Του Γιάννη Χουλιάρα,
Στις 4 Σεπτεμβρίου 2020, ο πρόεδρος της Σερβίας, Aleksandar Vucic, και ο πρωθυπουργός του Κοσόβου, Avdullah Hoti, υπέγραψαν στον Λευκό Οίκο συμφωνία εξομάλυνσης των οικονομικών σχέσεων των δύο κρατών, μετά από παρέμβαση και διαμεσολάβηση των Η.Π.Α. Η Σερβία δεν αναγνωρίζει ως ανεξάρτητο κράτος το Κόσοβο, επί του οποίου έχασε τον έλεγχο μετά από επέμβαση του ΝΑΤΟ το 1999. Επακολούθως, το 2008 το Κόσοβο προέβη σε μονομερή ανακήρυξη της ανεξαρτησίας του και παρά το ότι οι δύο πλευρές διεξάγουν διαπραγματεύσεις, η εξομάλυνση των διπλωματικών σχέσεων δεν έχει επιτευχθεί ακόμη.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν, ωστόσο, ορισμένα γεγονότα που έλαβαν χώρα μετά την ανακοίνωση της συμφωνίας. Η εκπρόσωπος του ρωσικού Υπουργείου Εξωτερικών, Maria Zakharova, προέβη σε μια ιδιαίτερα προσβλητική για τον Σέρβο πρόεδρο ανάρτηση στο Facebook, με τον Vucic να απαντά με εξίσου σκληρό τρόπο. Μετά από παρέμβαση τόσο του προέδρου Vladimir Putin όσο και του Υπουργού Εξωτερικών Sergey Lavrov, η Zakharova ανακάλεσε τα λεγόμενά της και απολογήθηκε.
Η εξέλιξη αυτή φαντάζει ιδιαίτερα περίεργη, αν ληφθεί υπόψιν η διαδεδομένη αντίληψη πως η Σερβία αποτελεί τον στενότερο σύμμαχο της Ρωσίας στα Βαλκάνια. Η Μόσχα στηρίζει σταθερά το Βελιγράδι στο ζήτημα του Κοσόβου, θεωρώντας τη μονομερή απόσχιση του τελευταίου παράνομη και χρησιμοποιώντας το δικαίωμα βέτο που διαθέτει, ως μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, για να εμποδίσει την ένταξή του σε διάφορους διεθνείς οργανισμούς. Τα δύο κράτη έχουν αναπτύξει σημαντική συνεργασία στον στρατιωτικό τομέα, με την Σερβία να λαμβάνει ρωσικά οπλικά συστήματα τα τελευταία πέντε χρόνια και κοινές ασκήσεις να διοργανώνονται μεταξύ των σερβικών και ρωσικών ενόπλων δυνάμεων. Δεδομένων και των στενών πολιτισμικών δεσμών μεταξύ των δύο λαών, λόγω της κοινής σλαβικής καταγωγής και της Ορθόδοξης θρησκείας, οι ηγέτες τους περιγράφουν συχνά τις διμερείς σχέσεις χρησιμοποιώντας όρους, όπως «αδερφικές». Χαρακτηριστικά, μία εκ των κοινών στρατιωτικών τους ασκήσεων ονομάζεται «Σλαβική Αδελφοσύνη».
Τα πράγματα, ωστόσο, δεν είναι όπως δείχνουν επιφανειακά. Καταρχάς, ένας από τους κεντρικούς στόχους της σερβικής εξωτερικής πολιτικής, μετά την πτώση του Slobodan Milosevic το 2000, είναι η ένταξη της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση (Ε.Ε.). Το 2012, η Σερβία αναγνωρίστηκε ως υποψήφιο κράτος-μέλος και το 2014 ξεκίνησαν οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις. Αυτό εξηγείται από το γεγονός πως η Ε.Ε. αποτελεί τον σημαντικότερο εμπορικό εταίρο της Σερβίας, το 63% του εμπορίου της οποίας διεξάγεται με κράτη-μέλη της Ένωσης το 2018. Αντίστοιχα, οι εμπορικές συναλλαγές με τη Ρωσία αποτελούν περίπου το 10% του συνόλου, ενώ οι ρωσικές επενδύσεις είναι σχεδόν 10 φορές μικρότερες από τις ευρωπαϊκές. Ακόμα και στο στρατιωτικό πεδίο, η συνεργασία της Σερβίας με τη Δύση είναι εντονότερη από αυτή με τη Ρωσία. Το Βελιγράδι, παρά την πολιτική στρατιωτικής ουδετερότητας που ακολουθεί, συμμετέχει σε διάφορα προγράμματα συνεργασίας με το ΝΑΤΟ, το οποίο συνδράμει στον εκσυγχρονισμό των σερβικών ενόπλων δυνάμεων. Χαρακτηριστικά, το 2019 η Σερβία συμμετείχε σε 17 στρατιωτικές ασκήσεις με άλλα κράτη, 13 εκ των οποίων διεξήχθησαν με μέλη του ΝΑΤΟ και μόλις 4 με την Ρωσία.
Είναι ξεκάθαρο, επομένως, πως η Σερβία στρέφεται οικονομικά και πολιτικά προς τη Δύση, μια λογική εξέλιξη αν ληφθεί υπόψιν η γεωγραφική της «περικύκλωση» από κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ και της Ε.Ε. και η γεωγραφική της απόσταση με τη Ρωσία. Γιατί, επομένως, το Βελιγράδι ακολουθεί μια πολιτική εξισορρόπησης, διατηρώντας ταυτόχρονα στενή συνεργασία με την Μόσχα;
Η απάντηση είναι, φυσικά, το ζήτημα του Κοσόβου. Η επίλυση της διένεξης και η εξομάλυνση των σχέσεων είναι προϋποθέσεις για την ένταξη της Σερβίας στην Ε.Ε. Πρόκειται, όμως, για ένα ζήτημα εξαιρετικά ευαίσθητο για τη σερβική κοινή γνώμη και η σερβική πολιτική ηγεσία γνωρίζει πως οποιαδήποτε διευθέτηση του ζητήματος θα πρέπει να είναι αρκετά θετική για την Σερβία, ώστε να είναι σε θέση να την προωθήσει στο εσωτερικό. Ωστόσο, οι ΗΠΑ και τα περισσότερα κράτη-μέλη της Ε.Ε. τάσσονται ιστορικά υπέρ του Κοσόβου. Είναι, επομένως, αναγκαία για τη Σερβία, η εύρεση ενός ισχυρού συμμάχου, ικανού να εξισορροπήσει την δυτική πολιτική. Η Ρωσία, λόγω της μεταψυχροπολεμικής της επιδίωξης να ανακτήσει το status της μεγάλης δύναμης και να αμφισβητήσει την αμερικανική πρωτοκαθεδρία, αποτέλεσε την αναπόφευκτη επιλογή.
Για την Μόσχα, η στήριξη προς την Σερβία αποτελεί έναν σχετικά ανέξοδο τρόπο άσκησης επιρροής στα Βαλκάνια, περιορίζοντας τη δυτική/ευρωατλαντική επέκταση. Για το Βελιγράδι, η συνεργασία με την Μόσχα εξασφαλίζει το ρωσικό βέτο στις προσπάθειες του Κοσόβου για ένταξη στους διεθνείς οργανισμούς, και ταυτόχρονα του παρέχει έναν μοχλό πίεσης έναντι της Δύσης. Με άλλα λόγια, η Σερβία επιχειρεί να εργαλειοποιήσει τις στενές σχέσεις της με την Ρωσία, προκειμένου να αποσπάσει (θα μπορούσε να πει κανείς και να «εκβιάσει») μια ευνοϊκότερη στάση της Δύσης στο ζήτημα του Κοσόβου, εκμεταλλευόμενη την ανασφάλεια των Η.Π.Α. και της Ε.Ε. έναντι της Μόσχας.
Επομένως, η σερβο-ρωσική συνεργασία δεν αποτελεί προϊόν της ορθόδοξης/σλαβικής αλληλεγγύης, όπως δίνεται συχνά η εντύπωση από την επίσημη ρητορική. Για το Βελιγράδι, αυτή η συνεργασία είναι ένα διαπραγματευτικό «χαρτί» για την παραχώρηση ανταλλαγμάτων από την δυτική πλευρά. Όσο το ζήτημα του Κοσόβου παραμένει ανεπίλυτο, η σερβική ηγεσία θα έχει ανάγκη την ρωσική στήριξη, η οποία της παρέχει μεγαλύτερα διαπραγματευτικά περιθώρια.
Και έτσι, γίνεται αντιληπτή η θεμελιώδης ασυμβατότητα των μακροπρόθεσμων ρωσικών και σερβικών στόχων: τελικός σκοπός του Βελιγραδίου αποτελεί μια επίλυση του ζητήματος του Κοσόβου, η οποία θα ανοίξει τον δρόμο για ένταξη στην Ε.Ε., και ταυτόχρονα θα είναι αρκετά ευνοϊκή για την Σερβία, έτσι ώστε να γίνει αποδεκτή από την σερβική κοινή γνώμη. Η Ρωσία από την άλλη πλευρά, δεν έχει κανένα όφελος από μια τελική διευθέτηση: σε μια τέτοια περίπτωση, θα έχανε τον σημαντικότερο εταίρο της στα Βαλκάνια, αφού η Σερβία δεν θα είχε πλέον κανένα κίνητρο να διατηρεί στενές σχέσεις με την Μόσχα, η οποία αδυνατεί να της παράσχει οικονομικά οφέλη αντίστοιχα με αυτά της ένταξης στην Ε.Ε. Αντιθέτως, όσο το ζήτημα του Κοσόβου είναι ανοιχτό, η Σερβία παραμένει εξαρτημένη από τη Ρωσία και ο δρόμος της προς την Ε.Ε. διατηρείται κλειστός, ενώ η Μόσχα διατηρεί ένα «προγεφύρωμα» στα Δυτικά Βαλκάνια.
Η υπογραφή της συμφωνίας στον Λευκό Οίκο αποτελεί ένδειξη πως η σερβική ηγεσία είναι αποφασισμένη να επιλύσει με κάποιο τρόπο τη διένεξη και είναι ολοένα και περισσότερο πρόθυμη να συμπλεύσει με τη δυτική πολιτική, η οποία αποσκοπεί στην εξομάλυνση των σχέσεων Σερβίας-Κοσόβου, προκειμένου να ανοίξει ο δρόμος για την ευρωατλαντική τους πορεία. Η μείωση της ρωσικής επιρροής στα Βαλκάνια και η αυξημένη δυτική εμπλοκή, με την ένταξη του Μαυροβουνίου και της Βόρειας Μακεδονίας στο ΝΑΤΟ το 2017 και το 2020 αντίστοιχα, αναμφίβολα, συμβάλλουν στη στάση αυτή. Ταυτόχρονα, η σκληρή γλώσσα που χρησιμοποιήθηκε μεταξύ Vucic και Zakharova κατά πάσα πιθανότητα δεν αποτελεί απλώς μια διπλωματική απροσεξία, αλλά αντανακλά τη δυσαρέσκεια των δύο πλευρών για τις εκατέρωθεν ασύμβατες πολιτικές τους. Η μεν Ρωσία ανησυχεί για την διαφαινόμενη περαιτέρω απώλεια της επιρροής της στην περιοχή, καθώς ο σημαντικότερος εταίρος της δείχνει να οδεύει σταθερά προς το δυτικό στρατόπεδο, η δε Σερβία δυσφορεί με την προσπάθεια της Ρωσίας να αποτρέψει οποιαδήποτε επίλυση του ζητήματος.
Η συμφωνία ίσως να αποτελέσει ένα σημαντικό βήμα προς την πλήρη πολιτική επίλυση του ζητήματος. Αν αυτό πραγματοποιηθεί, θα αποτελέσει συντριπτικό πλήγμα για τη ρωσική επιρροή στα Βαλκάνια, που είναι και ο βασικός αμερικανικός/ευρωπαϊκός στόχος. Η έλλειψη, όμως, προς το παρόν, ενός τελικού συμβιβασμού αποδεκτού από την σερβική κοινωνία και η συνέχιση της διένεξης, δεν αφήνουν στην σερβική κυβέρνηση άλλη επιλογή, παρά να συνεχίσει την διατήρηση των στενών επαφών με την Μόσχα. Υπό αυτές τις συνθήκες η «αδελφική» συμμαχία θα συνεχίσει, άβολα, να υφίσταται.