξει τα πάντα. Εάν θέλουμε μια συμφωνία, πρέπει να συζητήσουμε κάπου ανάμεσα σε αυτές τις θέσεις». Ιδιαίτερα για την Ευρώπη, μια δίκαιη συμφωνία στην αλιεία συνιστά απαραίτητη προϋπόθεση για την πρόσβαση του Λονδίνου με ειδικούς, ευνοϊκούς όρους στην εσωτερική ευρωπαϊκή αγορά.
O Boris Johnson για άλλη μια φορά αθέτησε τις υποσχέσεις του και αποφάσισε να προτείνει στη Βουλή των Κοινοτήτων νομοσχέδιο για την Εσωτερική Αγορά (Internal Market Bill), το οποίο και τελικά πέρασε με 340 ψήφους υπέρ και 256 κατά, συνοδευόμενο από την ομολογία της αγγλικής κυβέρνησης ότι η κίνηση αυτή παραβιάζει το διεθνές δίκαιο! Το εγκεκριμένο πλέον από τη Βουλή των Κοινοτήτων νομοσχέδιο επιτρέπει στην κυβέρνηση να καθορίζει η ίδια τους κανόνες που θα διέπουν τις εμπορικές σχέσεις της χώρας και τη διακίνηση των αγαθών με τη Βόρεια Ιρλανδία, αλλά κάτι τέτοιο είναι ενάντια σε όσα έχουν ήδη συμφωνηθεί με την Ε.Ε. και πρόκειται για μονομερή τροποποίηση της συμφωνίας (withdrawal agreement). Η αθέτηση γίνεται στο όνομα «της προστασίας της ακεραιότητας της εσωτερικής αγοράς του Ηνωμένου Βασιλείου», όπως διευκρίνισε κυβερνητικός εκπρόσωπος.
Αναμενόμενο ήταν να προκαλέσουν αντιδράσεις τα μαντάτα αυτά στις Βρυξέλλες. Η Ευρωπαϊκή Ένωση δηλώνει έτοιμη να κινηθεί νομικά εναντίον του Ηνωμένου Βασιλείου, αν εκείνο δεν λογικευθεί. Πράγματι, παραβιάζεται η παράγραφος 2 του άρθρου 4 και το άρθρο 5 περί καλής πίστης της συμφωνίας του Brexit σε συνδυασμό με τους όρους του επισυναπτόμενου πρωτοκόλλου για τη Βόρεια Ιρλανδία/Ιρλανδία. Ήδη έχει σταλεί στη βρετανική κυβέρνηση επίσημη προειδοποιητική επιστολή, που αποτελεί το πρώτο βήμα της νομικής διαδικασίας μετά από παραβίαση μίας συμφωνίας. Το ρολόι μετράει αντίστροφα για το Λονδίνο και οι κινήσεις στη σκακιέρα λιγοστεύουν.
Σύμφωνα με πολλές εκτιμήσεις, οι οποίες με βρίσκουν σύμφωνη, το πιο πιθανό είναι να λήξει το μεταβατικό έτος και να μην υπάρχει νέα συμφωνία που θα ρυθμίζει τις εμπορικές σχέσεις του Λονδίνου με το μεγαλύτερο εμπορικό της εταίρο. Ένα πιο σκληρό κι ανώμαλο Brexit εννοείται πως θα έχει αρνητικές επιπτώσεις και στις δύο πλευρές, αλλά ο ζυγός μάλλον γέρνει προς τη Μεγάλη Βρετανία. Ήταν ένα δυνατό κράτος-μέλος και ταυτόχρονα πυλώνας της Ένωσης από τη στιγμή της γέννησής της, αν κάνουμε μία ιστορική αναδρομή. Κανένας δεν μπορεί να αμφισβητήσει την οικονομική δύναμη της χώρας και το υψηλό επίπεδο των ναυτιλιακών και εμπορικών της δραστηριοτήτων. Παρόλα αυτά, η απόφαση για έξοδο από την Ε.Ε. δεν ήταν ευφυής κίνηση και αυτό συνάγεται μόνο και μόνο από την ανάλυση του μορφωτικού επιπέδου και του κοινωνικού υποβάθρου των ανθρώπων που ψήφισαν θετικά για το Brexit. Από τη στιγμή βέβαια που η κατάσταση έχει διαμορφωθεί, θα πρέπει να την εξετάσουμε με τα δεδομένα που έχουμε στη διάθεσή μας.
Συνεπώς, αν δεν υπάρξει συμφωνία μέχρι την εκπνοή του έτους, τα πράγματα θα είναι σκούρα για το Λονδίνο. Οι διαπραγματεύσεις φαίνεται να οδεύουν προς το αδιέξοδο. Όχι μόνο θα φύγει με άδεια χέρια ο Boris Johnson από τις Βρυξέλλες, αλλά, επιπροσθέτως, θα εκτραχυνθούν οι διμερείς σχέσεις Μεγάλης Βρετανίας-Δημοκρατίας της Ιρλανδίας, θα επιβληθούν υψηλοί δασμοί που θα κάνουν τα προϊόντα και τις υπηρεσίες της Αγγλίας στην Ευρώπη μη ελκυστικά και, τέλος, θα προκληθεί η νομική απάντηση της Ε.Ε. προς το πρώην μέλος για αθέτηση της συμφωνίας αποχώρησης και παραβίαση του διεθνούς δικαίου. Το Ηνωμένο Βασίλειο ουσιαστικά θα επιβάλλει embargo στον εαυτό του προς την αγορά της Ευρώπης για να αποκτήσει την «ανεξαρτησία» του. Κι ενώ η χώρα πλήττεται σοβαρά από την πανδημία του κορωνοϊού και η οικονομική σταθερότητα δοκιμάζεται παγκοσμίως, ο πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου πρέπει να αντιμετωπίσει νέες προκλήσεις και ζητήματα, που δυστυχώς ο ίδιος προκάλεσε, επιδιώκοντας σθεναρά ένα… «διαζύγιο κατ’ αντιδικία».