Της Αναστασίας Ερνεάνου,
Αναμφισβήτητο είναι το γεγονός πως η ανθρώπινη φύση, από τα πρώιμα στάδια ανάπτυξής της, άρχισε να συνυφαίνεται με τη θρησκευτική λατρεία. Ο άνθρωπος από πολύ νωρίς ξεκίνησε να πιστεύει σε διάφορους θεούς προκειμένου να μπορέσει να εξηγήσει με κάποιο τρόπο τον απρόβλεπτο κόσμο γύρω του. Ωστόσο, η θρησκευτική λατρεία δεν αποτελεί απλώς έναν τρόπο επιβίωσης του ανθρώπινου είδους στον κόσμο, αλλά ένα στοιχείο του εσωτερικού κόσμου του καθενός. Λαμβάνοντας αυτό το στοιχείο υπόψη, μέσα από αλλεπάλληλες διαμάχες, εντάσεις και προστριβές ο νομοθέτης κατέληξε στη σημερινή μορφή του Συντάγματος, στο οποίο συμπεριλαμβάνεται και η προστασία του δικαιώματος αυτού.
Θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί πως η καθιέρωση αυτής της ελευθερίας αποτελεί πλεονασμό στο νομικό οικοδόμημα, καθώς στο άρθρο 2 και 14 διακηρύσσεται η ελευθερία της συνείδησης γενικότερα, στην οποία θα μπορούσε να συμπεριληφθεί και η θρησκευτική. Εξαιτίας, όμως, της σπουδαιότητας του δικαιώματος αυτού και της ανάγκης να δοθεί έμφαση, ο νομοθέτης επέλεξε να το καθιερώσει αυτοτελώς στο άρθρο 13 του Συντάγματος (εφεξής Σ). Όπως αναφέρει και το ίδιο το άρθρο: «η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης είναι απαραβίαστη. Η απόλαυση των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων δεν εξαρτάται από τις θρησκευτικές πεποιθήσεις καθενός». Η απαρίθμηση των κατηγοριών των δικαιωμάτων είναι βεβαίως, ενδεικτική αφού η άσκηση κανενός δικαιώματος δεν μπορεί να εξαρτηθεί από αυτές τις πεποιθήσεις.
Συνέπεια αυτής της αρχής είναι η θρησκευτική ισότητα, η οποία έχει πάντως έναν περισσότερο τυπικό-αριθμητικό χαρακτήρα κι όχι αναλογικό, όπως η γενική αρχή της ισότητας (4 Σ). Φορείς του δικαιώματος είναι τόσο Έλληνες, όσο και αλλοδαποί. Θα πρέπει να τονιστεί πως ως συνέπεια της ισότητας αυτής, η θρησκευτική ταυτότητα δεν επιτρέπεται να αποτελεί ούτε προσόν, ούτε κώλυμα για την ανάληψη κάποιας δημόσιας θέσης, ενώ αντίστροφα δεν μπορεί να επιφέρει στον φορολογικό τομέα απαλλαγές ή διευκολύνσεις. Εξαίρεση λόγω της φύσης των συγκεκριμένων θέσεων υπάρχει, όταν η θρησκευτική ταυτότητα συνυφαίνεται με τη συγκεκριμένη θέση, για παράδειγμα πρόσληψη σε προσωπικό της Εκκλησίας.
Στο άρθρο 3 ορίζεται πως επικρατούσα θρησκεία στην Ελλάδα είναι η θρησκεία της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού. Η αναφορά αυτή δεν έχει σκοπό να υποβαθμίσει ή να απομακρύνει την ύπαρξη άλλων θρησκειών και πεποιθήσεων, αλλά τίθεται τόσο για λόγους ιστορικούς όσο και πραγματικούς υπό την έννοια πως η συντριπτική πλειονότητα του πληθυσμού ακολουθεί τη θρησκεία αυτή. Η διάταξη αυτή σε καμία περίπτωση δε σχετικοποιεί την έννοια της θρησκευτικής συνείδησης. Εξάλλου, η πίστη ή μη αποτελεί εσωτερική υπόθεση του καθενός και οπωσδήποτε δεν μπορεί να υπαχθεί σε κρατικό καταναγκασμό. Στην έννοια της ελευθερίας αυτής δε θα πρέπει να λησμονείται η αρνητική έκφανσή της, ήτοι η δυνατότητα του ατόμου να μην αποκαλύπτει τις πεποιθήσεις του αυτές δημοσίως.
Απόφαση-σταθμό αποτέλεσε η υπόθεση Αλεξανδρίδη κατά Ελλάδος στο ΕΔΔΑ. Στην εν λόγω υπόθεση ο ενάγων είχε επιτύχει στις εξετάσεις του στο δικηγορικό σύλλογο και του ζητήθηκε να δώσει θρησκευτικό όρκο κατά το δημοσιοϋπαλληλικό κώδικα προκειμένου να λάβει την κατάλληλη άδεια. Το ελληνικό κράτος ισχυρίστηκε πως ο προσφεύγων είχε πρώτα αποταθεί φέροντας συμπληρωμένο ένα έντυπο ορκωμοσίας θρησκευτικού χαρακτήρα και ακολούθως, μετά από ερώτηση του δικαστηρίου να δώσει υπηρεσιακό όρκο, αντέδρασε και ζήτησε πολιτικό όρκο. Το ΕΔΔΑ τόνισε την ανάγκη της θρησκευτικής ελευθερίας, όχι κατά έναν τρόπο επιφανειακό, αλλά ουσιαστικό. Ανάγκη, δηλαδή, για ουσιαστική ελευθερία με την έννοια της δυνατότητας έκφρασης ή μη των θρησκευτικών του πιστεύω, ειδικά όσον αφορά την υποχρέωση επίδειξής τους για την κατάληψη κάποιων καθηκόντων, όπως στην εν λόγω υπόθεση. Έτσι, το Δικαστήριο έκρινε πως η παραπάνω υποχρέωση αντίκειται στο άρθρο 9 ΕΣΔΑ.
Κατά την παρ. 2 του άρθρου 13 Σ ορίζεται ρητά πως ο προσηλυτισμός απαγορεύεται. Αυτό που δεν ορίζεται είναι πώς ακριβώς απαγορεύεται, καθώς δεν υπάρχει καν πρόβλεψη για ποινικοποίηση ή για παραπομπή στον κοινό νομοθέτη. Αν ο νομοθέτης επιλέξει την ποινικοποίηση θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να σεβαστεί το άρθρο 7 ορίζοντας με σαφήνεια τα στοιχεία της πράξης, καθώς και το πλαίσιο της απειλούμενης ποινής. Η υπόθεση Κοκκινάκη κατά Ελλάδος αποτέλεσε εδώ θεμέλιο λίθο ως προς την αντιμετώπιση του προσηλυτισμού. Η χώρα μας καταδικάστηκε, καθώς κρίθηκε πως δεν αποτελεί καταχρηστικό μέσο η επίσκεψη του προσφεύγοντος στο σπίτι ορθόδοξης χριστιανής και η προσφορά, ανάγνωση και ανάλυση σε αυτήν εντύπων και κατά συνέπεια, η καταδίκη του ενάγοντος δε συνάδει με τις αρχές της αναλογικότητας κατά το 9 παρ.2 ΕΣΔΑ.
Επομένως, στο πλαίσιο του σύγχρονου και πολυπολιτισμικού περιβάλλοντος, το οποίο ενισχύεται ολοένα και περισσότερο, είναι αναγκαίο να γίνει αντιληπτό πως η θρησκευτική ταυτότητα του καθενός αποτελεί προσωπικό του στοιχείο και μόνο. Σε καμία περίπτωση δε θα πρέπει να απαξιώνεται η αξία και η υπόσταση του ανθρώπου λόγω των πεποιθήσεών του σε μια εποχή κατά την οποία η διαφορετικότητα «ανθίζει» και μπορεί να προσφέρει αναρίθμητα οφέλη στην ανθρωπότητα.
Πηγές
- Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, Χρυσόγονος- Βλαχόπουλος
- https://pergamos.lib.uoa.gr/uoa/dl/frontend/file/lib/default/data/2887894/theFile/2887895
- http://www.nchr.gr/images/English_Site/ThriskeutikiEleutheria/thriskeftikos_orkos_2008.pdf